Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα Liberal.gr, 13/10/2017
Αναντίρρητα η επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο είναι μείζονος σημασίας για τα συμφέροντα της Ελλάδος πέραν κομματικών ή πολιτικών σκοπιμοτήτων, σε μια απρόσμενα και ιστορικά μοναδική θετική συγκυρία στο τρίγωνο Ουάσινγκτον- Αγκύρας –Αθηνών. O Πρωθυπουργός συναντιέται με την δική του ιστορία. Κυρίως όμως με την ιστορία της Ελλάδος!
1. Η επίσκεψη του Πρωθυπουργού της Ελλάδος στον Λευκό Οίκο δεν είναι συμπτωματική:
Εδώ και δέκα μήνες περίπου η ελληνική πλευρά είχε καταβάλει συστηματικές και συνεχείς σε πολλά επίπεδα, τόσο απ’ ευθείας όσο και με πολλούς ενδιαμέσους, σε πολλά επίπεδα, προσπάθειες προκειμένου να εξασφαλίσει την πολύ-αναμενόμενη πρόσκληση. Χωρίς να παραγνωρίζω την συμβολή των αμερικανικών διπλωματικών αρχών υπογραμμίζω ότι ο ρόλος της Πρεσβείας μας στην Ουάσιγκτον υπήρξε καθοριστικός. Κίνησαν γη και ουρανό. Απορία προκάλεσε λοιπόν η αρχική ανακοίνωση των Αθηνών ότι η πρόσκληση έγινε αποδεκτή. Δηλαδή, το σκεφθήκαμε πολύ πριν δώσουμε το ΟΚ;
Το φαινόμενο δεν είναι μόνο σημερινό. Οι αυλές υπάρχουν για να δικαιολογούν την ύπαρξή τους και να ευδοκιμούν… οι περαστικοί αυλικοί. Είναι όμως χαρακτηριστικό μίας συγκεκριμένης ελληνοπρεπούς νοοτροπίας με συνέχεια και χωρίς καθορισμένα πολιτικό-κομματικά όρια. Της ψυχολογίας του μικρού που νιώθει ξαφνικά να μεγαλώνει.
Για καλή μας τύχη η επίσκεψη γίνεται τώρα σε μια απρόσμενα και ιστορικά μοναδική θετική συγκυρία, στην τέταρτη δεκαετία της μεταπολίτευσης, στο τρίγωνο Ουάσινγκτον- Αγκύρας –Αθηνών.
Να ξεκαθαρίσω λοιπόν ότι δεν είμαστε εμείς η εξαίρεση. Μετά λόγου γνώσης σημειώνω ότι 150 περίπου χώρες και τριπλάσιοι του αριθμού αυτού ηγέτες –εξαιρουμένων των είκοσι-τριάντα που βρίσκονται στην πρώτη σειρά του αμέσου ενδιαφέροντος και στην κορυφή των συμφερόντων των ΗΠΑ -προσπαθούν να εξασφαλίσουν είσοδο στον Λευκό Οίκο. Αυτή ήταν, είναι και θα είναι η πραγματικότητα.
2. Τα συμφέροντα της Ελλάδος πέραν κομματικών /πολιτικών σκοπιμοτήτων:
Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν ότι κυρίως ο Λευκός Οίκος, το αποδυναμωμένο σήμερα State Department, και όλοι όσοι συντελούν στην πραγματοποίηση της επίσκεψης γνωρίζουν καλά, άριστα, τα εξής:
– την δομή, προσωπικές πεποιθήσεις, πολιτική φιλοσοφία, επιδόσεις, υστέρηση και εν γένει πολιτικά πεπραγμένα της κυβέρνησης συνεργασίας του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και των υπουργών του. Γνωρίζουν επίσης λεπτομερώς τις θέσεις και ενδόμυχες πεποιθήσεις των κυβερνητικών στελεχών – ακόμη και τη λεγομένη γλώσσα το σώματος -όπως αποτυπώνονται στις συναντήσεις τους στην Αθήνα με τους αμερικανούς συνομιλητές τους.
Μία παρένθεση: πρόκειται για ένα διαχρονικά επαναλαμβανόμενο φαινόμενο που δεν γνωρίζει ιδεολογία και πολιτικά χρώματα ούτε περιορίζεται από τις κομματικές ταυτότητες. Πριν λίγα χρόνια, με απορία και έκπληξη συνάμα διάβαζα στα 2500 περίπου αμερικανικά τηλεγραφήματα και εκθέσεις WIKILEAKS τα οποία αφορούσαν στην Ελλάδα, τις ομολογιακού χαρακτήρα εκμυστηρεύσεις υπουργών και κυβερνητικών στελεχών ακόμη και για θέματα –όπως για παράδειγμα το ενεργειακό- εκτός του πλαισίου αρμοδιοτήτων τους.
Δεν έχω κανένα λόγο να πιστεύω ότι η πρακτική αυτή δεν συνεχίζεται. Ειδικά σε μία κυβέρνηση συνεργασίας. Αντιθέτως, μάλιστα πάντοτε υπάρχουν κάποιοι πού γενναιόδωρα «ανοίγουν την καρδιά» τους.
Γνωρίζουν επίσης άριστα τις θέσεις του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκου Μητσοτάκη και τις προσωπικές εκτιμήσεις των βασικών στελεχών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως. Επίσης, την πολιτική εμβέλεια, πολιτικό λόγο και προοπτική των λοιπών κομμάτων. Εντός και εκτός Βουλής.
Γνωρίζουν, γνωρίζουν, γνωρίζουν…
Πού θέλω να καταλήξω;
Στην αυτονόητη επισήμανση ότι η συνάντηση του Πρωθυπουργού της Ελλάδος με τον Πρόεδρο Donald Trump γίνεται διότι η αμερικανική κυβέρνηση και ο Λευκός Οίκος έχουν πεισθεί για την χρησιμότητά της για την ενίσχυση και προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων στην Ευρώπη, στα Βαλκάνια και βέβαια -μέσω της Σούδας- στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και πέραν του Περσικού Κόλπου, μέχρι το Αφγανιστάν. Επιπλέον, διότι ο κύριος Donald Trump προσωπικά έχει κάτι να μας πει.
Όσο άδικο και άκαιρο είναι να μεμψιμοιρούν κάποιοι στην Αθήνα για την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον, ειδικά την στιγμή αυτή, τόσο λάθος είναι κάποιοι άλλοι να θελήσουν να της προσδώσουν χαρακτήρα η χρώμα επιλεκτικής πολιτικής στήριξης. Στην Ελλάδα θεωρείται πάντοτε ως εξαιρετικό γεγονός ότι για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αυτονόητο.
Η επίσκεψη έχει αναμφίβολα ξεχωριστή σημασία για τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση. Έχει όμως μεγαλύτερη σημασία για την ίδια την λαβωμένη στα οκτώ χρόνια της βαθιάς αυτής κρίσης εικόνα της Ελλάδος.
Κυρίως λόγω της μοναδικής και αναντικατάστατης στρατηγικής θέσης της. Εν μέσω ριζικής μεταβολής ισορροπιών, συμμαχιών και δεδομένων. Μεταξύ άλλων, λόγω των επιλογών του Προέδρου Trump και προς διαφορετική κατεύθυνση των προκατόχων του σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Χωρίς να ξεχνώ τις δικές μας ευθύνες, εννοώ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών–μελών της.
Όμως, τα όσα συζητηθούν στην Ουάσινγκτον και εν συνεχεία την επόμενη ημέρα τεθούν σε ένα χρονοδιάγραμμα υλοποίησης, απαιτούν εδώ στην Ελλάδα ευρύτερη πολιτική συνεννόηση και συναίνεση η οποία δεν διαμορφώνεται αυτόματα, είναι δυνατή, αλλά όμως θα πρέπει να επιδιωχθεί και να διασφαλισθεί.
Έχω υπόψη μου ειδικότερα δύο θέματα χωρίς να υποτιμώ τα υπόλοιπα:
Α. Την Συμφωνία για την Σούδα:
Δηλαδή την έναντι ουσιαστικών πολιτικών ανταλλαγμάτων- προτιμώ να τις αποκαλώ διμερείς εγγυήσεις ασφάλειας-και όχι μόνον έναντι εξοπλιστικών και οικονομικών ανταλλαγμάτων ανανέωση της Συμφωνίας για την Σούδα. Όσο σημαντικότερα είναι τα ανταλλάγματα τόσο μεγαλύτερη σε διάρκεια ας είναι η ισχύς της νέας συμφωνίας. Αυτή μπορεί να είναι μία λογική διαπραγματευτική θέση και γραμμή.
Ορθώς η κυβέρνηση-φαίνεται ότι επικράτησε ευτυχώς η θέση του Υπουργείου Εξωτερικών- προέβη σε μεταβατικού χαρακτήρα ανανέωση μόνο για ένα χρόνο. Το γράφω και το λέγω κάμποσα χρόνια. Η Σούδα αποτελεί το πολυτιμότερο στοιχείο του σημαντικότερου πυλώνα των διμερών μας σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες που δεν είναι άλλος από την αμυντική συνεργασία. Η Ελλάδα έχει στα δικά της χέρια ένα αναντικατάστατης αξίας για την εξυπηρέτηση και την προώθηση των εθνικών της συμφερόντων αλλά και των στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ μέσον διαπραγμάτευσης.
Η αξιοποίηση του απαιτεί σύνεση, την αίσθηση του μέτρου και πολιτική συνεννόηση.
Να ληφθούν υπόψη οι:
ι. Οι άμεσες απειλές κατά της εθνικής της ασφάλειας και εδαφικής κυριαρχίας που δέχεται η Ελλάδα από την Τουρκία.
ιι. Ή για τον λόγο αυτό ,συγκριτικά με τα λοιπά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, ανεπαρκής για την Ελλάδα διασφάλιση που θεωρητικά παρέχει το Άρθρου 5 του Χάρτη της Συμμαχίας.
Β. Το ζήτημα του ονόματος της πΓΔΜ:
Το ίδιο συμβαίνει –καίτοι δεν βρίσκεται ψηλά στο γνωστικό πεδίο των προτεραιοτήτων του Προέδρου Donald Trump- με τις προοπτικές(;) επίλυσης του ζητήματος του ονόματος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Για όσους υπέρμετρα ανησυχούν ή βιάζονται να θυμίσω ότι είναι ψηλά μόνο γιά κάποια στελέχη του State Department, σε επίπεδο βοηθού Υφυπουργού ή Υφυπουργού Εξωτερικών. Το αναβαθμίζουν επίσης οι πρεσβείες των ΗΠΑ σε Σκόπια και Αθήνα. Στο παρελθόν έχουμε περάσει μέσα από τις Συμπληγάδες Πέτρες για το ζήτημα αυτό.
Η θέση μας είναι ξεκάθαρη. Ναι θέλουμε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον να λυθεί το ζήτημα της ονομασίας. Όχι όμως με άτακτη υποχώρηση. Η πρόσφατη εμπειρία δείχνει ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν φέρει άφεση αμαρτιών ούτε αποτελεί εγγύηση δημοκρατίας, ομαλότητας και εξαγνισμού. Ας θυμηθούμε τη δικτατορία στην Ελλάδα. Ας δούμε τι γίνεται σήμερα στην Τουρκία και σε διαφορετική διάσταση και αναλογία πιο κοντά μας στην Αλβανία.
Βέβαιο είναι ότι έχουμε και εμείς κάνει λάθη, καθώς και εκτιμήσεις που δεν επιβεβαιώθηκαν. Όμως, τη στιγμή αυτή τα Σκόπια επιχειρούν να κάνουν τη δική τους αυτοκάθαρση. Αναλαμβάνουν –αν πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα- το μέρος της ευθύνης που τους αναλογεί. Ορθώς έχουμε ρίξει, ήδη από το Βουκουρέστι το 2008, το βάρος στον αλυτρωτισμό και την εχθρική προπαγάνδα παρά το γεγονός –το αναγνωρίζω -ότι δεν έχουμε πείσει πολλούς.
Εν τούτοις, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, η δικαίωση μας έρχεται σήμερα από την νέα πολιτική πραγματικότητα στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Έχω δει τουλάχιστον δέκα δημόσιες δηλώσεις του πρωθυπουργού κου Zoran Zaev και του δεινού πρέσβη Υπουργού Εξωτερικών κου Nikola Dimitrov στις οποίες παραδέχονται ότι η κυβέρνηση της χώρας τους με συγκεκριμένες πράξεις στόχευσε στην προηγούμενη δεκαετία να ενοχλήσει και να προκαλέσει την Ελλάδα. Η ομολογία και η παραδοχή σήμερα έχουν μεγαλύτερη σημασία από τα κίνητρα.
Οι κρίσιμες και ιστορικές αποφάσεις για το σοβαρά θέματα σταθμίζουν ασφαλώς τις περιστάσεις και επηρεάζονται από τις ειδικότερες συνθήκες που επικρατούν.
Ανεξαρτήτως των δικών μας λαθών στο παρελθόν, πρέπει να αναζητήσουμε μία λύση που θα σταθεί στη δοκιμασία του χρόνου και θα είναι λύση πραγματική και όχι «φύλλο συκής». Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, κομβική σημασία στις διαπραγματεύσεις με την πΓΔΜ στην βάση του πολύτιμου κεκτημένου του Βουκουρεστίου έχει η σταθερή στάση μας στο ζήτημα της ισχύος την υπό αναζήτηση νέας ονομασίας της γειτονικής μας χώρας «erga omnes». Το πρόβλημα είναι πώς επιβάλλεται στις τρίτες χώρες.
Η επίτευξη λύσης θα διευκολυνθεί αν η Ουάσινγκτον μας διαβεβαιώσει –έστω πίσω από τις κλειστές πόρτες- ότι θα αλλάξει την απόφαση του Νοεμβρίου 2004 και θα αναγνωρίσει τη γειτονική μας χώρα με το νέο όνομα που θα συμφωνηθεί μεταξύ Σκοπίων και Αθηνών.
Τα ζητήματα ταυτότητας, γλώσσας, εθνότητας δεν μπορούν να αφεθούν στην τύχη ή στον αυτόματο πιλότο. Άλλωστε, προτάσεις του κυρίου Matthew Nimetz κατέγραψαν το πρόβλημα ονομασιών, γλώσσας, ακόμη και των διαβατηρίων της γείτονος και εμπορικών σημάτων προέλευσης.
Η «λύση» του σήμερα δεν μπορεί να είναι το μεγάλο πρόβλημα του αύριο. Έχουμε υποχρέωση απέναντι στις επόμενες γενιές να μην αφήσουμε «αποδημητικές ασάφειες».
3. Η πολιτική συνεννόηση παραμένει το ζητούμενο:
Το ιδανικό σενάριο θα ήταν ο Πρωθυπουργός να συζητήσει με τον Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας και άλλους πολιτικούς αρχηγούς τα θέματα αυτά-και όχι μόνον- πριν φύγει για την Ουάσινγκτον. Θα ήταν πολλαπλώς πολιτικά και διαπραγματευτικά ενισχυμένος και απαλλαγμένος από πολλές ενδοκυβερνητικές έγνοιες.
Για ένα πράγμα πρέπει να είναι βέβαιος ο Πρωθυπουργός κύριος Αλέξης Τσίπρας –όπως κάθε Πρωθυπουργός της Ελλάδος – που εισέρχεται στο Λευκό Οίκο και κάθεται στο Οβάλ Γραφείο.
Δεν εκφράζει μόνο το παρόν. Τα όσα πει επηρεάζουν το αύριο και το μέλλον μας. Μετά λόγου γνώσης σημειώνω ότι παρά τα φώτα, τα φλας και τις κουστωδίες είναι η στιγμή της απόλυτης μοναξιάς για κάθε ηγέτη. Συναντιέται με τη δική του ιστορία. Κυρίως όμως με την ιστορία της Ελλάδος.
Καλή επιτυχία κύριε Πρωθυπουργέ.