Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Άμυνα και Διπλωματία”, τεύχος Σεπτεμβρίου 2015

Η 13η Σεπτεμβρίου 2015, συμπίπτει με την εικοστή (!) επέτειο της υπογραφής της Ενδιάμεσης Συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδος και την πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.  Η προβλεπόμενη, από την ίδια τη συμφωνία,  αρχική της διάρκεια ήταν επταετής. Έκτοτε, από το 2002 και μετά,  η ισχύς της  ανανεώνεται αυτόματα ενόσω δεν έχει μονομερώς καταγγελθεί,  όπως προβλέπουν οι πρόνοιες της, από ένα εκ των συμβαλλομένων μερών.

Είναι βέβαιο ότι, όταν υπογραφόταν η συμφωνία, στη Νέα Υόρκη, από τους τότε υπουργούς Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια και  τον εκλιπόντα  Στέβο Τσβερνκόφσκι, ούτε η Αθήνα,  αλλά ούτε και τα Σκόπια  είχαν  τη βούληση -ή έστω την πρόθεση- να παρατείνουν, επί μια εικοσαετία, την ισχύ της .

Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία  της Μακεδονίας, εκτιμούσε, ευχόταν και πάνω απ’ όλα ήλπιζε ότι, με την πάροδο του χρόνου και τη βαθμιαία ομαλοποίηση των σχέσεων των δύο γειτονικών χώρων, η διευθέτηση του ζητήματος του ονόματος θα ερχόταν σαν μία φυσιολογική εξέλιξη με υποχώρηση  ή  παραχώρηση της Ελλάδος. Κυρίως όμως ότι το ζήτημα του ονόματος θα έχανε την κεντρική θέση που είχε στις σχέσεις των δύο χώρων.  Για το λόγο  αυτό, είχε μείνει καθηλωμένη  και προσηλωμένη στην γνωστή της θέση  περί «διπλής ονομασίας».

Εμείς, από την πλευρά μας, θεωρούσαμε ότι η Ελλάδα «έμπαινε» δυναμικά στο πολιτικό, οικονομικό, διπλωματικό και στρατιωτικό  παιχνίδι ισορροπιών και επιρροής στην πΓΔΜ, από το οποίο απουσίαζε παντελώς. Ταυτόχρονα, εκτιμούσαμε ότι οι διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η θετική της εφαρμογή και το άνοιγμα προοπτικών και δυναμικής στις  διμερείς μας σχέσεις, καθώς  και στον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της γείτονος, σε συνδυασμό με τις Αποφάσεις 817 (7 Απριλίου 1993)  και  845  (18 Ιουνίου 1993)  του Συμβουλίου Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών,  παρείχαν  τα αναγκαία  και ικανά εχέγγυα για την επίλυση του ζητήματος του ονόματος.

Είκοσι χρόνια αργότερα , δεν είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς ότι και οι δυο πλευρές  έπεσαν έξω στον υπολογισμό τους  και δεν πέτυχαν τους ομολογημένους  και ανομολόγητους στόχους τους. Η  καλύτερη και πληρέστερη  αποτίμηση της  πρώτης επταετίας της Ενδιάμεσης Συμφωνίας ( 1995-2002) έχει γίνει στο εξαιρετικό βιβλίο  «Αθήνα-Σκόπια , Η Επτάχρονη  Συμβίωση» ( Επιμέλεια Ευαγγέλου Κωφού και Βλάση Βλασίδη) που εκδόθηκε, το 2003, στη Θεσσαλονίκη από το Ίδρυμα  Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα.

– Οι σημαντικοί παράγοντες

Τρεις είναι, κατά τη γνώμη μου, οι παράγοντες που έχουν βαρύνουσα θέση  στο ζήτημα του ονόματος:

  1. Η αναγνώριση της γειτονικής χώρας με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», από την Ουάσιγκτον, στις 4 Νοεμβρίου 2004. Αν δώσω πίστη στα τότε λεγόμενα των  Αμερικάνων αξιωματούχων, στόχος της αναγνώρισης ήταν η άμβλυνση  των διεθνοτικών διαφορών και η πλήρης εφαρμογή της Συμφωνίας της Αχρίδας μέσω του δημοψηφίσματος.

Ας υποθέσουμε ότι ο επιδιωκόμενος στόχος ήταν διαφορετικός. Στην πραγματικότητα, η υπερδύναμη, με την κίνηση αυτή, ανέτρεψε την ισορροπία  των συνομιλιών για το όνομα υπέρ των Σκοπίων. Δημιουργώντας, ταυτόχρονα, την αίσθηση, την πεποίθηση μάλλον,  στους Σλαβομακεδόνες πολιτικούς ότι  μπορούν να αγνοήσουν την Ελλάδα, αφού έχουν την  αμέριστη στήριξη των ΗΠΑ. Μάλιστα σε ένα ζήτημα που ήταν στην κορυφή των ελληνικών συμφερόντων και χαμηλά -πολύ χαμηλά- στην ατζέντα των αμερικανικών. Όμως θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η  συμμετοχή της πΓΔΜ με στρατιωτικές δυνάμεις, χωρίς κανένα περιορισμό (waivers), στη Συμμαχία των Πρόθυμων στο Ιράκ, είχε δημιουργήσει ισχυρούς θυλάκους στήριξης και συμπάθειας γι’ αυτήν τόσο στο Λευκό Οίκο και στο Στέητ Ντηπάρτμεντ, όσο και στο Πεντάγωνο. Μεταξύ των οποίων και ο πανίσχυρος τότε υπουργός Άμυνας Ντόναλντ  Ράμσφελντ .

  1. Η άνοδος στην εξουσία, το 2006, του Νικόλα Γκρουέφσκι και οι παρωχημένες,  αλλά  πολιτικά  και κομματικά  αποδοτικές  για το ΒΜΡΟ εθνικιστικές του θέσεις (δεν αποκλείω να είναι  και πάλι νικητής στις εκλογές του 2016) διευκόλυναν  την Ελλάδα να δρομολογήσει πολιτική αποκατάστασης, σε κάποιο βαθμό βέβαια , της ανατροπής της ισορροπίας στις σχέσεις που προκάλεσε η δυσμενής για την Ελλάδα απόφαση του Νοεμβρίου 2004.

Η απόφαση -ομόφωνη διευκρινίζω- της Συνάντησης Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008 , η οποία επαναλήφθηκε το Μάιο του 2012 στο Σικάγο και το Σεπτέμβριο 2014 στο Κάρντιφ της Ουαλίας,  συνέδεσε  την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ με τη  προηγούμενη επίλυση του ζητήματος του ονόματος. Για πρώτη φορά στην ιστορία των σχέσεων Ελλάδος-πΓΔΜ, παρακάμπτοντας τις πρόνοιες της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Ήταν μια σημαντική στιγμή της σύγχρονης διπλωματικής  ιστορίας της Ελλάδος,  η οποία εκτιμώ ότι δεν έχει αξιολογηθεί στο βαθμό που θα έπρεπε ως προς την διπλωματική  προετοιμασία της και τη σημασία  της αποφασιστικότητας του μηνύματος που εξέπεμψε μια διαφορετική, σε σύγκριση με τη σημερινή,  Ελλάδα.

Οι, εν συνεχεία προσπάθειες διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έφεραν αντίστοιχα καίτοι όχι απόλυτα ταυτόσημου περιεχομένου, με το ΝΑΤΟ,  αποτελέσματα. Παρά τις  επαναλαμβανόμενες και απόλυτα  συντονισμένες  προσπάθειες  ισχυρών παραγόντων τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης  και των κρατών-μελών της όσο και εκτός αυτής, μάλλον έχει  εμπεδωθεί η εντύπωση ότι η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την πΓΔΜ,  προϋποθέτει τη δρομολόγηση της διευθέτησης  του προβλήματος του ονόματος με την Ελλάδα.

Οι ενδημικές εθνοτικές συγκρούσεις και  η πολιτική αστάθεια  της γειτόνος  συνιστούν  διαρκή και ισχυρά  επιχειρήματα στο διπλωματικό οπλοστάσιο εκείνων που  ισχυρίζονται και ίσως πιστεύουν,  εντός και εκτός  Σκοπίων,  ότι η  Ελλάδα  έχει μέρος της  ευθύνης για την κατάσταση  πόλωσης που επικρατεί. Την τακτική αυτή   ονόμαζε ως ”underdog theory” ο εκλιπών ηγέτης των Αλβανών της πΓΔΜ, Αρμπέν Τζαφέρι, ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

  1. Η καταδικαστική, για μας, Απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (5 Δεκεμβρίου 2011, ήταν μια οδυνηρή ήττα της ελληνικής διπλωματίας . Έχω γράψει αρκετά για τα προηγηθέντα και την πλημμελή τεκμηρίωση του ελληνικού φακέλου στην Χάγη. Τα είχα επισημάνει – συνταξιούχος πρέσβης πλέον- πολλούς μήνες πριν βγει η Απόφαση. Εις ώτα μη επιθυμούντων ν’ ακούσουν! Θυμίζω ότι πλήρης και κατ’ άρθρο, λεπτομερής, ανάλυση της Απόφασης έχει δημοσιευθεί στο τεύχος Ιανουαρίου 2012 της «Α&Δ». Όλα τα σχετικά κείμενα, που αφορούν στα προηγηθέντα και στις  εν συνέχεια επιπτώσεις, έχουν, επίσης, περιληφθεί στο βιβλίο μου «Η Άλλη Κρίση-Η Μαρτύρια Ενός Πρέσβη» ( Αθήνα 2013, Εκδόσεις Ινφογνώμων).

Πέραν της καταδίκης μας, το Διεθνές Δικαστήριο της  Χάγης, ερμήνευσε, για πρώτη φορά, το σύνολο σχεδόν των διατάξεων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας κατά τρόπο  δυσμενή για τα ελληνικά συμφέροντα. Μεταξύ δε αυτών, τα αφορούντα στην  εχθρική προπαγάνδα, στον αλυτρωτισμό, στην πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά  κ.λπ. Όλες τις θεμελιώδεις, δηλαδή, διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.

Δυστυχώς η ατολμία (στην  πολιτικο-διπλωματική ορολογία καλείται «περίσκεψη και νηφαλιότητα») δεν επέτρεψε στην Ελλάδα να αναζητήσει τρόπους διεξόδου  από μια  δυσάρεστη πλέον Συμφωνία που τη δεσμεύει έναντι της πΓΔΜ,  διμερώς και  διεθνώς, χωρίς ποτέ να έχει κυρωθεί από την Βουλή των Ελλήνων και χωρίς να έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο είναι ότι,  με την Απόφαση του Δ.Δ.Χ. έχει ετεροβαρή χαρακτήρα. Εν τέλει, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι προσηλωμένη σε μια Συμφωνία που επιχειρηματολογώ ότι δεν της προσφέρει ισχυρά ερείσματα.

Σε όσους  καλόπιστους αντιλέγουν ότι, παρά ταύτα, η Ενδιάμεση Συμφωνία παρέχει μια καθιερωμένη, νομιμοποιητική και διεθνώς αποδεκτή διμερή διαδικασία αναζήτησης λύσης στο ζήτημα του ονόματος , θα μπορούσα να απαντήσω: εξίσου, αν όχι  ισχυρότερη, βάση των συνομιλιών είναι η αναμφισβήτητη,  νομιμοποιητική προς τούτο,  εντολή  των   Αποφάσεων 817  και 845 του Συμβουλίου  Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών, καθώς, επίσης, οι Αποφάσεις (Συναντήσεις Κορυφής  του ΝΑΤΟ ) του Βουκουρεστίου, Σικάγου, Κάρντιφ και τα σχετικά Συμπεράσματα των Συμβουλίων Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κάτι ακόμη. Στο τεύχος του Μαΐου 2015 αναφερθήκαμε στις ελληνικές προτάσεις  προς την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για τα λεγόμενα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Οι  προτάσεις αυτές έχουν νόημα μόνο εφόσον  στοχεύουν στην εξασφάλιση της λύσης του ζητήματος της ονομασίας στο ορατό μέλλον. Δεν θα εξυπηρετήσουν το σκοπό για τον οποίο δρομολογήθηκαν, εάν μεταβάλλουν, σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα τουλάχιστον, την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων.

Η μόνη εκκρεμότητα είναι το ζήτημα του ονόματος και προς αυτό θα πρέπει να κατατείνουν οι προσπάθειες μας, χωρίς όμως εκπτώσεις. Εν πάση περιπτώσει, ας καταγράψω την εκτίμηση μου ότι,  παρά το «παράθυρο ευκαιρίας» για λύση  στους  επόμενους μήνες που φαίνεται να προωθούν -αθόρυβα- σειρά εταίρων και συμμάχων μας στην Ε.Ε.  και στο ΝΑΤΟ, δεν πρέπει να έχουμε ψευδαισθήσεις. Η πολιτική τάξη των Σλαβομακεδόνων, και δη ο πρωθυπουργός κύριος Γκρουέφσκι, δεν θέλει λύση. Ή, μάλλον, δεν θέλει τη λύση που  προωθούν  όλες, ανεξαρτήτως, οι κυβερνήσεις της Ελλάδος από το Σεπτέμβριο του 2007 και μετά και συνοψίζεται  ως ακολούθως: σύνθετη ονομασία, με γεωγραφικό προσδιορισμό, ισχύουσα έναντι όλων.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο, πιθανώς δε και αναγκαίο, να κάνω μια διευκρίνιση. Εδώ και είκοσι χρόνια, υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων, στα μέσα ενημέρωσης και όχι μόνον,  στον τρόπο  με τον οποίο αντιλαμβανόμεθα τον όρο «διπλή ονομασία». Όταν η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας λέγει ότι επιδιώκει ή, έστω, ότι θα δεχόταν τη διπλή ονομασία,  τι εννοεί;  Χρήση της  συνταγματικής ονομασίας «Republic of Macedonia» διεθνώς και μια άλλη ονομασία για τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα. Αντιθέτως, οι περισσότεροι στην Ελλάδα, όταν μιλάμε για διπλή ονομασία,  η ερμηνεία που δίνουμε είναι ότι η   γειτονική χώρα θα έχει μια ονομασία διεθνώς, άρα και έναντι της Ελλάδος, του τύπου (αναφέρω σαν παράδειγμα) «Republic of Northern Macedonia», ενώ  διατηρεί τη συνταγματική της στο εσωτερικό.

Κλείνω με μια επισήμανση: μόνο με μια  ισχυρή κυβέρνηση συνεργασίας, με ευρεία κοινοβουλευτική και κοινωνική στήριξη, θα μπορούσε η Αθήνα να αντιμετωπίσει την αναζήτηση λύσης στο ζήτημα της ονομασίας εντός του ορθού πλαισίου που είχε, πρώτη, θέσει η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή το Σεπτέμβριο του 2007  και συμφωνήσαν, εν συνεχεία, όλες οι επόμενες. Της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ του πρωθυπουργού κ. Αλ. Τσίπρα  (βλ. προγραμματικές δηλώσεις του στην Βουλή)  συμπεριλαμβανομένης.