Δημοσιεύθηκε στην www.kathimerini.gr, 20/02/2022
Το διεθνές δίκαιο και η ευρωπαϊκή ισορροπία ορθώς προτάσσονται στην Ουκρανία. Ειδικότερα, δε, το άρθρο 2 (πόλεμος ή απειλή πολέμου) του Χάρτη του ΟΗΕ και τα θεμελιώδη για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και συνεργασία κείμενα της τελικής πράξης του Ελσίνκι και της Χάρτας του Παρισιού για μια νέα Ευρώπη.
Τώρα η Ελλάδα αντιμετωπίζει τις επίσημες εχθρικές εκδηλώσεις της συμμάχου στο ΝΑΤΟ Τουρκίας. Τι αντίφαση! Η απειλή πολέμου μόνιμα βρίσκεται στα χείλη, στο μυαλό και στον σχεδιασμό της Αγκυρας. Η κλιμάκωση των τουρκικών, κατά της εδαφικής ακεραιότητας και ολοκλήρωσης της Ελλάδος, ιαχών συγχρονίζεται πλήρως με τη σοβαρότερη απειλή πολεμικής σύρραξης στην Ευρώπη. Θα εντείνεται δε ανεξαρτήτως μιας αποκλιμάκωσης της αντιπαράταξης του ΝΑΤΟ – Δύσης με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Είναι δύσκολο να ισχύσουν για την απειλή πολέμου κατά της Ελλάδος αυτά που διακηρύσσουμε για την Ουκρανία; Τα ισχύοντα για μη μέλη του ΝΑΤΟ δεν ισχύουν για τα μέλη του;
Η τουρκική απειλή προϋπάρχει. Είναι μόνιμο χαρακτηριστικό της τουρκικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα. Η στόχευση της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών ετέθη το 1974. Την απεκάλυψε από την Αγκυρα ο γνωστός στους παλιότερους Σάιρους Σουλτζμπέργκερ σε άρθρο του στους «Νιου Γιορκ Τάιμς», στις 22 Αυγούστου 1974, αντηχώντας τούς μετά την εισβολή στην Κύπρο στόχους του Μπουλέντ Ετσεβίτ.
Τον Ιανουάριο 1975, ακριβώς πριν από 47 χρόνια, η συντονισμένη –τότε όπως τώρα– αρθρογραφία των τουρκικών εφημερίδων και οι επιθετικές, με ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας και του καθεστώτος των ελληνικών νήσων, δηλώσεις του πρωθυπουργού Σαντί Ιρμάκ και του υπουργού Εξωτερικών Μελίχ Εζεμπέλ κινήθηκαν στο επαναλαμβανόμενο σήμερα τρίπτυχο:
α) Επίδειξη δυναμικής πολιτικής στο Αιγαίο.
β) Αναθεωρητική «από θέσης ισχύος» θέση για τη συνθήκη Λωζάννης, με επισήμανση ότι:
γ) Η διανομή των νησιών (μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας) είχε γίνει κατά τρόπο μη ισόρροπο.
Η αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών τον Ιανουάριο του 1975 ορθώς κατεγράφη από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως «πολιτική αμφισβήτησης» του υφισταμένου βάσει διεθνών συνθηκών εδαφικού καθεστώτος της Ελλάδος. Οπως τώρα.
Οι απειλές της Τουρκίας είχαν τέτοια οξύτητα ώστε ο Κων. Καραμανλής προειδοποίησε από βήματος της Βουλής (10 Φεβρουαρίου 1975): «Η Ελλάς δεν επιθυμεί την ρήξιν. Δεν θα αφήση όμως απροστάτευτη την τιμήν και τα συμφέροντά της για να την αποφύγη. Γιατί, όπως λέγει ο Πολύβιος, όσον και αν ο πόλεμος είναι πράγμα τρομερόν, δεν είναι τόσο τρομερόν ώστε για να τον αποφύγη κανείς να δέχεται να υποστεί ταπεινώσεις».
Ανατρέχω στο πρόσφατο παρελθόν για να ερμηνεύσουμε και το παρόν. Ανεξαρτήτως κυβερνητών της, η πολιτική της Τουρκίας θα χαρακτηρίζεται από σταθερότητα κυρίως στους εναντίον της Ελλάδος αναθεωρητικούς στόχους. Χθες, σήμερα, αύριο.
Προσαρμοστικότητα και ευκαμψία δείχνει, όμως, στα λοιπά μέτωπα. Τη σηματοδότησαν κυρίως η εκλογή του προέδρου Μπάιντεν, ο αποκλεισμός της από τη συμπαραγωγή των F-35 και η σταθερά επικριτική για την Τουρκία θέση του Κογκρέσου (Γερουσία, λόγω του Ρόμπερτ Μενέντεζ κυρίως). Επιπλέον, οι οικονομικές δυσχέρειες στο εσωτερικό και οι περιφερειακές πολιτικο-αμυντικές συνέργειες της Ελλάδος και της Κύπρου –ουδόλως τις υποτιμά– φέρνουν σήμερα τη διόρθωση πορείας της Τουρκίας. Αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ. Η πολιτική της Ουάσιγκτον αποβλέπει στο να επαναφέρει κοντά την Τουρκία στη μετα-ερντογανική εποχή. Ο ίδιος ο πρόεδρος Ερντογάν μοιάζει τώρα να επισπεύδει τη διαδικασία.
Αναγκαστική προσαρμογή επωφελής δε για την Τουρκία και τον ίδιο τον πρόεδρό της είναι και η υπό εξέλιξη διαδικασία ενίσχυσης των σχέσεων της Τουρκίας με Ισραήλ, Αρμενία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Σαουδική Αραβία. Θα ακολουθήσει μάλλον και η Αίγυπτος.
Λάθος αν η ανάγνωση αυτή ερμηνευτεί από Ελλάδα και Κύπρο ως ρήγμα στο πλέγμα των σχέσεων εμπιστοσύνης που οικοδομήσαμε με τις χώρες αυτές στη βάση αρχών, αξιών και συμφέροντος. Μεγαλύτερο λάθος θα ήταν να αποφύγουμε την επανεξέταση σταθερών και μεταβλητών. «Τα πάντα ρει, μηδέποτ