Άρθρο στην ιστοσελίδα AthensVoice.gr, 26/02/2016

Αρχίζω από το αυτονόητο, που είναι όμως το επιδιωκόμενο. Όπως συμβαίνει με όλα τα αυτονόητα στην Ελλάδα. Απαιτείται εδώ και τώρα συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Η εσωτερική πολιτική συνοχή συνιστά θεμελιώδη προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων μας. Στη θέση και υπό τις συνθήκες που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, η συνεννόηση και ο διάλογος αποτελούν τον απαραίτητο και αναγκαίο πολλαπλασιαστή ισχύος. Φοβούμαι όμως ότι αυτό είναι και το δυσκολότερο.

Μόλις επέστρεψα από ένα τριήμερο ταξίδι ενημέρωσης σε γνώριμα μέρη και με γνώριμα πρόσωπα. Εκεί όπου αφιέρωσα πάνω από 15 χρόνια της θητείας μου στο Υπ. Εξ. και είναι εδώ και 25 χρόνια στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μου. Στο Βελιγράδι, στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και στο Κόσοβο. Αλήθεια, διερωτώμαι συχνά αν έχουμε αντίληψη της εικόνας που εκπέμπει σήμερα η Ελλάδα, ακόμη και στη δική της γειτονιά. Εδώ, στα Βαλκάνια.

Δεν αρκεί τι πιστεύουμε εμείς για τη δική μας δύναμη, δυνατότητες, κύρος και αξιοπιστία. Σημασία έχει επίσης πώς μας υπολογίζουν, αν μας υπολογίζουν και πώς μας μετρούν και οι άλλοι. Γείτονες και μη, φίλοι, σύμμαχοι, αντίπαλοι και ανταγωνιστές. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί. Ήδη κρατάει πάνω από έξι χρόνια. Αν συνεχιστεί, τότε η εθνική τραγωδία είναι ορατή και αναπόφευκτη. Δικαιούμαι να κάνω έκκληση προς τους πολιτικούς μας ταγούς: Συνεννοηθείτε, συνεργαστείτε, μιλήστε, συνεννοηθείτε. Όσο το κλίμα της ταπείνωσης και της αυτοταπείνωσης, της απαξίωσης και της αυτοαπαξίωσης διατηρείται, τόσο δυσκολότερο θα είναι για την Ελλάδα να βρει λύση ικανοποιητική στα ζητήματα που την απασχολούν και την ανησυχούν.

Αποτελεί σταθερή μου πεποίθηση. Η Αλβανία και η Ελλάδα έχουν δύο επιλογές. Ή θα συνεχίσουμε την πολιτική των διπλωματικών οχυρών, χαρακωμάτων και αναχωμάτων ή θα αποφασίσουμε ότι τα προβλήματα της δικής μας γενιάς και το άχθος της ιστορίας δεν θα τα μεταφέρουμε στις επόμενες. Πολιτικοί, διπλωμάτες και στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί τόσο στην Αλβανία όσο και στην Ελλάδα, έχουμε ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση. Η Ελλάδα και η Αλβανία αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο με αισθήματα φόβου, ανασφάλειας, καχυποψίας, συνάμα δε υπεροψίας και αλαζονείας.

Ένα Νέο Συμβόλαιο Συνεργασίας

Η αποκατάσταση εμπιστοσύνης και λειτουργικών σχέσεων με την Αλβανία και η σημασία που έχει για τον αλβανικό παράγοντα στο σύνολό του η αναγνώριση της Δημοκρατίας του Κοσόβου συνιστούν τους δύο θεμελιώδεις πυλώνες χάραξης μιας νέας πολιτικής στρατηγικής με αρχή, μέση και κυρίως με τέλος. Ενός νέου Συμβολαίου Συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδος, της Αλβανίας και των Αλβανών γειτόνων μας.

Για την Ελλάδα, η στρατηγική αυτή πρέπει να περιλαμβάνει και τα ακόλουθα στοιχεία: Πρώτον, την επίλυση υπό τη μορφή μιας Συμφωνίας-Πακέτου των υπαρκτών προβληματων με την Αλβανία. Δεύτερον, την ένταξή της μέσα σε ένα πλαίσιο συνολικής πολιτικής συνεννόησης με τον αλβανικό παράγοντα στα Βαλκάνια, που θα περιλαμβάνει και τη δρομολόγηση της διαδικασίας αναγνώρισης της Δημοκρατίας του Κοσόβου. Τρίτον, την εξασφάλιση ικανοποιητικής λύσης και θετικού πολιτικού και διπλωματικού κεφαλαίου σε ζητήματα που απασχολούν και ενδιαφέρουν την Αθήνα.

Προτείνω: α. Έναρξη διμερών συνομιλιών, στο επίπεδο των Γενικών Γραμματέων των ΥΠΕΞ της Ελλάδος και της Αλβανίας, σύμφωνα με το Άρθρο 17 του Σύμφωνου Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφάλειας, που υπεγράφη τον Μάρτιο του 1996, για μια συνολική αποτίμηση της εφαρμογής του. Η ισχύς του Συμφώνου λήγει το 2018. Μπορεί να ανανεωθεί αυτόματα για μια πενταετία εφόσον δεν καταγγελθεί μονομερώς είτε από την Ελλάδα είτε από την Αλβανία το 2017. Η κοινή αξιολόγηση της εικοσαετούς εφαρμογής του θα δείξει ότι χρειάζεται επικαιροποίησή του και πιθανώς συνομολόγηση νέου. Θα σημειωθούν τα θέματα στα οποία υπάρχει σύγκλιση. Κυρίως όμως οι διαφορές. Είναι πιθανόν η Αλβανία να σταθμίζει κατά πόσο την συμφέρει να καταγγείλει μονομερώς, όπως έχει το δικαίωμα να πράξει το 2017, το ισχύον Σύμφωνο. Η δική μου προτροπή είναι: τόσο η αποτίμηση της εφαρμογής του Σύμφωνου του 1996, όσο και η διαδικασία αναθεώρησης και συμπλήρωσής του να γίνουν κοινή συναινέσει, με γραπτή συμφωνημένη διαδικασία και με δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα. Μέχρι το τέλος του 2016. Άλλες σκέψεις μπορεί να οδηγήσουν σε απρόβλεπτες περιπέτειες και σε «κενό ασφαλείας». Θα είναι ένα επικίνδυνο άλμα στο κενό.

β. Παράλληλα και ταυτόχρονα, την έναρξη ενός σοβαρού πολιτικού διαλόγου μεταξύ Αθηνών και Πρίστινας, με στόχο τη συνομολόγηση μιας νομικά δεσμευτικής Συμφωνίας με το Κόσοβο, η οποία στη συνέχεια θα υποβληθεί προς κύρωση στα δύο Κοινοβούλια. Μέσω της πρωτοβουλίας αυτής, εκτιμώ ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να προωθήσει με μεγάλη καθυστέρηση, ακόμη και σε σχέση με τα θαρραλέα βήματα των ηγεσιών της δημοκρατικής Σερβίας, τα δικά της συμφέροντα με τον αλβανικό παράγοντα στα Βαλκάνια. Είναι ξεκάθαρο ότι οι σχέσεις Ελλάδος-Αλβανίας είναι ανεξάρτητες μεν των σχέσεών μας με το Κόσοβο, με ιδιαίτερη όμως βαρύτητα για την απόφαση αναγνώρισης από την Αθήνα της Δημοκρατίας του Κοσόβου. Γιατί; Απλά, διότι η υπογραφή της Συμφωνίας με το Κόσοβο από την ελληνική κυβέρνηση και στη συνέχεια η κύρωσή της από τη Βουλή των Ελλήνων προϋποθέτει ένα θετικό πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο στις σχέσεις μας με την Αλβανία. Το οποίο δυστυχώς σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχει.

Οι ειδικότερες επιδιώξεις-στόχοι της Ελλάδος πρέπει να περιλάβουν και τα εξής:

Πρώτον: Εγκατάλειψη στην πράξη από την Αλβανία εθνικιστικών και αναθεωρητικών ενεργειών και λόγων που τροφοδοτούν αρνητικά τα Μέσα Ενημέρωσης, την πολιτική ατζέντα και δηλητηριάζουν την νέα γενιά.

Δεύτερον:
Λύση οριστική των ιστορικών εκκρεμοτήτων που εξακολουθούν να υφίστανται στην Ελληνική Εθνική Μειονότητα, από την εποχή του Ενβέρ Χότζα. Καμιά αλβανική κυβέρνηση δεν προχώρησε στην επίσημη «κατάργηση των μειονοτικών ζωνών» στην Αλβανία. Κατά συνέπεια για την Αλβανία, για το σύνολο των γνωστών πολικών κομμάτων της γειτονικής μας χώρας, ως μέλη της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας θεωρούνται και έτσι αντιμετωπίζονται μόνο όσοι ζουν στη Δρόπολη και στους Αγίους Σαράντα. Ούτε η Χειμάρρα και η περιοχή της Αυλώνας μήτε η Κορυτσά. Ούτε οι χιλιάδες Έλληνες, μέλη της Μειονότητας που ζουν και εργάζονται στα Τίρανα.
Στήριξη στο Κ.Ε.Α.Δ. Δυστυχώς η διάσπαση της Μειονότητας βρίσκει πρόθυμους ανάδοχους και στην Αθήνα. Η επίσημη Ελλάδα και τα ελληνικά πολιτικά κόμματα,οφείλουν να ανανεώσουν τη στήριξή τους στο Κόμμα της Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η πολιτική του σημασία είναι πολλαπλάσια της κοινοβουλευτικής του δύναμης.

Τρίτον,
την εφαρμογή από την πλευρά των Τιράνων της Διμερούς Συμφωνίας για τα Στρατιωτικά Κοιμητήρια. Θα περίμενα προσωπικά τα Τιρανα να δείξουν την ευαισθησία που αρμόζει σε ένα ζήτημα που αγγίζει τις καρδιές όλου του Ελληνισμου.

Τέταρτον,
Εφαρμογή της Συμφωνίας του 2009 για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλάσσιων Ζωνών. Οι σχέσεις των δύο χωρών εκτιμώ ότι θα τελούν υπό ομηρεία ενόσω καθυστερεί η διευθέτηση της εφαρμογής της. Η πραγματικότητα είναι ότι η Αλβανία υπέγραψε μια Συμφωνία με την Ελλάδα από τη οποία για δικούς της λόγους υπαναχώρησε. Άρα, δεν μπορεί να ελπίζει στην αποκατάσταση σχέσεων εμπιστοσύνης με την Ελλάδα, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.

Η Ελλάδα έκανε ό,τι έπρεπε; Η απάντηση είναι όχι. Και πάντως όχι τότε που υπήρχε ίσως κάποια δυνατότητα. Θα μπορούσε, ήδη από το 2009, να προτείνει στην Αλβανία την προσθήκη στη υπάρχουσα διμερή Συμφωνία για την Οριοθέτηση των Θαλάσσιων Ζωνών μιας παραγράφου η οποία θα κατέγραφε επακριβώς και τη μεθοριακή γραμμή των χερσαίων συνόρων και θα ήρε, επίσης, κάθε παρερμηνεία για τη νομική ισχύ των Συνεπειών της Άρσης του Εμπόλεμου. Ας την απέρριπτε η Αλβανία.
Η πραγματικότητα επίσης είναι ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση να φέρουμε προς κύρωση τη Συμφωνία εντός του 2009 στην Βουλή των Ελλήνων. Και δη, πριν από την έκδοση της Απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Είναι δική μας ολιγωρία. Ανεξάρτητα από την εκ προμελέτης υπαναχώρηση της Αλβανίας, η Συμφωνία εξακολουθεί να μην έχει κυρωθεί ούτε από την Ελλάδα. Άρα; Εκτιμώ ότι σε λίγα χρόνια –αν η κατάσταση μείνει ως έχει– θα παραμείνει σαν απολίθωμα πολιτικής ανάλογο και αντίστοιχο της άσκησης των δικαιωμάτων μας, οψέποτε θα το αποφασίζαμε, που απορρέουν από τη Σύμβαση του Δικαίου της Θαλάσσης (12 μίλια).

Θυμάστε τι λέγαμε για είκοσι περίπου χρόνια εντός ή εκτός Βουλής; Άρση παρερμηνειών για τη χερσαία μεθοριακή γραμμή. Τελικά υπάρχει ή δεν υπάρχει κοινή καταγραφή, κοινό έγγραφο αποδοχής της υφιστάμενης χερσαίας μεθοριακής γραμμής με την Αλβανία; Ισχύει ότι οι συνοριακές πυραμίδες συντηρούνται χωριστά από κάθε πλευρά; Kάνω λάθος; Τι ερμηνεία πιστεύουμε ότι δίνουν τα Τίρανα; Επιπλέον, η διατύπωση του Άρθρου 1, που αφορά στην μεθόριο, του Σύμφωνου Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφαλείας, της 21ης Μάρτιου 1996, επιτρέπει παρερμηνείες. Η Αθήνα είχε τους λόγους της που επεδίωξε το 1996 αυτή την διατύπωση. Η Αλβανία άραγε δεν το γνωρίζει; Απαιτείται διόρθωση αυτού του αναχρονισμού σε συνδυασμό και με τη νομική διευθέτηση της άρσης των συνεπειωώ του λεγόμενου Εμπόλεμου.

Η συνολική Λύση-Πακέτο με την Αλβανία μπορεί να είναι ισορροπημένη και να δώσει λύση στο μέτρο του εφικτού στα πραγματικά προβλήματα που υπάρχουν και να βάλει στην άκρη τα αγκάθια του παρελθόντος. Επίσης, ικανή να αντισταθεί, εάν τα Τίρανα το θελήσουν, στις παρεμβάσεις γνωστών και σε μας τρίτων οι οποίοι προωθούν αποκλειστικά τα δικά τους συμφέροντα.

Το τέλος των διεκδικήσεων; Το διμερές συμβατικό πλαίσιο και δη Σύμφωνο Φιλίας του 1996 θα έπρεπε κανονικά να σηματοδοτεί και το τέλος του αλυτρωτισμού, του αναθεωρητισμού και διεκδικήσεων. Συμβαίνει όμως αυτό σήμερα; Αν η Αλβανία επιμείνει να προτάσσει το παρελθόν και τις διεκδικήσεις του χθες, ειδικά στο θέμα των Τσαμηδών, σαν κυρίαρχη επιλογή σήμερα, φοβούμαι ότι κινδυνεύει να πετύχει τον στόχο της. Πώς; Βρίσκοντας μιμητές και στην Ελλάδα στον εύκολο αλλά ανεύθυνο και επικίνδυνο αυτό δρόμο. Ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και ο αλυτρωτισμός συντηρούν τις ψευδαισθήσεις, τρέφουν τις αυταπάτες και ανοίγουν νέες πληγές. Δεν λύνουν τα προβλήματα.

Η Ιστορία
Η ιστορία μας είναι γραμμένη και δεν θέλω να ξαναγραφεί. Γνωρίζω επίσης ότι η ιστορία στην Αλβανία είναι γραμμένη διαφορετικά. Αν η αναθεωρητική θέση της Αλβανίας,, όπως αντανακλάται και στα σχολικά βιβλία ειδικά για τους Τσάμηδες, μείνει ως έχει, τότε φοβούμαι ότι θα κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές στην Αλβανία και στην Ελλάδα οργή και ένταση. Να μην υπολογίζει κανείς σε «λευκές σελίδες». Ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Αλβανία. Κάτι ακόμη. Αντί της υπάρχουσας κοινής Επιτροπής για την Αναθεώρηση των βιβλίων της Ιστορίας και της γεωγραφίας –με μηδενικό έργο στο παρελθόν και με ανάλογη βέβαιη πρόβλεψη για το μέλλον– είναι προτιμότερο να σκεφθούμε την συγγραφή ενός τόμου, που θα περιέχει και τις δύο απόψεις. Γραμμένο από ιστορικούς της Ελλάδος και της Αλβανίας, στην Ελληνική και στην Αλβανική. Ας το τολμήσουμε. Θα λειτουργήσει ως «κάθαρση» και θα διευκολύνει την Πολιτική και την Διπλωματία.

Να κοιτάξουμε στο Μέλλον
Ως κατάληξη της κοινής προσπάθειας προτείνω μια Κοινή Δήλωση στο ανώτερο Πολιτειακό επίπεδο πάνω στις ακόλουθες γραμμές:
• Οι δεσμοί μεταξύ των δύο λαών και των δύο χωρών είναι ισχυροί και ιστορικοί. Σήμερα αυτά που μας συνδέουν είναι πολλά και πιο σημαντικά από αυτά που μας χωρίζουν.
• Δυστυχώς όμως στην ιστορία μας είχαμε και δύσκολες στιγμές, άσχημες στιγμές, που προκάλεσαν ανθρώπινο πόνο και ανθρώπινη δυστυχία. Είναι λυπηρό, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα.
• Για τις στιγμές αυτές δεν ευθύνονται οι σημερινές γενιές, ούτε πρέπει να επιβαρυνθούν με αυτές οι επόμενες.

Γνωρίζω ότι η προσέγγιση που προτείνω δεν τυγχάνει μεγάλης στήριξης. Ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Αλβανία. Εδώ, στην Αθήνα, μας αρέσει να επιλέγουμε τον εύκολο δρόμο. Να καταγγέλλουμε, να οικτίρουμε εαυτούς, να μελετούμε εμβριθώς και να αναλύουμε το Δόγμα του κ. Αχμέτ Νταβούτογλου και κυρίως να εκπέμπουμε φόβο και ανασφάλεια. Προϊόν αρκετές φορές άγνοιας. Πολλοί προτιμούν την πολιτική των δηλώσεων, με πολιτικό και κομματικό χρωματισμό και των πυροτεχνημάτων. Θόρυβος, λάμψη και μετά πάλι σκοτάδι.

Ο δύσκολος δρόμος είναι να πιστέψουμε εμείς εδώ στην Ελλάδα στη δυνατότητα να διαμορφώσουμε ένα ισχυρό εθνικό, διεκδικητικό διαπραγματευτικό πακέτο. Αυτή είναι η πρότασή μου για μια στρατηγική εξόδου από το σημερινό τέλμα. Στηρίζεται στην αναζήτηση ενός νέου υψηλού σημείου –στο ψηλότερο δυνατό επίπεδο– ισορροπίας συμφερόντων. Αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συνεργασία των πολιτικών μας δυνάμεων. Το πρόβλημα αυτό είναι εξ ολοκλήρου δικό μας. Σε σχέση με την Αλβανία και όχι μόνο.