Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Άμυνα και Διπλωματία”, τεύχος Ιουλίου 2016

Ωχ! Πάλι τα ίδια; Δεν βαρέθηκε τόσα χρόνια; Αυτή,  λοιπόν, είναι η πρώτη σας αντίδραση, διαβάζοντας τον τίτλο. Σίγουρα, δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι με το θέμα. Παίρνω θάρρος όμως από μερικούς καλούς φίλους, οι οποίοι συχνά μου λένε ότι είμαι κι εγώ αθεράπευτα ρομαντικός και ονειροπόλος. Γι’ αυτό, λένε, δεν έκανες για πολιτικός. Τους απαντώ, συνήθως, ότι μάλλον γρήγορα κατάλαβα πως ούτε πια μπορούσα και μάλλον δεν ήθελα να γίνω πολιτικός.

Προτιμώ να διεκδικώ το μέρισμα της όποιας αξίας της διαδρομής μου ως διπλωμάτη. 37 συνολικά χρόνια σαν κρατικός λειτουργός συγκαταλέγομαι μεταξύ εκείνων -είναι σίγουρα περισσότεροι απ’ ότι φαντάζεστε- που η Πατρίδα μας  τίμησε, δίνοντάς μας την ευκαιρία και τη δυνατότητα να την υπηρετήσουμε. Εκείνο που περίμενε από εμάς ήταν να έχουμε το «γνώθι σαυτόν» (ελπίζω σε μη νεότερη  περικοπή της συντάξεως διότι χρησιμοποιώ αρχαίο γνωμικό). Επίσης, την αίσθηση του μέτρου και του προσωρινού. Να θυμόμαστε, επίσης, ότι ανήκουμε στην κατηγορία των «αναντικατάστατων», οι οποίοι, κατά κανόνα, εύκολα μπορούν να αναπληρωθούν…

Ο λόγος για τον οποίο κάθισα να γράψω ένα κείμενο κάπως διαφορετικό από τα συνηθισμένα είναι η συγκυρία των ημερών. Οι μέρες των «Παραιτηθείτε». Όχι, δεν πήγα στη συγκέντρωση. Πέρυσι τέτοια εποχή, ναι, ήμουν στο Σύνταγμα, ενώνοντας τη σιωπή μου με τις φωνές εκείνων που πίστευαν ότι η θέση της Ελλάδας διασφαλίζεται καλύτερα μέσα στην Ευρωζώνη και μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ομολογία αυτή πίστεως γνωρίζω και αναγνωρίζω ότι  σήμερα μπορεί να μου στοιχίσει κάτι περισσότερο. Αν δηλαδή πιστέψω ότι επιφυλάσσεται ειδική φορολογική μεταχείριση για εκείνους που πέρυσι τέτοια εποχή στηθήκαμε με καθαρό τρόπο και ανιδιοτέλεια πίσω από το γενικό πρόσταγμα «το Εθνικό Συμφέρον απαιτεί να μείνουμε στην Ευρώπη». Είμαστε λίγοι, είμαστε πολλοί; Δεν ξέρω και, ειλικρινά, πολύ λίγο με αφορά το ερώτημα.

Για κάποιους από εμάς,  η θεμελιώδης αυτή επιλογή ταυτότητας ξεκίνησε πολύ νωρίς. Στα χρόνια της δικτατορίας. Η στοχοποίησή σου ως φιλοευρωπαίου από το Σπουδαστικό της Ασφάλειας σήμαινε και την αυτόματη ταυτοποίησή σου ως «εχθρού και ύποπτου προς την Εθνική Επανάσταση». Για τη γενιά μας, η Ευρώπη ήταν σταθερά ο τρίτος δρόμος. Δεν οδηγούσε στη γη της επαγγελίας. Οδηγούσε όμως, σίγουρα, σε μια κοινότητα αξιών και ιδεών, μια κοινότητα κρατών και εθνών που είχαν ορισμένα, διακριτά σε σχέση με την χούντα, στοιχεία: Δημοκρατία, Ελευθερία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Βουλή, Βουλευτές, Ελευθεροτυπία.

Η Ευρώπη είχε για εμάς δύο πόλους έλξης. Μιας γλυκιάς έλξης που έδινε την αίσθηση –ή αν θέλετε την ψευδαίσθηση- μιας λύτρωσης που άξιζε την προσωπική θυσία. Η μία Ευρώπη, το Συμβούλιο της Ευρώπης, με έδρα το Στρασβούργο. Η άλλη, η τότε ΕΟΚ, στις Βρυξέλλες. Θυμίζω σε εκείνους που ο πολιτικός τους αντίπαλος είναι η γνώση, η ιστορία και ο πολιτισμός, ελληνικός και ευρωπαϊκός ότι :

  • Πρώτον, η ΕΟΚ πάγωσε τη Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδος με την ΕΟΚ μετά την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος. Ένα απολυταρχικό και αντιδημοκρατικό καθεστώς ήταν ασυμβίβαστο τόσο με το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας των Αθηνών (6-9 Ιουλίου 1961), όσο και με το Προοίμιο της Ιδρυτικής της ΕΟΚ Συνθήκης της Ρώμης (25 Μαρτίου 1957). Μετέπειτα προσπάθειες που κορυφώθηκαν το 1971-1972 ορισμένων πολιτικών για «απόψυξη» της Συμφωνίας Σύνδεσης απέτυχαν. Ναι, αυτή η Ευρώπη και οι θεσμοί της στάθηκαν απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς. Γνωρίζω ότι αν τα ονόματα των Jean Rey και Sicco Mansholt, Προέδρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Εκτελεστική Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τη λέγαμε τότε), όχι μόνο αντιτάχθηκαν ανοιχτά στο στρατιωτικό καθεστώς, αλλά ήλθαν στην Αθήνα για να υπογραμμίσουν αυτήν ακριβώς την κοινότητα αξιών.
  • Δεύτερον, το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έδωσαν το ισχυρότερο ράπισμα στο ανελεύθερο και αντιδημοκρατικό καθεστώς των Αθηνών. Η «εθελουσία αποχώρηση» της Ελλάδος από το Συμβούλιο της Ευρώπης –τον παλαιότερο Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διακυβερνητικής Συνεργασίας- έγινε μία ημέρα, πριν από την επίσημη αποπομπή της. Να θυμίσω μόνο ότι τον «θριαμβευτή» του Στρασβούργου, τότε υπουργό Εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη, υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο ο δικτάτορας-πρωθυπουργός Γεώργιος Παπαδόπουλος. Ευτυχώς, στο υπουργείο Εξωτερικών, αντί των ονομάτων εκείνων που διατέλεσαν ΥΠΕΞ επί χούντας, υπάρχει η ένδειξη ‘’ Δικτατορία’’.

Η διαδικασία λήψης καταθέσεων στην Ελλάδα για βασανιστήρια και απάνθρωπες συνθήκες κράτησης,  καθώς και η οργάνωση μετάβασης στο Στρασβούργο ορισμένων μαρτύρων υπό καθεστώς παρανομίας και μυστικότητας ήταν ένας πραγματικός άθλος. Έρχονται στο μυαλό μου δύο ονόματα, των αρχιτεκτόνων της διαδικασίας του Στρασβούργου: ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Γιάγκος Σιώτης και η Μαρία Μπέκετ.

 Δεν είναι καθόλου τυχαίο ή συμπτωματικό ότι, στη διάρκεια της δικτατορίας, πέραν των γνωστών παράνομων αντιστασιακών οργανώσεων, ιδρύθηκαν δύο σύλλογοι- οργανώσεις στα όρια της νομιμότητας. Η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων και η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων. Πρωτεργάτες της ΕΜΕΠ οι Γιάγκος Πεσμαζόγλου, Γεώργιος Κουμάντος, Ρόδης Ρούφος, Σάκης Πεπονής, Ανέστης Παπαστεφάνου, Αλέκος Ξύδης, Βιργινία Τσουδερού, Χριστόδουλος Κουρούκλης, Νίκος Κυριαζίδης και πολλοί άλλοι. Η πρώτη μεγάλη δημόσια εκδήλωση της Εταιρείας έγινε στις 29 Απριλίου 1971 στην αίθουσα του Παρνασσού. Ένα μήνα αργότερα, στις 31 Μαΐου 1971 ο Jean Rey ήταν ο κύριος ομιλητής σε δημόσια εκδήλωση της ΕΜΕΠ στην Αθήνα. Ο ευρωπαϊκός  προσανατολισμός ήταν ο υψηλότερος κοινός μας παρονομαστής.

Ταυτόχρονα, και σε συντονισμό με τους πρωτεργάτες της ΕΜΕΠ, ιδρύθηκε η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων. Τα διαδοχικά γραφεία στην Ευέλπιδος Ηλία Ρογκάκου και, στη συνέχεια, στη Γιάννη Σταθά 25 αποτέλεσε τον καταλύτη των ανοικτών αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Ποιους να πρωτοθυμηθώ… Ας μείνω στους πρωτεργάτες Γιώργο Βερνίκο, Παναγιώτη Κανελλάκη, Ξενοφώντα Γιαταγάνα, Αντώνη Φραντζεσκάκη, Μάκη Παρασκευόπουλο και Νίκο Μεγγρέλη.

Θυμάμαι ότι, στο πρώτο ενημερωτικό δελτίο την ΕΚΙΝ που κυκλοφόρησε το 1970, τονιζόταν ότι αποτελούσε «ένα χώρο όπου κάθε φορέας ιδεών και απόψεων θα μπορεί να παρουσιάζεται, να ζυμώνεται και να καρποφορεί». Η κορυφαία εκδήλωση της ΕΚΙΝ σίγουρα ήταν η οργάνωση δύο διαλέξεων της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ  Joan Robinson. Την ομιλία της στην Αθήνα, που έγινε στο θέατρο ‘’Μπρόντγουεη’’ στις 20 Μαρτίου 1972, παρακολούθησαν πάνω από 500 φοιτητές. Ήταν μια ανοικτή αντιδικτατορική εκδήλωση. Έτσι δεν αποτέλεσε έκπληξη ότι η ομιλία της στην Θεσσαλονίκη, που επρόκειτο να γίνει στις 21 Μαρτίου 1972, ματαιώθηκε. Οι αιθουσάρχες και ξενοδόχοι «συμμορφώθηκαν προς τις υποδείξεις».

Στις 9 Μαΐου 1972, η χούντα ανακοίνωσε την διάλυση των δύο φιλοευρωπαϊκών Οργανώσεων και την εκτόπιση των πρωτεργατών τους. Μένω έκπληκτος, ξαναδιαβάζοντας σήμερα, τις επίσημες ανακοινώσεις της 10ης Μαΐου 1972. Χρησιμοποιούν ορολογία που με λύπη και οδύνη άκουσα πρόσφατα. Κρίμα. Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την εφημερίδα «Το Βήμα» (10/05/1972): «[…] Εκινήθη ήδη η διαδικασία δια την διάλυση των ανωτέρω αναφερομένων οργανώσεων, αι οποίαι εκτραπήσαι του εκ του καταστατικού των προβλεπομένου σκοπού, επιδιώκουν δια πραγματοποιουμένων συγκεντρώσεων και άλλων εκδηλώσεων, ανεπίτρεπτον προπαγάνδα κατά της Συνταγματικής τάξεως και της Εθνικής Οικονομίας της χώρας, προς κλονισμόν της εμπιστοσύνης του κοινού και δημιουργίας αναταραχής […]». Θέλω και οφείλω να είμαι προσεκτικός. Γι’ αυτό προτιμώ να βάλω μία τελεία στην παρένθεση αυτή.

Η γενιά μου -και εγώ προσωπικά- ανήκουμε στους  ρομαντικούς Ευρωπαϊστές. Οφείλω όμως να είμαι ρεαλιστής. Δέχομαι αναμφίβολα και υποστηρίζω συνάμα ότι η σημερινή Ευρώπη έχει χάσει τη θέση της σαν ισχυρός πόλος έλξης. Τα πρόσφατα δημοσκοπικά αποτελέσματα του Ινστιτούτου PEW δείχνουν μια απογοητευμένη και αποξενωμένη από την Ευρώπη  ελληνική κοινωνία και κοινή γνώμη. Τα αποτελέσματα αυτά είναι  προϊόν μιας απεικόνισης των διαθέσεων της στιγμής. Όμως, φοβούμαι, ότι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Η σταθερή επιλογή των κυρίαρχων πολιτικών ελίτ, με ελάχιστες όντως εξαιρέσεις, οι οποίες φαίνεται να έχουν περιθωριοποιηθεί πολιτικά, ήταν να μετακυλήσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στους θεσμούς της την ευθύνη της δημιουργίας και της κακοδιαχείρισης του λεγόμενου «Ελληνικού Ζητήματος».

 Ήταν και είναι η πολιτικο-κομματική εύκολη επιλογή. Η καλλιέργεια ψευδαισθήσεων και πολιτικής αυταπάτης –δεν περιορίζεται μόνο σε εκείνους που εκ των υστέρων ομολογούν την προτίμησή τους προς την κατεύθυνση αυτή. Τα κόμματα και οι παρατάξεις που πρωταγωνιστούν, είτε όταν είναι στην εξουσία  είτε όταν είναι στην  αξιωματική αντιπολίτευση, επιλέγουν να ρίχνουν την ευθύνη στους Ευρωπαίους ή στους εντός συνόρων φιλο-ευρωπαίους. Συνήθως, επίσης, ευθύς ως από τα έδρανα της αντιπολίτευσης μετακομίσουν  στα έδρανα της κυβέρνησης, έχουμε τις οβιδιακές μεταμορφώσεις λόγου και πολιτικής. Μονιμότητα στην κυβέρνηση ή μιας κυβέρνησης δεν υπάρχει. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία θεμελιώνεται και λειτουργεί με την εναλλαγή, την αλλαγή των κυβερνήσεων. Σοφότερο θα ήταν οι πολιτικοί μας ταγοί να αντιληφθούν ότι ο κύκλος αυτός των αναθεματισμένων ψευδαισθήσεων έχει πια κλείσει.

Η ευθύνη για τη βαθειά κρίση, στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα τα τελευταία 8 χρόνια, είναι κατεξοχήν πολιτική. Πολιτική όμως είναι, ή μάλλον θα έπρεπε να ήταν, και η επίπονη και οδυνηρή διαδικασία εξόδου από την κρίση. Όταν λέγω πολιτική, δεν εννοώ μόνο των πολιτικών. Η σημερινή Ελλάδα και, ειδικότερα, η νέα γενιά έχει ανάγκη προτύπων. Έχει ανάγκη ηγετών τους οποίους μπορεί να κοιτάζει στα μάτια, λέγοντάς τους «Σας εμπιστεύομαι».

Η έξοδος από την κρίση δεν μετριέται μόνο με το πλεόνασμα και τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Μετριέται, κυρίως, με την άρση όλων εκείνων των παθογενειών, των γενεσιουργών ενδογενών παραγόντων που σωρευτικά αποτέλεσαν τα αίτια και της αφορμές μετεξέλιξης της πολιτικής κρίσης, της κρίσης αξιών ,θεσμών και προσώπων σε οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική.

Δυστυχώς, τα αίτια εξακολουθούν να μένουν αναλλοίωτα. Ήλθε πλέον η στιγμή να τα εκριζώσουμε. Σήμερα, το σύνθημα «Μένουμε στην Ευρώπη» πρέπει να αντικατασταθεί με ένα πιο πειστικό. Πιο οραματικό αν θέλετε. Ισχυρίζομαι, συχνά, ότι εκείνος ο πολιτικός ηγέτης ο οποίος θα αποφασίσει να προτάξει το βραχυπρόθεσμο στο μακροπρόθεσμο, το μέρος στο όλον και το πολιτικό συμφέρον στο εθνικό συμφέρον θα ξεχωρίσει. Αλήθεια, έχουμε αναρωτηθεί, μετά από 20 -30 χρόνια, με τι λόγια θα  θυμηθεί η σύγχρονη ελληνική ιστορία τους πολιτικούς μας ταγούς; Πώς θα θυμηθούν άραγε τη γενιά μας -το πολιτικό, οικονομικό, θεσμικό κατεστημένο στο οποίο πλέον όλοι αδιαιρέτως ανήκουμε- οι επόμενες γενιές; Ποιες αρχές, ποιες αξίες και ποια Ελλάδα τους παραδίδουμε;

Ήλθε η στιγμή να αντιληφθούμε όλοι –οραματιστές και αναθεματιστές- ότι δεν έχουμε πολλές επιλογές. Ή μάλλον δεν έχουμε πολλές καλές επιλογές. Όπως κι αν είναι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση που βρίσκεται στην δίνη της μακρύτερης, μεγαλύτερης υπαρξιακής σίγουρα κρίσης εξακολουθεί να αποτελεί την καλύτερη επιλογή. Μία χώρα, όπως η Ελλάδα, που βρίσκεται σε κρίση, έχει απόλυτη ανάγκη ενέσεων ισχύος και αυτοπεποίθησης. Οι δόσεις στις οποίες έχουμε πλέον εθιστεί, εδώ και τόσα χρόνια, μας δίνουν τη δυνατότητα να επιβιώνουμε. Το αντίτιμο είναι οι θυσίες. Κυρίως, όμως, η θυσία των νέων για να επιβιώνουμε εμείς. Αυτή είναι η πιο σκληρή αλήθεια.

Εάν  υπήρχε μεγαλύτερο περιθώριο συνεννόησης και συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και παρατάξεων, θα έδινε το μήνυμα ότι, επιτέλους, οι πολιτικοί μας αποφάσισαν να βάλουν στην κορυφή των επιδιώξεών τους το κοινό συμφέρον. Μπορούν έτσι να αποτελέσουν υψηλό πρότυπο. Η συνεννόηση, που πρέπει να έχει ορίζοντα μέχρι το 2024 , μπορεί να αποτελέσει την στιγμή αυτή το μεγαλύτερο παράγοντα ισχύος για την Ελλάδα.

Συνεννόηση δεν σημαίνει Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας κ.λπ. Για μένα, σημαίνει την  υπογραφή ενός νέου Συμβολαίου Τιμής για όλους τους βασικούς άξονες της πολιτικής μας προς μια οριστική έξοδο από την κρίση. Τις βάσεις, δηλαδή, για την, εκ των βάθρων, αναγέννηση, αναθεώρηση των πολιτειακών και πολιτικών κανόνων συμπεριφοράς. Επίσης, για τη συνέχεια στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας (εσωτερικής και εξωτερικής). Έχει κανείς αναρωτηθεί ποια θα ήταν η δυναμική μιας τέτοιας εθνικής πολιτικής πρωτοβουλίας; Η απουσία άλλωστε κοινής και ενιαίας Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε «Σχέδια Β» σε ζωτικής σημασίας ζητήματα στα οποία έχουμε άμεση εμπλοκή. Κυρίως, στη γειτονιά μας. Η συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων πάνω σε ένα συγκεκριμένο οκταετούς διάρκειας  Εθνικό Σχέδιο Ανόρθωσης και Ανασυγκρότησης αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα ενίσχυσης της Ελλάδος. Πρόκειται για πολιτική απόφαση με μηδενικό πολιτικό κόστος και πολλαπλά γεωστρατηγικά οφέλη.