Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Foreign Affairs, τεύχος Οκτωβρίου 2014

Ανοίγω το ημερολόγιό μου και διαβάζω τον πρωτοσέλιδο τίτλο τής γαλλικής εφημερίδας «Le Monde» της 22ας Νοεμβρίου 1990: «Χαιρετίζουμε το τέλος τής περιόδου των συγκρούσεων και της διαiρεσης στην Ευρώπη».

Ναι, έτσι πρόβαλε η έγκυρη αυτή εφημερίδα την «Χάρτα των Παρισίων για μια Νέα Ευρώπη», η οποία υιοθετήθηκε από την ιστορική Συνάντηση Κορυφής τής Διάσκεψης για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι στις 20 και 21 Νοέμβριου 1990. Πρόκειται για τον σημερινό ΟΑΣΕ, την τότε ΔΑΣΕ, που επιτηρεί και ελέγχει τον σεβασμό τής εκεχειρίας στην ανατολική Ουκρανία.

Πόσο εξωπραγματικός αλήθεια ακούγεται σήμερα;

Πριν 24 ακριβώς χρόνια, έναν μόνο χρόνο μετά την κατάρρευση του τείχους τού Βερολίνου, στις 21 Νοεμβρίου 1990, οι ηγέτες όλων των χωρών τής Ευρώπης, ανατολικής και δυτικής, των ΗΠΑ και του Καναδά, συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Παρίσι, πλέον ως εκπρόσωποι χωρών με κοινό παρονομαστή την ελευθερία, την δημοκρατία, την δέσμευση για τήρηση των αρχών τής καλής γειτονίας, τον σεβασμό του απαραβίαστου των συνόρων και της κυριαρχίας των κρατών, την δέσμευση για ειρηνική επίλυση των διαφορών και την συνεργασία, την δέσμευση, την δέσμευση, την δέσμευση…

Οι 34 ηγέτες τής τότε ΔΑΣΕ, μεταξύ των οποίων προσωπικότητες άξιες να φέρουν τον τίτλο τού ηγέτη, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Χέλμουτ Κολ, ο Τζωρτζ Μπους (ο πρεσβύτερος) και ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, έβαλαν την υπογραφή τους στη «Χάρτα των Παρισίων για μια Νέα Ευρώπη», ένα κείμενο που αυτάρεσκα το ονομάσαμε τότε ιστορικό.

Επικεφαλής τής ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο πρωθυπουργός Κώστας Μητσοτάκης μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά. Ήμουν εκεί έχοντας διαπραγματευτεί το κείμενο της Χάρτας στην προπαρασκευαστική Συνάντηση της Βιέννης.

Τι ακριβώς έγινε στο Παρίσι; Οι ηγέτες υποσχέθηκαν, θα προτιμούσα την λέξη δεσμεύτηκαν,  κατά τον πιο πανηγυρικό τρόπο, να εγγυηθούν το τέλος των συγκρούσεων και της διαίρεσης της γηραιάς ηπείρου, τον σεβασμό και την συνεργασία μεταξύ των κρατών και την «απελευθέρωση της Ευρώπης από το βάρος τού παρελθόντος», από το άχθος της ιστορίας της. Δηλαδή, από το βάρος των λέξεων «η ιστορία επαναλαμβάνεται».

Ο πρόεδρος Τζωρτζ Μπους (ο πρεσβύτερος) δήλωνε ότι «ο ψυχρός πόλεμος τελείωσε». Ανάλογο μήνυμα έστελνε και ο πρωτοσέλιδος τίτλος τής εφημερίδας Liberation: «Η Ευρώπη Γιορτάζει το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου».

Ευφορία, αισιοδοξία και διακηρύξεις αρχών για το μέλλον τής Ευρώπης. Για το μέλλον μας.

Τι πήγε όμως στραβά; Τι ακριβώς συνέβη ; Γιατί κατά κανόνα διαψεύδουμε μόνοι μας τις προσδοκίες που δημιουργούμε;

Θα μπορούσα να προσφύγω στα κατά τον Θουκυδίδη λόγια των Αθηναίων όταν απευθύνθηκαν στους πολιορκημένους κατοίκους τής Μήλου: «Αν κρίνει κανείς από τις αποφάσεις σας, είσθε μοναδικοί θεωρώντας το μέλλον ως πιο σίγουρο από το παρόν και επιτρέποντας στις επιθυμίες σας να μετατρέψουν τα αβέβαια σε πραγματικότητα».

ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ

Αν μου επιτραπεί να ερμηνεύσω τον Θουκυδίδη, θα έλεγα πολύ άπλα ότι οι διακηρύξεις και οι δηλώσεις όλων μας στηρίχτηκαν περισσότερο στις ευχές και τις επιθυμίες μας και λιγότερο στην ανάλυση των πρόβλεψη και στην λογική ανάλυση των δεδομένων. Μήπως ακριβώς το ίδιο δεν συμβαίνει και τώρα με την στάση τής Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική;

Προσπαθώ να εξηγήσω γιατί.

  1. H κατάρρευση της Συνθήκης τής Βαρσοβίας και του κομμουνισμού -τουλάχιστον κατά την σοβιετική του ορθοδοξία- προκάλεσε ευφορία διότι είχε τις εξής άμεσες συνέπειες:την επανένωση της Γερμανίας, μέσω της λεγόμενης Συμφωνίας 2+4. Υπενθυμίζω ότι ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ συμφώνησε χωρίς να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα.  Μάλιστα, στην κρίσιμη συζήτηση που είχε με τον Τζωρτζ Μπους, ο τελευταίος ζήτησε από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να επαναλάβει την θέση τής Μόσχας για την επανένωση της Γερμανίας. Ήθελε να είναι σίγουρος ότι δεν αντελήφθη λάθος. Το σχετικό σημείωμα-χαρτί, που του έδωσε ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Μπρέντ Σκόουκροφτ, αποτελεί πια ιστορικό ντοκουμέντο,
  2. το τέλος τού διπολισμού στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο,
  3. το τέλος της πολιτικο-ιδεολογικής διαίρεσης στην Ευρώπη σε Ανατολή και Δύση,
  4. κυρίως, όμως, την απόλυτη κυριαρχία των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκακιέρα. Χωρίς αντίπαλο σε στρατηγικό επίπεδο, οι ΗΠΑ με την διάλυση της Συνθήκης της Βαρσοβίας και την αποσύνθεση της Ε.Σ.Σ.Δ. επέτυχαν εν τέλει αυτό που λίγοι στην Ουάσιγκτον, μεταξύ αυτών ο Ρόναλντ Ρήγκαν, πίστευαν ότι ήταν εφικτό. Να κερδίσουν τον Ψυχρό Πόλεμο.

Τι υποτιμήσαμε αλήθεια στην Ευρώπη; Η απάντηση μου δεν είναι ίσως πολύ πρωτότυπη: Υποτιμήσαμε την ιστορία. Υποτιμήσαμε την γεωγραφία. Υποτιμήσαμε τον αλυτρωτισμό. Υποτιμήσαμε τον θρησκευτικό και εθνοτικό φανατισμό. Υποτιμήσαμε τον κυνισμό ορισμένων βαλκανικής κοπής «ηγετών».

Σύντομα καταλάβαμε ότι οι προσδοκίες μας για αλλαγή συμπεριφοράς και στάσης των ευρωπαϊκών κρατών, λαών και ηγεσιών αλλά και των ευρωπαϊκών θεσμών,  της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεριλαμβανομένης, απέναντι στα μαθήματα της ιστορίας ήταν τουλάχιστον υπερβολικές.

Είχαμε λοιπόν άγνοια, έλλειψη αντίληψης και πολιτικού ρεαλισμού ή απλώς πλεόνασμα πολιτικού κυνισμού; Ακόμη δεν γνωρίζω την σωστή απάντηση.

Πάντως, οι ΗΠΑ, ήδη από τον Οκτώβριο του 1990 -ταυτόχρονα δηλαδή με την Διάσκεψη των Παρισίων- είχαν προβλέψει την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, τουλάχιστον με την μορφή που είχε. Διαβάζω από την τελευταία έκθεση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών (Νational Ιntelligence Estimate 15-90, 18 Οκτωβρίου 1990 -αποχαρακτηρίστηκε τον Μάιο του 2006 όταν ήμουν πρέσβης στην Ουάσιγκτον): «Yugoslavia will cease to function as a federal state within one yar, and will probably dissolve within two» (Yugoslavia transformed). [Η Γιουγκοσλαβία θα πάψει να λειτουργεί ως ένα ομοσπονδιακό κράτος μέσα σε ένα έτος, και κατά πάσα πιθανότητα θα διαλυθεί μέσα σε δύο χρόνια»(Η Γιουγκοσλαβία μεταμορφώνεται)] Περιλαμβάνει και άλλες προβλέψεις που στο σύνολό τους επιβεβαιώθηκαν από τις εξελίξεις. Δεν είναι, όμως, του παρόντος.

Δεν υπάρχει κάτι περίεργο. Η ίδια εφημερίδα Liberation, που χαιρέτιζε στην πρώτη σελίδα το τέλος τού ψυχρού πολέμου, έγραφε στις εσωτερικές της σελίδες: «Η Βοσνία και Ερζεγοβίνη ψηφίζει διηρημένη αναζητώντας την ισορροπία μεταξύ τριών αντιπάλων κοινοτήτων, τους Σέρβους, τους Κροάτες και τους Μουσουλμάνους».

Διαβάζοντας την σήμερα, εικοσιτέσσερα χρόνια αργότερα, βλέπω ότι προέβλεπε με ακρίβεια την σύγκρουση μεταξύ Σέρβων και Κροατών, καθώς και τον σχηματισμό Κροατο-μουσουλμανικής Συμμαχίας,  η οποία, θυμίζω ότι είχε αρχικά συσταθεί επί φασιστικού καθεστώτος. Όλα αυτά έναν χρόνο πριν από την αρχή τής διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και πέντε ακριβώς χρόνια πριν από την Συμφωνία Παρισίων- Ντέιτον.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: ΚΑΚΟΔΙΟΙΚΗΣΗ Ή ΑΠΟΤΥΧΙΑ;

Άρα ποια είναι η απάντηση στο ερώτημα-ρητορικό μάλλον- για την αποτυχία μας να «προβλέψουμε»;

Αν κρίνω το παρελθόν με βάση το παρόν και την κακοδιαχείριση -προτιμώ να χρησιμοποιήσω τον όρο «την αποτυχημένη εξωτερική πολιτική»- τής Ευρωπαϊκής Ένωσης στις κρίσεις, εξεγέρσεις και ανατροπές σε ολόκληρο τον χώρο της Μέσης Ανατολή με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την Συρία, την Λιβύη και την Αίγυπτο, θα κατέληγα ότι φταίει ένας συνδυασμός όλων όσων ανέφερα.

Φοβούμαι ότι αυτά τα χαρακτηριστικά -με σοβαρές εξίσου συνέπειες -συναντούμε και στον τρόπο με τον οποίο «προέβλεψε», έδρασε και αντέδρασε η Ευρωπαϊκή Ένωση στη κρίση τής Ουκρανίας.

Από τους περιπάτους στα οδοφράγματα της Πλατείας Μαϊντάν, στην αλλαγή κυβέρνησης στο Κίεβο και σήμερα στην επιστροφή τού «Ψυχρού Πολέμου».

Αλήθεια, ποια θεσμική ιδιότητα είχαν οι υπουργοί Εξωτερικών τής Ευρωπαϊκής Ένωσης που ενθάρρυναν την μεταβολή τής κυβέρνησης στο Κίεβο; Επίσης, είναι δυνατόν η κατ’ ευφημισμόν υπουργός Εξωτερικών τής Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη να μην έχουν μελετήσει την σημασία τής Ουκρανίας και της Κριμαίας για την Μόσχα; Είναι δυνατόν να μην έχουμε υπολογίσει ότι η Ρωσία των Βλαντίμιρ Πούτιν και Ντμίτρι Μεντβέβεφ δεν θα έμενε απαθής στις κυρώσεις τής ΕΕ;

Αφήνω ηθελημένα ασχολίαστο το πραγματικό γεγονός ότι η Ελληνική Προεδρία τής Ευρωπαϊκής Ένωσης ουδεμία ενημέρωση ή πληροφόρηση είχε για τις περί Ουκρανίας πρωτοβουλίες των εταίρων μας. Άκουσα κάτι περί περιορισμένων αρμοδιοτήτων τής Προεδρίας μετά την εφαρμογή τής Συνθήκης τής Λισαβόνας. Αλήθεια, αν η Πολωνία, η Σουηδία, η Λιθουανία ή έστω η Ιρλανδία ασκούσαν την Προεδρία θα έμεναν εκτός; Επίσης, γιατί η Ελλάδα, επί προεδρίας της μάλιστα, δεν επεδίωξε να τεθεί Έλληνας επικεφαλής τής αποστολής τού ΟΑΣΕ στην Ουκρανία; Σήμερα επικεφαλής είναι κορυφαίος Τούρκος διπλωμάτης, από τα γνωστότερα ονόματα του τουρκικού Υπουργείου Εωτερικών.

Θυμίζω: Το 2008, η Ρωσία εκμεταλλεύθηκε την απερίσκεπτη πρόκληση/ πρόσκληση του προέδρου τής Γεωργίας, Σαακασβίλι, καθώς και την εκτός πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών διακήρυξη ανεξαρτησίας του Κοσσόβου. Η εποχή τής ρωσικής απάθειας είχε λήξει. Τα μηνύματα ήσαν καθαρά και δεν μπορούσαν να δεχθούν πάνω από μια ερμηνεία. Η ανεξαρτητοποίηση της Αμπχαζίας και της Οσσετίας – που αναγνωρίζονται μόνο από την Ρωσία όπως ακριβώς το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία – ακολούθησε, κατά την ερμηνεία και τις επίσημες θέσεις τής Μόσχας, το προηγούμενο του Κοσσόβου, παρά την προσπάθεια των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης να πείσουν την διεθνή κοινότητα ότι το Κόσσοβο αποτελεί μια ξεχωριστή – ειδική (sui generis) περίπτωση και δεν αποτελεί προηγούμενο. Προφανώς τα επιχειρήματα των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον δεν έπεισαν.

Δεν υπάρχει καμία θεωρία συνωμοσίας. Υπάρχουν συμφέροντα, συνδυασμένα όμως με μια χαρακτηριστική επιδερμική προσέγγιση για να μην μιλήσω για επιπολαιότητα στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής τής ΕΕ. Αντί μιας στρατηγικής που να στηρίζεται στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα, αναγκαζόμαστε να περιοριστούμε σε εφήμερη διαχείριση κρίσεων.

Η «ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΗ» ΚΑΙ Η ΑΛΛΗ ΕΥΡΩΠΗ

Όχι, όμως, απ’ όλους. Ή, αν προτιμάτε, όχι στον ίδιο βαθμό από όλους. Για παράδειγμα, εδώ και καιρό η Πολωνία είχε διαμορφώσει σταθερό πλαίσιο πολιτικής απέναντι στην Ρωσία και στην Gazprom, το οποίο σήμερα έχει επιβληθεί στις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας. Στην ίδια γραμμή με την Πολωνία βρίσκονται η Τσεχία και οι Βαλτικές χώρες. Το ίδιο, με ορισμένες αποχρώσεις, η πολιτική τού Σουηδού υπουργού Εξωτερικών, Καρλ Μπιλντ.

Μπορεί κάνεις να συμφωνεί ή να διαφωνεί. Δεν μπορεί, όμως, να μην παρατηρεί και να μην υπογραμμίζει την σταθερότητα και την συνέπεια με την όποια η Πολωνία – νέα μεγάλη δύναμη στην Ευρώπη – προωθεί και επιβάλλει πλέον το εθνικό της δόγμα.

Ανατρέχω και πάλι στο ημερολόγιό μου. Με τα γεγονότα στην Γεωργία φρέσκα ακόμη, ο υπουργός Εξωτερικών τής Πολωνίας, Ράντοσλαβ Σικόρσκι, μιλώντας τον Νοέμβριο του 2008 στο Atlantic Club της Ουάσιγκτον -ήμουν παρών- προδιέγραψε με μαθηματική ακρίβεια και σαφήνεια τις εξελίξεις στην Ουκρανία και στις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ρωσίας.

Ξαναδιαβάζοντας την ομιλία του βλέπω ότι είχε προβλέψει:

Πρώτον, την ρωσική ετοιμότητα και βούληση να επαναφέρει την Ουκρανία στην ρωσική σφαίρα επιρροής.

Δεύτερον, την ανάγκη, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η ισχυρότερη οικονομική δύναμη του κόσμου να ελέγξει την Gazprom. «Ελέγχουμε την Microsoft», είχε πει χαρακτηριστικά, «και δεν μπορούμε να ελέγξουμε την Gazprom;».

Τρίτον, την πανευρωπαϊκή κρίση λόγω της ρώσικης πολιτικής στην Ουκρανία.

Τέταρτον, ότι κάθε απόπειρα για βιαία παραχάραξη των συνόρων τής Ευρώπης θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν απειλή στην ασφάλειά της και θα πρέπει να τύχει ανάλογης (proportional) απάντησης από το ΝΑΤΟ.

Αμφιβάλλει κάνεις ότι όλες οι επισημάνσεις / προβλέψεις σήμερα αποτελούν πραγματικότητα; Γι αυτό έχω επιλέξει σταθερά να αναφέρομαι στον κύριο λόγο και αίτιο της απώλειας αξιοπιστίας τής ΕΕ, την έλλειψη, δηλαδή, κοινής και ενιαίας εξωτερικής πολιτικής.

Απλά, όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά φοβούμαι ότι ορισμένα κράτη-μέλη δεν επιθυμούν να υπάρξει. Έτσι, η εμβέλεια της πολιτικής των Μερών θα υπερέχει του Συνόλου.

Επιπλέον, είναι τουλάχιστον ανώριμο για την ισχυρότερη οικονομική δύναμη, να εξαντλεί και να περιορίζει την άσκηση κοινής εξωτερικής πολιτικής στην επεξεργασία και επιβολή κυρώσεων. Αυτό συμβαίνει, στην πραγματικότητα, σήμερα στις τριγωνικές σχέσεις Βρυξελλών-Κιέβου-Μόσχας

ΒΑΛΚΑΝΙΑ Ή «ΕΝΔΟΧΩΡΑ» ΜΑΣ; ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΜΑΣ

Ας μου επιτραπεί, όμως, να κάνω μια μικρή αναδρομή στην γειτονιά μας, στην περιοχή μας, τα Βαλκάνια. Κατ’ αρχήν, δεν αρκεί να μετονομάζεις μια περιοχή σε Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη, ελπίζοντας ότι έτσι θα παράγει η θα αναπαράγει λιγότερη ιστορία.

Πριν είκοσι χρόνια, με περισσή αυταρέσκεια και υπεροψία, πολιτικοί, διπλωμάτες, δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες τα αποκαλούσαν «ελληνική ενδοχώρα». Εάν δε ήσαν στην Θεσσαλονίκη, συχνά, αποκαλούντο «ενδοχώρα τής Θεσσαλονίκης».

Σήμερα, ήλθε η ώρα τής αυτοκριτικής και της περισυλλογής. Μαζί με την εσωστρέφεια, ήλθε και η ώρα τής ενδοσκόπησης. Είναι θλιβερό, αλλά η Ελλάδα απουσιάζει σήμερα από τα Βαλκάνια. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η οικονοική κρίση είναι μόνο το άλλοθι.

Μόλις λίγους μήνες μετά την υπογραφή τής Χάρτας των Παρισίων, τον Νοέμβριο του 1990, η ιστορία επαναλήφθηκε στην Ευρώπη. Το «άχθος τής ιστορίας» αποδείχτηκε βαρύτερο των πολιτικών διακηρύξεων/δεσμεύσεων

Ας θυμηθούμε, λοιπόν: Κοντά, πολύ κοντά στα σύνορα μας, εδώ στα Βαλκάνια, ξαναζήσαμε τον πόλεμο. Διάλυση κρατών, αλλαγές συνόρων, με τις ευλογίες τής Ευρωπαϊκής Ένωσης,  στρατιωτικές επιχειρήσεις, εθνικές και θρησκευτικές συγκρούσεις, εθνοκαθάρσεις, μαζικοί τάφοι, καταστροφή σπιτιών, χωριών και πόλεων.

Αμφιβάλλει κανείς σήμερα ότι η Τελική Πράξη τού Ελσίνκι και η Χάρτα των Παρισίων τού 1990 εφαρμόστηκαν στα Βαλκάνια-και όχι μόνο- αποσπασματικά και επιλεκτικά; Λοιπόν,  η ιστορία όχι μόνο επαναλαμβάνεται, αλλά επίσης εκδικείται.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση -με πρωτεργάτη την Ενωμένη πλέον Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας, πράγμα που παραδέχτηκε αργότερα στο βιβλίο του και ο Χανς Ντίτριχ Γκένσερ -τον Δεκέμβριο του 1991, λίγες μόνο μέρες μετά την υπογραφή τής Συνθήκης τού Μάαστριχτ, έβλεπε το δικό της δέντρο (Σλοβενία και Κροατία) και όχι το δάσος.

Η Ελλάδα τότε -μπροστά στην αναπόφευκτη επιλεκτική αναγνώριση ορισμένων πρώην Γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών από τους εταίρους μας- αναγκάσθηκε να προσαρμόσει και εκείνη τις δικές της προτεραιότητες και επιδιώξεις με κύριο στόχο να αποσπάσει την κοινή θέση τής ΕΕ στο ζήτημα της αναγνώρισης της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας τής Μακεδονίας. Είδαμε και μεις το δικό μας «δέντρο».

Και στις 15 Δεκεμβρίου 1991, αντί μιας μακροπρόθεσμης κοινής πολιτικής, κάθε χώρα-μέλος επεδίωξε να δει και να καλύψει/αντιμετωπίσει το δικό της δέντρο. Τον χορό, όμως, τον έσερνε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας .

Σήμερα, παρατηρώντας τις πρόσφατες εξελίξεις στον ενιαίο και κοινό ευρωπαϊκό χώρο,  στον οποίο ασφαλώς περιλαμβάνω την Ρωσία και την Ουκρανία, διερωτώμαι πόσο πίσω πρέπει να μας γυρίσει η ιστορία; Μήπως κάπου έχουμε κάνει και εμείς λάθος, το οποίο σήμερα βρίσκουμε μπροστά μας; Όταν ορισμένοι ηγέτες τής Ευρωπαϊκής Ένωσης σωστά, πολύ σωστά, φωνάζουν σήμερα, με αφορμή την ουκρανική κρίση και την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία, ότι δεν θα δεχθούμε «μεταβολή συνόρων στην Ευρώπη», μήπως θα έπρεπε τουλάχιστον να θυμηθούν, να θυμηθούμε δηλαδή, το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν; Τι έγινε εδώ στα Βαλκάνια; Με δική μας επίσης ευθύνη;

Μιλάμε για την δεκαετία τού 1990, όταν αποφασίσαμε -ναι και εμείς μαζί, έστω χωρίς ενθουσιασμό- ότι τα λεγόμενα διοικητικά σύνορα μπορούν να αποτελέσουν διεθνή,  αναγνωρισμένα από όλους μας νέα σύνορα. Ξέρετε πώς τα διοικητικά σύνορα βαπτiσθηκαν διεθνή; Aν μπορώ να εμπιστευτώ τις σημειώσεις μου, η ανακοίνωση/ διαπίστωση έγινε μέσω ενός τηλεγραφήματος COREU με την έκθεση ενός Ολλανδού πρέσβη- ειδικού απεσταλμένου.

Το τι ακολούθησε, πολλοί στην Ευρώπη προσπαθούν να το ξεχάσουν. Να μην κρυβόμαστε, όμως, από την συνείδησή μας: Μάλιστα, εδώ στην Ευρώπη των πολιτιστικών και ανθρωπιστικών αξιών,  γίναμε και πάλι μάρτυρες -ορισμένοι από εμάς αυτόπτες – της απάνθρωπης εικόνας σκελετωμένων ανθρώπων, στρατοπέδων συγκέντρωσης, βιασμών σωμάτων και συνειδήσεων, εκατομμυρίων προσφύγων, καταστροφής εκκλησιών και τζαμιών, θρησκευτικών και ιστορικών μνημείων. Ναι, εδώ στη δική μας πολιτισμένη Ευρώπη, δίπλα στα σύνορα μας. Σρεμπρένιτσα,  Ζένιτσα, Ζούπα στην Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Ράτσακ και Πρέκαζ στο Κόσσοβο, μας θυμίζουν ότι η διακήρυξη «Ποτέ Ξανά, Ποτέ Πιά»  που ακούστηκε μετά το τέλος τού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν κράτησε και πολύ.

ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΚΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΕΝΙΑΙΑΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Σήμερα,  ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση,  όπως και τότε,  εξακολουθεί να μην έχει κοινή και ενιαία εξωτερική πολιτική. Υπογραμμίζω την λέξη ενιαία, διότι, κατά την γνώμη μου, δεν αρκεί να είναι κοινή, όταν υπάρχει στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή. Βέβαια, έχουμε τις κυρώσεις. Είναι, όμως, το εργαλείο των κυρώσεων αρκετό και ικανό να πείσει; Ακούω συχνά, όταν επιχειρηματολογώ υπέρ τής ανάγκης για μια κοινή εξωτερική πολιτική, ότι ο σχηματισμός/διαμόρφωση του αναγκαίου consensus με 28 κράτη-μέλη και αντικρουόμενα εθνικά συμφέροντα, ακούγεται περίπου σαν ουτοπία. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε λοιπόν ας παραδεχθούμε ότι ουτοπία επίσης είναι η προσδοκία/επιδίωξη να γίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση πολιτική δύναμη ανάλογη της οικονομικής της ισχύος.

Ισχυρίζομαι ότι η Κοινοτική πολιτική, όπως τότε στα Βαλκάνια στην δεκαετία τού 1990, όπως και τώρα στην Ουκρανία, στις σχέσεις με την Ρωσία και σε όλη την διάρκεια των σημαντικών εξελίξεων/ανατροπών στην Μέση Ανατολή την τελευταία τετραετία, δεν προέχει, δεν υπερτερεί αλλά ακολουθεί (αν δεν υποτάσσεται) στα συμφέροντα συγκεκριμένων κρατών-μελών. Αυτή είναι η πραγματικότητα, μας αρέσει ή όχι.

Αλήθεια, ποιος δεν θυμάται την διχοτόμηση της στάσης τής Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αντιμετώπιση των κρίσεων στην Αίγυπτο, στην Λιβύη, στην Σύρια; Έχουμε ξεχάσει την εικόνα τής πολιτικής διαίρεσης που έστειλε η στάση τής Ε.Ε. στην Απόφαση για Ανάληψη Δράσης Κατά τής Λιβύης, το 2011; Την θλιβερή εικόνας των τριών μελών τής Ε.Ε. στο Συμβούλιο Ασφαλείας (των Ηνωμένων Εθνών), με την Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο να υπερψηφίζουν και την Γερμανία να ψηφίζει «αποχή»;

Ερωτώ, σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που μαστίζεται από την κρίση και την απουσία συμμετρίας και πολιτικής και οικονομικής ισορροπίας, ποια ψήφος έχει μεγαλύτερη πολιτική σημασία και κρισιμότητα αν όχι αυτή της Γερμανίας;

Θα πρέπει, όμως, να αποφασίσουμε σε ποια θεμέλια θα στηρίζεται η στάση μας: Θα εδράζεται στα συμφέροντα ή στις αρχές;

Ο Θουκυδίδης, στην Ιστορία τού Πελοποννησιακού Πολέμου, ορίζει τα όρια της ισχύος, της δικαιοσύνης και του συμφέροντος. Στη πραγματικότητα μας λέγει ότι το συμφέρον ορίζει την συμπεριφορά. Η δύναμη είναι, όμως, αυτή που σου επιτρέπει να επιβάλεις το συμφέρον σου.

Η ουκρανική κρίση και τα τετελεσμένα γεγονότα τής Κριμαίας, μετά την ρωσική εισβολή στην Γεωργία το 2008, ήταν ο πλέον πρόσφατος κρίκος σε μια αλυσίδα που έχει σαν πρώτο κρίκο την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.

Για να γίνω πιο σαφής: Στην Κύπρο, στην Κριμαία και αλλού στην Ευρώπη, στρατιωτικές εισβολές και προσαρτήσεις εδαφών, άμεσες ή συγκεκαλυμμένες, είναι παράνομες, ασύμβατες με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο. Η εισβολή είναι εισβολή, η κατοχή είναι κατοχή. Όπως και η προσάρτηση εδαφών, παραβιάζουν τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και την Τελική Πράξη τού Ελσίνκι.

Θυμίζω ότι ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών στο άρθρο 2 παρ. 4, καλεί τα μέλη τού Οργανισμού να απέχουν από την «απειλή ή την χρήση βίας που στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους».

Θα ήθελα να σταθώ λίγο στις έννοιες αυτές.

ΕΔΑΦΙΚΗ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

Όλοι καταλαβαίνουμε την έννοια της «εδαφικής ακεραιότητας». Η ρωσική εισβολή στην Κριμαία συνιστά παραβίαση του άρθρου 2 παρ. 4 . Όπως ακριβώς και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Υπάρχει, όμως, κοινά αποδεκτός ορισμός τού όρου «πολιτική ανεξαρτησία»;

Αλήθεια, οι άλλοτε συγκλίνουσες και συχνά αποκλίνουσες αμερικανο-ευρωπαϊκές επεμβάσεις για αλλαγή κυβερνήσεων στο Κίεβο, στο Κάιρο, στην Βαγδάτη, στην Δαμασκό,  στην Τρίπολη και αλλού, δεν συνιστούν παραβίαση της εννοίας τής «πολιτικής ανεξαρτησίας» κατά το ίδιο άρθρο; Αν oχι, τότε ποιες είναι οι διαχωριστικές γραμμές;

Εδώ θα ήθελα να σημειώσω μια ουσιαστική παράλειψη που υπάρχει στο Άρθρο 2 παράγραφο 3 του Χάρτη. Διαβάζω το κείμενο στην αγγλική: «All members shall settle their international disputes by peaceful means in such a manner that international peace and security, and justice, are not endangered». Μεταφράζω: Όλα τα μέλη των Ηνωμένων Εθνών θα διευθετούν τις διεθνείς τους διαφορές με ειρηνικά μέσα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η διεθνής ειρήνη, ασφάλεια και δικαιοσύνη.

Αν, όμως, στο άρθρο 2 του Χάρτη, στην θέση τού όρου justice (δικαιοσύνη) υπήρχε αναφορά στο international law (διεθνές δίκαιο) εκτιμώ ότι οι αυτοματισμοί τής αποκαλουμένης Διεθνούς Κοινότητας θα ήταν πλέον ευδιάκριτοι.

ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Η πολιτική και οι πολιτικοί δεν κρίνονται από τις προθέσεις. Κρίνονται από τα αποτελέσματα. Ειδικότερα :

      1. Σήμερα, δέκα χρόνια ακριβώς μετά την μεγάλη προς ανατολάς διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα νέα κράτη-μέλη, όπως πολύ εύστοχα πρώτος είχε ονομάσει ο υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης Μπους-Τσένι, Νταν Ράμσφελντ, η «νέα Ευρώπη», έχουν αποκτήσει ειδικό βάρος και βαρύτητα στην διαμόρφωση της πολιτικής τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναντι της Ρωσίας και όχι μόνο. Η παρουσία και η επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών στην διαδικασία λήψης απόφασης στα θέματα εξωτερικής πολιτικής τής Ε.Ε. έχει επίσης καταλυτικά ενισχυθεί.

Άλλωστε η «Νέα Ευρώπη» είχε και έχει καθαρή θέση. Αναφέρθηκα πριν στο «εθνικό δόγμα» τής Πολωνίας. Η παλιά πελαγοδρομεί. Αναζητεί σημείο ισορροπίας μεταξύ αρχών, δικαιοσύνης και συμφέροντος, χωρίς μέχρι στιγμής να έχει βρει την χρυσή τομή. Όσο καιρό η Ευρώπη είναι διαιρημένη μεταξύ Βορρά και Νότου, Παλαιάς και Νέας, Ισχυρών και Αδύναμων κρατών, τόσο η αδυναμία συγκρότησης διακυβερνητικής κοινής πολιτικής θα είναι δυσχερής, αν όχι ακατόρθωτη. Άρα, η έλλειψη πολιτικού κύρους και αξιοπιστίας θα αποτελούν τα χαρακτηριστικά της. Γι’ αυτό κάνω λόγο για την «Αρπαγή (τής εξωτερικής πολιτικής) τής Ευρώπης».

Η Νέα Ευρώπη έχει επίσης ειδικό βάρος στα μάτια τής Ουάσιγκτον. Σε βαθμό μάλιστα που ίσως ούτε η ίδια η Ουάσιγκτον ομολογεί. Για παράδειγμα, έχει πλέον κορυφαία θέση στις διατλαντικές σχέσεις τόσο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στο ΝΑΤΟ.

      1. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι υποχρεωμένη να παίζει σταθερά δεύτερο ρόλο ως πολιτική οντότητα, όσο στερείται Κοινής και Ενιαίας Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, ανεξαρτήτως ης οικονομικής της δύναμης.

Οι σημαντικοί πόροι που διαθέτει με όλες τις μορφές βοήθειας πρέπει να αποτελέσουν βασικό εργαλείο εξωτερικής πολιτικής και όχι ασυντόνιστης και παράλληλης δράσης.

Επιπλέον, για χώρες του διαμετρήματος και της εμβελείας της Ελλάδος, αυτή θα πρέπει να είναι σταθερά η κύρια πολιτική επιδίωξη μας.

      1. Η απουσία κοινής πολιτικής τής Ευρωπαϊκής Ένωσης από την άμεση γειτονιά της, δηλαδή την βόρεια Αφρική και την Μέση Ανατολή, υποθηκεύει την υπόστασή της. Η οικονομική ευρωστία τής ομοσπονδιακής δημοκρατίας τής Γερμανίας και ορισμένων άλλων χωρών δεν αρκεί για να αναπληρώσει το σοβαρό κενό κοινής και ενιαίας στάσης τής δικής μας Ευρώπης στις εξελίξεις.

Όχι μόνο δεν προβλέπουμε,  αλλά επιπλέον εξακολουθούμε να είμαστε διηρημένοι στον τρόπο που αντιδρούμε.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ;

Άρχισα το κείμενο αυτό με ένα τίτλο τής γαλλικής εφημερίδας Le Monde του Νοεμβρίου 1990 που χαιρέτιζε το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου.

Το μήνυμα της Συνάντησης Κορυφής τού ΝΑΤΟ στην Ουαλία στις 4 και 5 Σεπτεμβρίου 2014 ήταν εξίσου σαφές. Υπογραμμίζω το νέο και ισχυρό πολιτικό μήνυμα της πρώτης παραγράφου:

«We, the Heads of State and Government of the member countries of the North Atlantic Alliance, have gathered in Wales at a pivotal moment in Euro-Atlantic security. Russia’s aggressive actions against Ukraine have fundamentally challenged our vision of a Europe whole, free, and at peace. Growing instability in our southern neighbourhood, from the Middle East to North Africa, as well as transnational and multi-dimensional threats, are also challenging our security. These can all have long-term consequences for peace and security in the Euro-Atlantic region and stability across the globe».[Εμείς, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των χωρών-μελών τής Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, έχουμε συγκεντρωθεί στην Ουαλία σε μια καίρια στιγμή για την ευρω-ατλαντική ασφάλεια. Οι επιθετικές ενέργειες της Ρωσίας εναντίον τής Ουκρανίας έχουν ουσιαστικά αμφισβητήσει το όραμά μας για μια Ευρώπη ενιαία, ελεύθερη και ειρηνική. Η αυξανόμενη αστάθεια στη νότια γειτονιά μας, από την Μέση Ανατολή ως την Βόρεια Αφρική, καθώς και οι διακρατικές και πολυδιάστατες απειλές, αποτελούν μια πρόκληση για την ασφάλεια μας. Αυτά όλα μπορούν να έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες για την ειρήνη και την ασφάλεια στην ευρωατλαντική περιοχή και την σταθερότητα σε όλη την υδρόγειο].

Η ουσία, η αλλαγή τόνου και στάσης είναι σαφής: «Οι ρωσικές επιθετικές ενέργειες εναντίον τής Ουκρανίας έχουν θεμελιωδώς μεταβάλλει το όραμά μας για μια Ευρώπη ελεύθερη και ειρηνική». Στην παράγραφο 2 υπενθυμίζεται η δέσμευση της Συμμαχίας να προστατεύσει τα εδάφη και τους πληθυσμούς (των μελών της) από οποιαδήποτε επίθεση σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης τής Ουάσιγκτον.

Η εικόνα τής Ευρώπης άλλαξε πάλι μέσα σε 24 χρόνια.

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΠΟΥΤΙΝ-ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΦ

Ανεξαρτήτως των λαθών τής Ευρωπαϊκής Ένωσης στον χειρισμό τής Ουκρανικής κρίσης, από την αρχή της μέχρι σήμερα,  θα ήταν δύσκολο να παραγνωρίσει κανείς την κυρία ευθύνη τής Μόσχας. Οι πολιτικές τής ρωσικής ηγεσίας:

– Επιβεβαίωσαν τις προβλέψεις των «σοβιετολόγων» τής Ουάσιγκτον .

– Ενίσχυσαν τις θέσεις των Ρεπουμπλικάνων και εκείνων που προσάπτουν στον πρόεδρο Ομπάμα «μαλθακότητα» στην διαχείριση κρίσεων, μεταξύ αυτών και στελέχη τού Δημοκρατικού Κόμματος.

– Επιτάχυναν την υλοποίηση αμερικανικών σχεδιασμών τους οποίους στηρίζει και το σύνολο σχεδόν των χωρών τής Νέας Ευρώπης για περιορισμό τής εξάρτησης της Ε.Ε από το ρωσικό φυσικό αέριο. Οι επιπτώσεις, όμως, δεν είναι ισοβαρείς σε όλους. Για παράδειγμα, η Ελλάδα και ορισμένοι άλλοι εταίροι πλήττονται περισσότερο σε σύγκριση με την Γάλλια ή την Ιρλανδία.

– Ανέκοψαν, δεν μπορώ να προβλέψω για πόσο διάστημα, μια σταθερή γερμανική πολιτική προσέγγισης με την Μόσχα. Επιπλέον, το άμεσο μέλλον θα δείξει κατά πόσον χώρες όπως η Πολωνία δεν θα έχουν εφ’ εξής λόγο στο πλέγμα των στενών σχέσεων Ο.Δ. Γερμανίας και Ρωσίας.

– Ενίσχυσαν εκείνους, είναι περισσότεροι σήμερα από χθες, που υποστήριζαν την αναγκαιότητα και μοναδικότητα του ΝΑΤΟ ως εγγυητή της ασφάλειας στην Ευρώπη, στον φυσικό του δηλαδή «γεωγραφικό χώρο». Πριν από εικοσιτέσσερα χρόνια ένα κοινό ερώτημα για το ΝΑΤΟ ήταν αν θα είχε λόγο ύπαρξης (out of area or out of job?) μετά την διάλυση της Συνθήκης τής Βαρσοβίας και της ΕΣΣΔ. Υπάρχει κανείς σήμερα που να θέτει με υπευθυνότητα και σοβαρότητα το ίδιο ερώτημα; Ανεύθυνοι και επικίνδυνα αφελείς υπάρχουν, βέβαια.

– Η Ευρωπαϊκή Ένωση αυτοπαγιδεύθηκε και στην ουκρανική κρίση στην θέση «ο εχθρός τού εχθρού μου είναι φίλος μου». Επιτρέποντας, μάλιστα, να κατηγορηθεί για την στήριξη σχηματισμού κυβέρνησης στο Κίεβο με πολιτική συνιστώσα η όποια δεν θα μπορούσε να είχε θέση σε καμία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Σκέφτηκε κανείς με ποια αξιοπιστία αύριο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα αποδοκιμάζουν την συμμέτοχη σε κυβερνητικά σχήματα σε κράτη -μέλη της Ε.Ε . ανάλογης «συνιστώσας»;

– Επιπλέον, παρασύρθηκε στην θέση των Αμερικανών για διαχείριση της κρίσης με «βραχυπρόθεσμο ορίζοντα», αντί της πρόταξης μιας πολιτικής.

Ξέρω ότι αυτό που γράφω δεν είναι δημοφιλές. Είναι, όμως, η πραγματικότητα. Για τον ελληνισμό, κυπριακό και ελλαδικό,  οι πρακτικές που ακολούθησε η Μόσχα στην Κριμαία και στην ανατολική Ουκρανία έχουν μια ακόμη επώδυνη πτυχή, για μένα πλέον επώδυνη της οικονομικής, την όποια κάθε άλλο παρά υποτιμώ, στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα.

Ποια είναι αυτή; Η Ρωσία, με την ιδιότητα του Μόνιμου Μέλους τού Συμβούλιου Ασφαλείας, στάθηκε διαχρονικά, για σαράντα χρόνια, πάντοτε στο πλευρό τής Κύπρου. Αυτή είναι η αλήθεια. Φοβούμαι, όμως, ότι σήμερα έχει έλλειμμα πειστικότητας.

Κλείνω με μια τελική παρατήρηση.

Είμαι αρκετά ρεαλιστής. Γνωρίζω ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις πράττουν αυτό που θεωρούν ότι τους συμφέρει. Επίσης ότι η ισότητα και η δικαιοσύνη ισχύουν μόνο μεταξύ ισοδύναμων.

Γνωρίζω ότι η πολιτική αρχών, το διεθνές δίκαιο που δεν έπαψε να επικαλείται η δική μας γενιά πολιτικών, στρατιωτικών, διπλωματών και δημοσιογράφων, μπορεί να βρει σημείο ισορροπίας με το συμφέρον. Άλλωστε στον λόγο του «Περί Ειρήνης», ο Ισοκράτης αυτό μας λέγει.

Αλήθεια, είναι τόσο ουτοπικό να υποστηρίζει ένας ευρωπαϊστής σήμερα την σημασία να υπάρξει επιτέλους Κοινή Εξωτερική Πολιτική τής Ευρωπαϊκής Ένωσης που να στηρίζεται ακριβώς στη ισορροπία μεταξύ αρχών, δικαιοσύνης και συμφέροντος;