Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα CNN Greece, 03/11/2016

Ο δρόμος της αναζήτησης εξόδου από το τέλμα στο οποίο εδώ και κάμποσα χρόνια –μετά την Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας για την Συμφωνία περί Α.Ο.Ζ.τον Δεκέμβρη του 2009– έχει περιέλθει ο σκληρός πυρήνας των σχέσεών μας με τα Τίρανα είναι δύσβατος και ανηφορικός.

Παρά τις κάποιες εκδηλώσεις αισιοδοξίας που αποτελούν συνήθως προϊόν πολιτικών δηλώσεων και οφείλονται σε συγκυριακούς λόγους διαχείρισης και σκοπιμότητας. Πολιτικής και κομματικής. Τόσο στην Αθήνα όσο και στα Τίρανα. Προσθέτω ότι αυτό συχνά διαπιστώνεται πριν και αμέσως μετά τις εκλογές στην Αλβανία λόγω των διαχρονικά ανεδαφικών προσδοκιών των κυβερνητών των Αθηνών για δήθεν«αλλαγή στάσης των Τίρανων».

Οι προσδοκίες αυτές δεν στηρίζονται στη γνώση, αλλά στην ανθρώπινη φιλοδοξία και ματαιοδοξία, σε έωλες προθέσεις και ψευδαισθήσεις.

Έχουν ονοματεπώνυμο και υπογραφή. Συνήθως, την ευθύνη γι’ αυτό έχουν διαχρονικά κάποιοι υπουργικοί ή πρωθυπουργικοί φίλοι που αυτενεργούν ως «ειδικοί απεσταλμένοι». Συνέβαινε κατ’ εξοχήν στο παρελθόν. Φοβούμαι ότι η τακτική αυτή δεν έχει σταματήσει.

Έτσι λοιπόν έπραξε και ο «μεσολαβητής» που επισκέφθηκε τα Τίρανα πριν και μετά τις γενικές εκλογές του Ιουνίου 2013. Επέστρεψε ισχυριζόμενος ότι τώρα, με την εκλογή του ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος κ. Έντι Ράμα στη θέση του πρωθυπουργού της γειτονικής μας χώρας, όλα θα αλλάξουν πορεία. Προς το καλύτερο. Έγινε πιστευτός.

Δυστυχώς.

Να σημειώσω ότι δεν ήταν ο πρώτος. Σίγουρα επίσης δεν ήταν ο τελευταίος.

Ναι, αυτό κατά κανόνα συμβαίνει, όταν η Αθήνα, αντί να διαβάζει την πραγματικότητα, προτιμά να ζει με ψευδαισθήσεις.

Λοιπόν, ήλθε νομίζω ο καιρός να αντιληφθούμε ότιστα σύνορα της Ελλάδος υπάρχουν πλέον περισσότερες από μία χώρες, που έχουν σταθερή πολιτική και μακροχρόνιο σχεδιασμό στις θέσεις και τους στόχους τους.

Παρά τις υπαρκτές αδυναμίες τους, η πολιτική των γειτόνων μας δεν εξαρτάται από την πολιτική ταυτότητα ή το όνομα των Πρωθυπουργών. Έχει συνέχεια. Και στηρίζεται σε καθαρές θέσεις, οι οποίες επαναλαμβάνονται σταθερά.

Ας αντιληφθούμε, επίσης, ότι οι ελληνικές πολιτικές δηλώσεις του τύπου «ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις μας», τις οποίες συχνά ακούσαμε τα τελευταία χρόνια, αντανακλούσαν περισσότερο μια ανεκπλήρωτη ευχή, παρά την πραγματικότητα.

Αρκεί κανείς να θέλει να διαβάσει τις επίσημες δηλώσεις στα Τίρανα. Η αλβανική ανάγνωση των διμερών συναντήσεων σε όλα τα επίπεδα, πρωθυπουργικών και υπουργικών συμπεριλαμβανομένων, κινήθηκε σε διαφορετικό πνεύμα και πλαίσιο ακόμη και στο επίπεδο της δημόσιας διπλωματίας.

Να κάνω επιπλέον και μια υπόθεση εργασίας. Φοβούμαι ότι συχνά τα πρακτικά των διμερών συναντήσεων, κυρίως δε των λεγόμενων κατ’ ιδίαν συνομιλιών αλλ’ όχι μόνον, σπανίως ταυτίζονται.

Άλλα γράφει και καταλαβαίνει η μια πλευρά και άλλα η άλλη. Θα ευχόμουν ειλικρινά να γίνει μια μέρα παραβολή και σύγκριση των πρακτικών.

Θα εκπλαγούμε και θα απορήσουμε.

Χρήσιμο είναι επίσης να έχει κανείς υπόψη ότι τα τελευταία χρόνια η Αλβανία θεωρεί ότι οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Με αυτοπεποίθηση εμφανίζεται η πλευρά της Αλβανίας. Θεωρεί δε την Ελλάδα αδύναμη ή, έστω, πιο αδύναμη από χθες.

Επίσης, μια ερμηνεία που δίνουν τα τελευταία χρόνια τα Τίρανα είναι ότι η Ελλάδα έχει μεγαλύτερη ανάγκη από την Αλβανία της πλήρους εξομάλυνσης των σχέσεων.

Ενδεικτικό είναι ότι –διαψεύδοντας τους ενδόμυχους φόβους των Τιράνων– η Ελλάδα άνευ προϋποθέσεων συμφώνησε στην απόδοση του καθεστώτος υποψήφιου για ένταξη στην ΕΕ στην Αλβανία, τον Ιούνιο του 2014, επί της Ελληνικής δηλαδή Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η θέση μου ήταν και εξακολουθεί να παραμένει σήμερα, ότι χάθηκε τότε, πριν και αμέσως μετά τον Ιούνιο 2014, μια καλή ευκαιρία να τεθεί ένα κοινοτικό πλαίσιο επίλυσης των διμερών εκκρεμοτήτων. Ταυτόχρονα με την αποδοχή της Αλβανίας ως υποψήφιας για ένταξη χώρας.