Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα www.kathimerini.gr, 28/05/2023
River House, 350 Park Avenue και 51st. Srteet. Το επιβλητικό κτίριο στην καρδιά του Μανχάταν είναι η έδρα του ομίλου Kissinger-McLarty Associates. Η κορυφαία εταιρεία προώθησης συμφερόντων και δημοσίων σχέσεων δεν χρειάζεται συστάσεις. Eμβληματική σφραγίδα της ο Χένρι Κίσινγκερ. Ο εταίρος του McLarty ήταν προσωπάρχης του Λευκού Οίκου επί Κλίντον. Στο επίπεδο αυτό οι ιδεολογικές αποχρώσεις ξεθωριάζουν μπροστά στο προσδοκώμενο όφελος που στηρίζεται στην αρχή «ισχύς και κέρδος εν τη ενώσει».
Μάρτιος 2008. 26ος όροφος, Γραφείο 2600. Κρατώ ως ενθύμιο την ξεθωριασμένη σήμερα αυτοκόλλητη άδεια εισόδου. Συνάντηση με τον Κίσινγκερ. Είχα ενημερώσει ότι αφορούσε αποκλειστικά στο Μακεδονικό. Δεκαπέντε μέρες πριν από τη Συνάντηση Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι. Δεν είχαμε αφήσει πέτρα όρθια στη δύσκολη προσπάθεια να προωθήσουμε τις θέσεις μας στον πρόεδρο Μπους, τους συμβούλους του και την υπ. Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις. Ο Κίσινγκερ, από το 1992, είχε παρέμβει δημόσια στηρίζοντας τη θέση και το δίκαιο της Ελλάδος στο ζήτημα του ονόματος. Εξήγησα την κρισιμότητα των στιγμών και τη διαγραφόμενη τροχιά σύγκρουσης στο Βουκουρέστι με την πολιτική Μπους. Τον παρότρυνα να παρέμβει εκ νέου δημόσια και να εκθέσει την άποψή του για το όνομα στον Λευκό Οίκο.
Του έδωσα σημείωμα δέκα γραμμών. Το διάβασε. Απάντησε: «Η Ελλάδα έχει δίκιο στο όνομα. Δεν νοείται να αδικηθεί η Ελλάδα προκειμένου να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ μία χώρα με ελάχιστες δυνατότητες συνεισφοράς στη συμμαχία. Θα τηλεφωνήσω στον Στιβ Χάντλεϊ», είπε, σύμβουλο τότε Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Μπους. Τον ρώτησα αν θα ήθελε να κάνει δήλωση στον έγκριτο ανταποκριτή του ΑΠΕ. Συμφώνησε. Αλλά δεν έδωσε συνέχεια. Είχε μια μόνιμη δυσανεξία να «εκτεθεί» σε ελληνικό μέσο ενημέρωσης. Η αντίδρασή του ήταν η ίδια που καταγράφει και ο Α. Παπαχελάς στο βιβλίο του «Ενα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974».
Η τελευταία μας σύντομη συνάντηση ήταν στη Μινεάπολη το 2008. Μίλησε απαξιωτικά για τη Βόρεια Μακεδονία σε σχέση με το ΝΑΤΟ στηρίζοντας –σπάνιο τότε– την Ελλάδα. Το συζητήσαμε με τον Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη που μετείχε ως παρατηρητής με την ιδιότητα του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών και Αμυνας της Βουλής.
Τρία χρόνια νωρίτερα, αφότου ανέλαβα στην Ουάσιγκτον, ήμουν αρκετά σφιγμένος στην πρώτη μας συνάντηση. Πλησιάζοντας το γραφείο του στη Νέα Υόρκη αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν ένας –κατά τα γραπτά του– θαυμαστής του ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού να κλείσει τα μάτια ενθαρρύνοντας τη βάρβαρη τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου. Πώς επίσης ένας θαυμαστής του Περικλή ταυτίστηκε με τη χούντα των συνταγματαρχών. Ρητορικά ερωτήματα.
Η υποδειγματική έρευνα και τα αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά αρχεία, όπως καταγράφονται κυρίως στα βιβλία των Α. Παπαχελά, Μ. Ιγνατίου – Κ. Βενιζέλου και Κρίστοφερ Χίτσενς, αποδεικνύουν την αποφασιστική, προσωπική του εμπλοκή. Πολλά για τη δική του ευθύνη είχε αποκαλύψει ο Ηλίας Δημητρακόπουλος, ο σημαντικότερος και αποτελεσματικότερος αντιχουντικός στην Ουάσιγκτον στη διάρκεια της δικτατορίας. Ο οποίος ήταν, άλλωστε, προσωπικός στόχος του Κίσινγκερ.
Με καλωσόρισε λέγοντας ότι διατηρούσε κατά καιρούς επαφή με τους εκπροσώπους της Ελλάδος στην Ουάσιγκτον, την οποία θαυμάζει. Δεν την είχε επισκεφθεί «για λόγους ασφαλείας» διαισθανόμενος ότι «δεν ήταν ευπρόσδεκτος». Απάντησα ότι η Ελλάδα ήταν ασφαλής προορισμός όπως αποδείχθηκε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η συζήτησή μας στράφηκε προς τη Ρωσία και την Κίνα. Οι θέσεις του ως του αυθεντικότερου σύγχρονου εκπροσώπου του πολιτικού κυνισμού και της ρεαλιστικής ωμότητας στις διεθνείς σχέσεις δεν ευθυγραμμίσθηκαν αναγκαστικά με την πολιτική διαδοχικών Αμερικανών προέδρων. Χαρακτηριστική –που παραπέμπει επίσης στο 1974 στην Κύπρο– ήταν η απαράδεκτη περί Ουκρανίας θέση του για «ειρήνη έναντι παραχώρησης ουκρανικών εδαφών στη Ρωσία», που ευνοεί μόνο τις επιδιώξεις του Ρώσου εισβολέα.
Για πολλά πράγματα αναγνωρίζεται και κατηγορείται ο Κίσινγκερ. Κανείς όμως δεν μπορεί να προσάψει στον εκατοντάχρονο κορυφαίο στρατηγιστή ότι ήταν μετριόφρων και ταπεινόφρων. Θεωρεί ότι για μισό αιώνα κρατούσε κατ’ αποκλειστικότητα τη μαγική ράβδο της ορθοτομής της παγκόσμιας ισορροπίας ισχύος και συνεργασίας στη βάση του συμφέροντος –όχι αρχών ή αξιών– του Διευθυντηρίου των ισχυρών. Για τη μοναδικότητα και αποκλειστικότητα της αυθεντίας του θέλησε να επηρεάσει, όχι αναγκαστικά με επιτυχία, όλους τους μετά τον Νίξον Αμερικανούς προέδρους.