Συνέντευξη στην εφημερίδα Freesunday και στον Δημήτρη Χρυσικόπουλο, 14/10/2017

Τη σημασία της επίσκεψης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην Ουάσινγκτον στις 16 και 17 Οκτωβρίου εξηγεί ο πρέσβης επί τιμή Αλέξανδρος Μαλλιάς.

Παράλληλα, μέσα από το νέο του βιβλίο «Στον αστερισμό του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ: Η Νέα Τουρκία και Εμείς» (εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗ) αναλύει τις νέες ισορροπίες που δημιουργούνται για τη χώρα μας με την άνοδο του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και την πολιτική ένταση στις σχέσεις με την Τουρκία του Ερντογάν.

O τίτλος του νέου σας βιβλίου, «Στον αστερισμό του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ: Η Νέα Τουρκία και Εμείς», είναι αρκετά, ας πούμε, σύνθετος. Πώς συνδέονται η Ελλάδα, η Τουρκία και ο Τραμπ;

Επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι ο τίτλος αντανακλά μια πραγματικότητα και συνάμα μια νέα ευκαιρία. Την πρώτη μας σημαντική συζήτηση με τον Ντόναλντ Τραμπ. Η ανάλυση των 43 χρόνων της Μεταπολίτευσης δείχνει ότι κατά κανόνα οι σχέσεις μας με την Τουρκία είναι ή εν πάση περιπτώσει πιστεύουμε ότι είναι τριγωνικές. Δηλαδή, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, στις σχέσεις μας με την Τουρκία ειδικό βάρος έχει η Ουάσινγκτον. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει, αδρανής και παθητική, να μετακυλίει το βάρος των δικών της επιλογών, ευθυνών και αναζήτησης δυνατοτήτων σε τρίτη χώρα. Εμείς κυρίως έχουμε καθήκον και υποχρέωση να ενισχύσουμε το «ανοσοποιητικό» μας σύστημα και την αποτρεπτική μας δύναμη έναντι των συνεχών και ολοένα πιο επικίνδυνων στρατιωτικών προκλήσεων της γειτονικής και συμμάχου μας στο ΝΑΤΟ Τουρκίας.

Την ίδια στιγμή ο Έλληνας πρωθυπουργός μεταβαίνει στις ΗΠΑ για συνομιλίες με τον Πρόεδρο Τραμπ. Τι αναμένουμε από την επίσκεψη αυτή;

Η επίσκεψη του πρωθυπουργού της Ελλάδος κ. Αλέξη Τσίπρα στην Ουάσινγκτον και οι συναντήσεις του στις 17 Οκτωβρίου με τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς γίνονται σε μια σπανίως τόσο ευνοϊκή για την Ελλάδα συγκυρία στην τριγωνική αυτή σχέση. Πρόκειται για μια ασυνήθιστη, με υπαιτιότητα της Νέας Τουρκίας του κ. Ερντογάν, μετατόπιση προς την κατεύθυνση του ελλαδικού χώρου των στρατιωτικών συντελεστών που επηρεάζουν και ενισχύουν το συμφέρον εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ σε ολόκληρη την περιοχή από το Αφγανιστάν μέχρι το Γιβραλτάρ. Τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε ολόκληρη την περιοχή δοκιμάζονται λόγω των επιλογών του απρόβλεπτου κ. Ερντογάν και της Νέας Τουρκίας. Το πρόβλημα για τις ΗΠΑ είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτά που αφήνουν να δημοσιοποιηθούν. Η Ουάσινγκτον προσπαθεί από την πλευρά της να περισώσει ό,τι μπορεί στις περίπλοκες και δύσκολες σχέσεις της με την Τουρκία, μια τόσο σημαντική χώρα και σύμμαχο στο ΝΑΤΟ.

Τούτων δοθέντων, πώς η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει αυτές τις τριβές στις σχέσεις Ουάσινγκτον-Άγκυρας;

Σπάνια στη μεταπολεμική Ιστορία είχαμε μια τόσο καλή συγκυρία. Ας αξιοποιήσουμε σωστά αυτή την ευκαιρία. Χωρίς μικροπολιτικές ή κομματικές σκοπιμότητες και παρωπίδες .Δεν έχει γίνει συχνά στο παρελθόν. Το σήμερα, όμως, είναι εντελώς διαφορετικό από το χθες. Η Ελλάδα της τελευταίας οκταετίας είναι μια άλλη Ελλάδα. Θα ευχόμουν της επίσκεψης του κ. πρωθυπουργού να προηγηθεί έστω μια κεκλεισμένων των θυρών διαβούλευσή του με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και όποιους άλλους πολιτικούς αρχηγούς κρίνει χρήσιμο. Θα ευχόμουν έστω για μια στιγμή να κάνουμε στην άκρη αυτό το κλίμα της αξιακής, πολιτικής και κοινωνικής παρακμής που αντανακλάται και στο επίπεδο του πολιτικού μας λόγου και ειδικά στις πρόσφατες συζητήσεις στη Βουλή των Ελλήνων. Ο κ. πρωθυπουργός πιο ωφελημένος και ενισχυμένος θα μεταβεί στην Ουάσινγκτον αν εν τω μεταξύ επιδιώξει να εξασφαλίσει ευρύτερη πολιτική στήριξη. Ειδικά για την επέκταση, εμβάθυνση και διεύρυνση της διμερούς αμυντικής συνεργασίας μας με τις ΗΠΑ και ειδικότερα σε σχέση με τη Σούδα.

Τι αναμένετε ότι ο Τραμπ θα ζητήσει από τον Έλληνα πρωθυπουργό;

Τα θέματα που θα συζητηθούν στον Λευκό Οίκο απαιτούν ευρύτερες συναινέσεις και ο χρόνος υλοποίησής τους ξεπερνά τη διάρκεια παραμονής στην εξουσία των κυβερνήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι η επιτυχία της επίσκεψης του πρωθυπουργού αφορά όλη την Ελλάδα και όχι μόνο τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία. Να γνωρίζουμε όμως ότι στις διεθνείς σχέσεις –ακόμη και μεταξύ κρατών που έχουν συμμαχικούς δεσμούς και κοινότητα αξιών– δεν υπάρχουν αυτονόητα. Ουδέν δίδεται άνευ ανταλλαγμάτων. Τα πάντα είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης και διεκδίκησης. Αυτό ισχύει ακόμη και για τα θέματα που θεωρούνται περίπου αυτονόητα.
Να γιατί, λοιπόν, ήθελα εγκαίρως και όχι κατόπιν εορτής, όπως συνήθως γίνεται, να υπογραμμίσω στο μικρό αυτό βιβλιαράκι/δοκίμιο, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ, την καίρια, ζωτικής σημασίας και αναντικατάστατη αξία της Σούδας για τις ΗΠΑ. Η αμυντική συνεργασία είναι ο πυλώνας των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Η Ελλάδα έχει στα χέρια της ένα πανίσχυρο χαρτί. Πρέπει όμως να το αξιοποιήσει με σύνεση, με σχέδιο και με συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της σε τρία επίπεδα: πολιτικό-διπλωματικό, εξοπλιστικό – αμυντική βιομηχανία, γεωστρατηγικό. Αντί αναζήτησης επενδύσεων γενικώς, θα προτιμούσα να δω παροχή ευνοϊκών όρων για προσέλκυση αμερικανικών, και όχι μόνο, επενδύσεων στην Αλεξανδρούπολη, στη Σάμο, στη Ρόδο, στην Κω και στη Λέσβο.
Γνωρίζουμε ότι η Τουρκία έχει επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου κούρσα εξοπλισμών. Αναλύοντας τους αριθμούς και τους οικονομικούς δείκτες και παρατηρώντας την ήδη επικίνδυνη διόγκωση της ανισορροπίας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι είναι πολύ ριψοκίνδυνο να επιλέξουμε να ακολουθήσουμε ανάλογη ή αντίστοιχη πορεία. Ταυτόχρονα, όμως, επιβάλλεται να ενισχύσουμε τους παράγοντες εκείνους που διαμορφώνουν την πολιτική της αμυντικής μας «αποτροπής» απέναντι σε έναν κακομαθημένο, επικίνδυνο και απρόβλεπτο γείτονα. Μετά λόγου γνώσης κρίνω ότι στο σημείο αυτό ακριβώς πρέπει να προσπαθήσουμε να αποσπάσουμε τα μέγιστα ανταλλάγματα από την Ουάσινγκτον.

Στο πλαίσιο που θέσατε, ποια προτείνετε να είναι η ατζέντα των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ;

Συγκεκριμένα, προτείνω να διαπραγματευτούμε:
α) Μεγαλύτερη ακόμη και της πενταετίας ανανέωση των αμερικανικών βάσεων (διευκολύνσεων) στη Σούδα και έγκριση ανάπτυξης και επέκτασης «νέων δραστηριοτήτων» και σε άλλα σημεία του ελλαδικού χώρου.
β) Υποχρεωτική κύρωση των νέων συμφωνιών από τη Βουλή των Ελλήνων.
γ) Γραπτή ανάληψη εκ μέρους των ΗΠΑ διμερών «εγγυήσεων αποφυγής και αποτροπής» στρατιωτικής επιχείρησης κατά της Ελλάδος από οποιαδήποτε χώρα, που θα ξεπερνούν το –περιορισμένης χρησιμότητας για την Ελλάδα υπό τις παρούσες συνθήκες– άρθρο 5 του Χάρτου του ΝΑΤΟ.
δ) Για όσους απορούν, εξειδικεύω: να επιδιώξουμε ως ελάχιστον την επανάληψη της γραπτής δέσμευσης των ΗΠΑ έναντι της Ελλάδος που περιείχετο στην επιστολή του υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσιντζερ προς την ελληνική πλευρά στις 10 Απριλίου 1976 ως ακολούθως: «…Οι ΗΠΑ θα αντετάσσοντο ενεργώς και ανεπιφυλάκτως εις την αναζήτησιν υπό εκατέρας πλευράς ( ενν. Τουρκίας και Ελλάδος) στρατιωτικής επιλύσεως των διαφορών και θα καταβάλλουν μείζονα προσπάθεια διά να παρεμποδίσουν μιαν τοιαύτην εξέλιξιν των πραγμάτων».
ε) Στο κείμενο της συμφωνίας ή έστω στις εκατέρωθεν νομικά δεσμευτικού περιεχομένου επιστολές που θα τη συνοδεύσουν θα πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι στην περίπτωση που η Ελλάδα δεχτεί στρατιωτική επίθεση (ενν. από την Τουρκία) διατηρεί το δικαίωμα άνευ διαβουλεύσεων αναστολής της χρήσης (λειτουργίας) των υπόψη βάσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας.
στ) Να γιατί οι προσπάθειές μας πρέπει σταθερά να αναδεικνύουν ότι οι εν εξελίξει καθημερινές αεροναυτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο απειλούν ευθέως το συμφέρον εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Μόνο με μια ευρύτερη πολιτική συνεννόηση και συναίνεση αυτοί οι στόχοι μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Αυτονόητο επίσης είναι ότι προς αποφυγήν πολυγλωσσίας το υπουργείο Εξωτερικών πρέπει να είναι ο κεντρικός φορέας της διαπραγμάτευσης και υλοποίησης των στόχων μας.