Δημοσιεύθηκε στην www.kathimerini.gr, 23/07/2023
Ετσι ξεκινάει η πρώτη εγγραφή στο μικρό και φθαρμένο από τον χρόνο σημειωματάριο που κρατούσε ο πατέρας σαν χρηστικό ημερολόγιο. Αλεξάνδρα χήρα Ιωάννου Μαλέα ή Μαλλιά, το γένος Κλεάνθη Νικολουλίδου και της Ευθαλίας Σαράφογλου, γεννηθείσα εν Κωνσταντινουπόλει. Εγγεγραμμένη στο Δημοτολόγιον του Δήμου Καλλιθέας υπ’ αύξοντα αριθμόν 539. Πρόσφυγας. Στο μονώροφο στις Τζιτζιφιές γνώρισα τη γιαγιά μου.<!–more>
Οικία: Τζιτζιφιές Ε΄, τετράγωνο 14, μονώροφο αρ. 50. Η απόφαση του παραχωρητηρίου του υπουργείου Εθνικής Πρόνοιας –έτσι λεγόταν η πράξη της διοικήσεως– είχε αριθμό πρωτοκόλλου 126698 και 17310/1939 και 52223/1941. Εξοφλήθη, συνεχίζει στο ημερολόγιο, εις Αγροτική Τράπεζαν της Ελλάδος, δραχμαί 19.320. Γραμμάτιον εξοφλήσεως της 17ης Δεκεμβρίου 1942. Το παραχωρητήριο ήρθε αργότερα. Σημαίνει ότι δόθηκε στους πρόσφυγες από την Πρόνοια, το πλήρωσαν όμως σε δόσεις και τους δόθηκε οριστικά με τίτλο ιδιοκτησίας όταν το εξόφλησαν. Με κεφαλαία γράμματα λόγω της μεγάλης για τον ίδιο σημασίας –ορφανό μοναχοπαίδι–, φέρει τον αριθμό 1495/1942, αριθμός πρωτοκόλλου 84720/1942. Ανάπηρος πολέμου στο Τεπελένι, τακτικός όμως στις υποχρεώσεις του έναντι του Δημοσίου. Μεταγραφή του μονώροφου εις το Υποθηκοφυλακείον Αθηνών, τόμος 1285, αριθμός 138. Εκδόθηκε το πιστοποιητικό, αριθμός 4698/273-1943.
Υπάρχει ένα μεγάλο κενό που δεν έχω καταφέρει να συμπληρώσω. Βάρος το έχω στη συνείδησή μου. Με περηφάνια ταυτίζομαι με τη στεμνιτσιώτικη γορτυνιακή καταγωγή μου από την πλευρά της μητέρας, ενώ αμέλησα να συνειδητοποιήσω την ταυτότητά μου από την πλευρά του πατέρα. Προ ετών αναζήτησα τις ρίζες του παππού Ιωάννη Μαλέα ή Μαλλιά –συζύγου της γιαγιάς Αλεξάνδρας– με καταγωγή από τη Μαρώνεια. Στρατιωτικού, κατά τη θολή διήγηση του ορφανού πατέρα. Αναζήτησα χωρίς αποτέλεσμα στοιχεία στη Μαρώνεια. Πρόσφατα ανανεώσαμε την προσπάθεια με την πολύτιμη βοήθεια της Διεύθυνσης Ιστορίας του Στρατού. Εψαξαν παντού. Χωρίς αποτέλεσμα. Ερωτήματα λοιπόν δίχως απαντήσεις.
Eκατό χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923, συμφωνούμε όλοι ότι οι πρόσφυγες αποτέλεσαν τη μαγιά της αναγεννητικής πορείας της νέας Ελλάδος.
Παρότι η προσφυγιά, ο ξεριζωμός, ήταν η ριζωμένη εντύπωση που είχα από τη γιαγιά Αλεξάνδρα, άργησα να συνειδητοποιήσω πώς είχε συμβεί. Θυμάμαι από διηγήσεις της ότι είχε γεννηθεί μεν στην Κωνσταντινούπολη, μεγάλωσε όμως στην Οδησσό. Εύπορη, πλούσια θα μπορούσα να πω οικογένεια, είχε καπναποθήκες και διέπρεψε στο καπνεμπόριο. Μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων πρόλαβαν και πούλησαν την περιουσία τους. Εφυγαν από την Οδησσό με αρκετά χρήματα και εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Υπάρχουν κενά. Σίγουρα η Αλεξάνδρα περιλαμβανόταν στην υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών της Συνθήκης της Λωζάννης.
Δεκαετία του ’50. Τζιτζιφιές, προσφυγικά. Το μονώροφο κτίσμα δεν ήταν σπίτι. Ηταν ένα δωμάτιο με δύο πόρτες. Μία μπροστά και η άλλη στην απέναντι πλευρά. Χώμα μπρος, χώμα πίσω. Απέναντι σε κάθε πλευρά του χωματοδιαδρόμου, εκατοντάδες άλλα καταλύματα. Χρώμα όπως το εννοούμε δεν υπήρχε. Παντού ένα καταθλιπτικό γκρι. Γκρι ο τοίχος, γκρι το τσιμεντένιο δάπεδο, από μωσαϊκό γκρι η κτιστή σκάφη, νιπτήρας και βρύση μαζί, υποκατάστατο κουζίνας. Ενα κρεμασμένο μεταλλικό φανάρι αντί ψυγείου. Κολλημένο στον τοίχο ένα μεταλλικό κρεβάτι. Εκεί έζησε η γιαγιά μου και μεγάλωσε ο πατέρας.
Σε ολόκληρη την Ελλάδα, σε ανάλογους συνοικισμούς προσφύγων έζησαν εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένοι. Το υποχρεωτικά και δραματικά μεταγγισμένο στην Ελλάδα νέο αίμα. Μια μετάγγιση με πολύ πόνο και δυστυχία που αποδείχθηκε εντούτοις ευεργετική. Σήμερα, εκατό χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923, συμφωνούμε όλοι ότι οι πρόσφυγες αποτέλεσαν τη μαγιά και τον καταλύτη της αναγεννητικής πορείας της νέας Ελλάδος.