Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ”, 20/02/2019
Είχα την τιμή να εργαστώ για την (τότε) Ευρωπαϊκή Κοινότητα, για το ευρωπαϊκό όραμα και τα ιδανικά, ήδη από το 1970. Για την ακρίβεια στο Κέντρο Πληροφόρησης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην Αθήνα (1970-1972). Κατά τη διάρκεια της χούντας, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υπερασπίστηκαν τους καταπιεσμένους από τη χούντα Ελληνες. Είμαι περήφανος που καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου ασχολήθηκα ενεργά για την προώθηση του οράματος της Ευρώπης.
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι τόσο από πολιτική όσο και από θεσμική άποψη, η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση άνοιξε τον δρόμο για περαιτέρω διευρύνσεις και εντάξεις.
Σήμερα ακόμη πολλοί εξακολουθούν να νιώθουν ενοχλημένοι με την «προκατάληψη» που χρωμάτισε ορισμένα σχόλια και δηλώσεις αναφορικά με τον Ευρωπαϊκό Νότο.
Εν πάση περιπτώσει, υπήρξα μάρτυρας αυτών των προκαταλήψεων, ακόμη και στο επίπεδο των θεσμών, στην περίοδο που η Ελλάδα υπέβαλε αίτηση για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Ελλάδα έγινε το πρώτος μέλος που προερχόταν από την περιφέρεια. Μας θεωρούσαν «διαφορετικούς».
Η έννοια της «Ευρώπης των δύο ταχυτήτων» δημιουργήθηκε και προτάθηκε μάλιστα δημοσίως ήδη από το 1977-79, κατά τη διάρκεια της ενταξιακής διαδικασίας για την Ελλάδα. Θυμάμαι ακόμη τους Γκαστόν Θόρν και Λέο Τίντεμανς να αναπτύσσουν την ιδέα.
Η προσωπική μου εκδοχή για τη συνεχιζόμενη βαθιά ευρωπαϊκή κρίση, για να μην χρησιμοποιήσω τον όρο «πανωλεθρία» είναι ότι πρόκειται για μια κρίση ευρεία, διχαστική και βαθιά ριζωμένη. Είναι τόσο πολιτική, όσο και θεσμική. Αφορά περισσότερο στις ευρωπαϊκές αξίες και λιγότερο στο ευρώ ή στην οικονομική σύγκλιση και δημοσιονομική πειθαρχία.
Εχουμε συνειδητοποιήσει ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν φέρνει την τελειότητα και τη «λύτρωση». Απεναντίας, απέχουμε πολύ από την τελειότητα. Η παρατήρηση δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε μία χώρα, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηρίσει πολλά από τα κράτη-μέλη της Ενωσης, συμπεριλαμβανομένων των πυλώνων της δηλαδή τη Γερμανία και τη Γαλλία.
Δεν πρόκειται για αποτυχία της οικονομίας. Πρόκειται για αποτυχία της πολιτικής. Η πολύχρονη ευρωπαϊκή κρίση αποδεικνύει επίσης ότι δεν αρκεί η συνεργασία και η συμφωνία με τις καθιερωμένες πολιτικές ελίτ ή απλώς με το κατεστημένο.
Αναμφίβολα φέρουμε εμείς τη κύρια ευθύνη για τα δικά μας λάθη και αποτυχίες. Ακούγεται ρομαντικό. Ομως, οι πολιτικές ελίτ είτε αυτές που κυβερνούν είτε αυτές που βρίσκονται στην αντιπολίτευση ας επιδείξουν μεγαλύτερη διάθεση για συνεννόηση και για συγκλίσεις. Την ημέρα των εθνικών εκλογών συχνά ο φόβος, το συναίσθημα της οργής και η απόγνωση καθορίζουν την ψήφο μας. Οχι η προοπτική της αλλαγής ή ενός καλύτερου «αύριο».
Πέραν αυτών, έχουμε δραματικό έλλειμμα δημόσιας πληροφόρησης και επικοινωνίας εντός των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά και εντός των ίδιων των δημοκρατικών μας συστημάτων. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τον τρόπο με τον οποίο υπερισχύει στη Βουλή η έννοια της κομματικής πειθαρχίας έναντι των προσωπικών συνειδήσεων, συχνά δε με παράλογο τρόπο.
Το χάσμα ανάμεσα στον «μέσο πολίτη», από τη μία, και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις πολιτικές ελίτ, από την άλλη, δεν ήταν ποτέ πιο βαθύ και ευρύ. Δεν θα πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι το μήνυμα που προσπαθούν να περάσουν δεν μεταδίδεται, δεν γίνεται κατανοητό, δεν γίνεται αποδεκτό: Για την ακρίβεια, η κοινωνία το έχει απορρίψει.
Δίχως αμφιβολία, η «πόλις» και ο «πολίτης» αδυνατούν να κατανοήσουν γιατί τους επιβάλλονται επώδυνα οικονομικά μέτρα ή αντίμετρα, τη στιγμή που οι δημοκρατικά εκλεγμένοι άρχοντές τους δεν συμπεριφέρονται ως οι «άριστοι» της κοινωνίας. Εάν το ήθος και η υπευθυνότητα δεν αποτελούν τον αξιακό κώδικα που διέπει την πολιτική, τότε απογοητεύουμε τόσο την ίδια μας τη χώρα όσο και την δική μας Ευρώπη.
Οι αριστοτελικές αρχές της «καθάρσεως» και του «μέτρου» θα πρέπει να αποτελούν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση του κανόνα στην πολιτική, τόσο στο ευρωπαϊκό όσο και στο εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, το ίδιο «μέτρο» απαιτείται και όταν εφαρμόζονται μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας.
Η πορεία προς την Ευρώπη και η πορεία της Ευρώπης αποτελούν την κοινή μας Οδύσσεια. Δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση.
Βαδίζοντας νωχελικά προς τις Ευρωεκλογές του Μαΐου οφείλουμε να απολογηθούμε στους Ευρωπαίους πολίτες οι οποίοι έχασαν το δικαίωμά τους στην αξιοπρέπεια. Η δημοκρατία πάνω απ’ όλα αφορά στη διατήρηση της ίδιας μας της αξιοπρέπειας.