Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Foreign Affairs”, τεύχος Απρίλιος-Μάιος 2016

«Όταν οι άνθρωποι ριχτούν στον πόλεμο , αρχίζουν από εκείνο με το οποίο θα έπρεπε να τελειώσουν. Αρχίζουν από την δράση και μόνο αν κακοπάθουν ξεκινούν τις διαπραγματεύσεις». (Θουκυδίδης , Πελοποννησιακός Πόλεμος)

Την στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές (αρχές Μαρτίου 2016) , η κατάσταση στην Λιβύη θα μπορούσε να περιγραφεί συνοπτικά ως εξής: Δεν υπάρχουν κρατικές δομές που να λειτουργούν έστω κατά τρόπο υποτυπώδη. Η επιβληθείσα, από την κατ’ ευφημισμό αποκαλούμενη Διεθνή Κοινότητα, συμφωνία μεταξύ της νόμιμης και διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Τρίπολης και των συνασπισμένων αντικυβερνητικών δυνάμεων για την δημιουργία μιας κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας αποτελεί θετικό βήμα. Όμως, το πρόβλημα είναι ότι μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε περιορισμένα τμήματα-εδάφη της χώρας. Η υπόλοιπη Λιβύη είναι ακυβέρνητη και στο έλεος των ισλαμιστών. Οι διοικητικές υποδομές και οι παροχές κοινωνικής ωφέλειας έχουν σε μεγάλο βαθμό καταστραφεί.

Για ορισμένους, η λύση της επιβολής ενός Λίβυου «αλ Σίσι» (κατά το πρότυπο του προέδρου της Αιγύπτου), -για παράδειγμα ο στρατηγός Χαλίφα Χέφταρ – θα μπορούσε να αποτελέσει μια διέξοδο. Ο στρατηγός Χέφταρ δικαίως θεωρείται ως ο πλέον έμπειρος Λίβυος στρατιωτικός «σύντροφος εν όπλοις» του Καντάφι στην επανάσταση του Σεπτέμβρη του 1969, ηγήθηκε του λιβυκού αποσπάσματος στον Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο του 1973. Επικεφαλής των λιβυκών στρατευμάτων στο Βόρειο Τσάντ, όπου και συνελήφθη μαζί με εκατοντάδες άλλους Λίβυους αξιωματικούς. Εν συνεχεία μετά από μια σειρά ενδιαμέσων σταθμών εντάσσεται στο αντι-κανταφικό κίνημα (εξωτερικού) και καταλήγει στα περίχωρα της Ουάσινγκτον.

Τον ξανασυναντάμε στην εξέγερση του 2011 όπου διεκδικεί πρωτεύοντα ρόλο.

Οι εξελίξεις στην Λιβύη έχουν διαψεύσει όλα τα σενάρια. Τα οποία κατά κανόνα δεν είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού με αρχή, μέση και τέλος. Όπως σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις στρατιωτικών επεμβάσεων (Ιράκ, Συρία και Αφγανιστάν), έτσι και στην περίπτωση της Λιβύης εκ των πραγμάτων έχει αποδειχθεί ότι μεταξύ των στόχων και τον αποτελεσμάτων υπάρχει χάος. Η ερμηνεία των αποτελεσμάτων και των συνεπειών σε κάθε περίπτωση θα ήταν πιο απλή και πιο εύκολη. Όμως, στην Λιβύη όσο και στην Συρία και νωρίτερα στο Ιράκ, φοβούμαι ότι επικράτησε η έλλειψη οποιουδήποτε σχεδίου. Στην πραγματικότητα κανείς δεν είχε εκ των προτέρων καθορίσει έναν καθαρό πολιτικό στόχο. Επίσης είχαμε άγνοια -αδικαιολόγητη για τις ευρωπαϊκές χώρες τουλάχιστον- της γεωγραφίας, της ιστορίας και των ανθρώπων.

Είναι δυνατόν σήμερα να ισχυρισθεί κάποιος ότι η κατάσταση στην Λιβύη είναι καλύτερη; Επιπλέον, δημιουργήσαμε μια μόνιμη και διαρκή πηγή ανασφάλειας και ασύμμετρης απειλής για τις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και για την ίδια την συνοχή και την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ευρωπαϊκών χωρών-μελών του ΝΑΤΟ τουλάχιστον.

Το αποτέλεσμα των κακά σχεδιασμένων, στερούμενων ξεκάθαρων πολιτικών στόχων, στρατιωτικών και παραστρατιωτικών επεμβάσεών μας (ΝΑΤΟ και Ε.Ε.) στην Λιβύη άνοιξε τον δρόμο, αφενός μεν  για την διάλυση των κρατικών και διοικητικών υποδομών, αφετέρου δε οδήγησε τα πλέον αξιόμαχα στρατιωτικά τμήματα του καθεστώτος Καντάφι στην αγκαλιά του ISIS και των παραφυάδων του.

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι Ισλαμιστές και οι Τζιχαντιστές που αποτελούσαν τον κυριότερο αντίπαλο του Μουαμάρ Καντάφι από το 1969 μέχρι και το 2011 , είναι σήμερα σύμμαχοι των ένοπλων υπολειμμάτων των υποστηρικτών του καθεστώτος. Κοινός τους εχθρός είναι οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Η.Π.Α. και η Ρωσία. Επίσης, όποιος δηλώνει ή είναι μετριοπαθής. Ποιός ευθύνεται γι’ αυτό;

Επιπλέον, η διασπορά των πλέον οργανωμένων και αξιόμαχων, πιστών στον Καντάφι, στρατιωτικών μονάδων στις γειτονικές με την Λιβύη χώρες (Τσάντ, Μαλί, Νίγηρας κ. α.) είναι μόνιμη πηγή αστάθειας και διευκολύνει το έργο του ISIS και άλλων ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων.

Αλήθεια, όταν αποφασίζαμε για την επέμβαση του ΝΑΤΟ, δεν θα έπρεπε να έχουμε συνυπολογίσει της επιπτώσεις στην δική μας ασφάλεια (της Ευρώπης δηλαδή) λόγω της καταστροφής των δομών στην Λιβύη; Ποιός φταίει για αυτό;

Δεύτερον, όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν ότι την περίοδο αυτή (Μάρτιος 2016) μια ομάδα χωρών στις οποίες περιλαμβάνονται η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Ιταλία και μέχρι κάποιου βαθμού και η Ρωσία επεξεργάζονται το ακόλουθο σχέδιο:

(α) Βρίσκεται σε εξέλιξη μυστική δράση στρατιωτικών και παραστρατιωτικών ομάδων για εντοπισμό και αντιμετώπιση των θυλάκων του ISIS, της αλ Νούσρα και ομογάλακτων οργανώσεων στην Λιβύη. Ήδη έχει αποκαλυφθεί από γαλλικές πηγές η παρουσία Γάλλων στρατιωτικών. Ισχυρίζομαι ότι δεν είναι οι μόνοι. Απλά, αποκαλύφθηκε η παρουσία τους.

(β) Προσπάθεια στρατολόγησης και εντατικής εκπαίδευσης ενόπλων τμημάτων από τις φυλές εκείνες που είχαν διακριθεί για την αντίθεσή τους στο καθεστώς του Καντάφι (κυρίως στην Κυρηναϊκή, στην Ντέρνα και στην Μιζουράτα), κατά το πρότυπο δηλαδή των Κούρδων στο Ιράκ και στην Συρία.

Στόχος είναι να χρησιμοποιηθούν ως πεζοπόρα τμήματα και ως εμπροσθοφυλακή σε πιθανές, αναγκαίες πάντως και απαραίτητες, χερσαίες επιχειρήσεις. Έχοντας ιδίαν αντίληψη από την θητεία μου στην Λιβύη, ριψοκινδυνεύω την πρόβλεψη ότι το αξιόμαχο αυτών των αποσπασμάτων θα διαψεύσει εκείνους οι οποίοι πιστεύουν ότι μπορούν να συγκριθούν με τις ικανότητες και δυνατότητες των Κούρδων.

(γ) Εκτιμώ ότι εντός διμήνου – τριμήνου, με βάση τις υποδείξεις των χωρών που ανέφερα, η κυβέρνηση της Λιβύης θα προσφύγει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και θα ζητήσει την παρέμβασή του στην μάχη κατά των συνασπισμένων πλέον Ισλαμιστών και Κανταφικών. Το Συμβούλιο Ασφαλείας χωρίς μεγάλη δυσκολία, εκτός απροόπτου, ενεργώντας στο πλαίσιο του Κεφαλαίου VII του Χάρτου, θα λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα, συμπεριλαμβανόμενης της χρήσης στρατιωτικών δυνάμεων. Θα ανταποκριθεί θετικά στο «αίτημα»της Λιβυκής Κυβέρνησης.

(δ) Θα ακολουθήσει ένα νέο κεφάλαιο στρατιωτικής επέμβασης στην Λιβύη. Η βασική διαφορά σε σχέση με το 2011  έγκειται στο γεγονός ότι την φορά αυτή θα έχει προηγηθεί ένα βήμα πρόσθετης νομιμοποίησής της, καθόσον θα έχει προηγηθεί το αίτημα της Κυβέρνησης της Τρίπολης.

Τρίτον, τα ερωτήματά μου είναι τα ακόλουθα: Ποιές είναι οι επιπτώσεις στο προσφυγικό ρεύμα προς την Ευρώπη; Θα μειωθεί ή όπως προσωπικά πιστεύω θα πολλαπλασιαστεί; Έχουν εξασφαλιστεί οι προϋποθέσεις ότι την Επόμενη Ημέρα των στρατιωτικών ενεργειών η νόμιμη κυβέρνηση της Λιβύης θα έχει την δυνατότητα να ελέγξει μεγαλύτερο τμήμα της επικράτειας σε σχέση με την σημερινή πραγματικότητα; Τι επιπτώσεις θα έχει στην ασφάλεια της Ευρώπης και των κατοίκων της; Το βασικότερο όμως πρόβλημα αφορά στις νέες επιπτώσεις που θα έχει η υπό διαφορετικό πρόσχημα στρατιωτική επέμβαση στην Λιβύη στην Τυνησία, πιθανώς δε και στην Αίγυπτο, χωρίς να υπολογίζουμε και τις αλυσιδωτές επιπτώσεις στο Μάλι, στο Τσάντ, στον Νίγηρα, στην Μαυριτανία, ακόμα δε στο Μαρόκο και στην Αλγερία. Φοβούμαι ότι για μια ακόμη φορά τα αποτελέσματα των ενεργειών μας θα είναι αντίθετα των επιδιωκομένων.

Τέταρτον, εάν τελικά το «σχέδιο» που φαίνεται ότι εξυφαίνεται, υλοποιηθεί, θα υπονομεύσει ό, τι έχει απομείνει από την συνοχή και θεσμική συνεργασία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εάν δεν συνοδευτεί τουλάχιστον από μία δέσμη συγκεκριμένων μέτρων αποτροπής νέων μετακινήσεων πληθυσμών από την Λιβύη και την σαχαρική Αφρική προς την Ευρώπη.

Η πρότασή μου είναι εάν και εφόσον τελικά οδηγηθούμε στην λήψη μέτρων στο πλαίσιο του Κεφαλαίου VII του Χάρτου να φροντίσουμε να περιληφθεί -βεβαίως κατόπιν «αιτήματος» της κυβέρνησης της Λιβύης- ναυτικός αποκλεισμός εντός των χωρικών υδάτων της Λιβύης, κατά μήκος της ακτογραμμής της χώρας. Μιλούμε δηλαδή για μια απόσταση 1800 περίπου χιλιομέτρων.

Αυτό θα μπορούσε, σε κάποιο βέβαια βαθμό μόνο, να αποτρέψει την δια θαλάσσης έξοδο από και μέσω Λιβύης εκατοντάδων χιλιάδων νέων προσφύγων προς Ελλάδα και Ιταλία. Δεν θα αρκέσει όμως εάν δεν συνοδευθεί από ανάλογα μέτρα, με συναίνεση των αντιστοίχων κυβερνήσεων της Αιγύπτου και της Τυνησίας.

Η εμπειρία που έχουμε πλέον αποκτήσει δείχνει ότι δεν υπάρχει στρατιωτική επέμβαση στην Βόρειο Αφρική και στην Μέση Ανατολή που να μην έχει προκαλέσει τον ξεριζωμό και την προσφυγιά με τελικό προορισμό την Ευρώπη.

Πέμπτον, η Ελλάδα, παρά τα προβλήματά της, έχει περιθώριο να αναζητήσει στοιχεία λογικής και εκλογίκευσης στις συναφούς περιεχομένου αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ τις οποίες θα κληθεί να συνδιαμορφώσει σε εφαρμογή της μελλοντικής απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Έχουμε νόμιμο δικαίωμα και ζωτικό συμφέρον να ζητήσουμε ενημέρωση για όλα τα σημεία και τις φάσεις του σχεδίου που από ό,τι αντιλαμβάνομαι έχει γαλλική πατρότητα και Ιταλό ανάδοχο, όπως άλλωστε είχε και το «σχέδιο» της επέμβασης του 2011.

Έχουμε στενά περιθώρια να πείσουμε συμμάχους, φίλους και εταίρους ότι οι προσδοκίες , οι ευχές και οι επιθυμίες δεν αρκούν από μόνες τους να φέρουν αποτέλεσμα, ούτε να δικαιολογήσουν νέους ερασιτεχνισμούς σχεδιασμούς. Το πάθημα κάποια στιγμή πρέπει να γίνει για όλους μάθημα.

Εάν τούτο, όπως φοβούμαι, είναι δύσκολο ακόμη και την στιγμή αυτή που η ευρωπαϊκή συνοχή και οι ευρωπαϊκές συμφωνίες και συνθήκες υπονομεύονται και κλονίζονται τότε ένα διπλωματικό μέσο μας απομένει: Να επιμείνουμε σε συγκεκριμένη δέσμευση περί της αναλογικότητας της ευθύνης, τόσο στις αποφάσεις όσο και στις συνέπειές τους.

Με δεδομένο, όμως, το χάος που επικρατεί κατά μήκος του βαλκανικού και κεντροευρωπαϊκού διαδρόμου και των εθνικών συνόρων, τειχών και παρωπίδων που κατισχύουν των αποφάσεων και των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λιγοστές ελπίδες υπάρχουν για την εφαρμογή της αναλογίας στην ευθύνη της λήψης των αποφάσεων και των συνεπειών τους.

Η ελληνική πραγματικότητα ισχύει πλέον σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δυστυχώς, το αυτονόητο έχει καταντήσει να είναι το επιδιωκόμενο.