Αμέσως µετά την εκλογική νίκη του ΑΚΡ τον Νοέμβριο του 2002, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επισκέφθηκε στις 18 του ίδιου μήνα την Αθήνα. Συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη στο Μέγαρο Μαξίμου. Λόγω «θεσμικής» –κατά το ισχύον τότε κεμαλικής κοπής σύνταγμα– παρέμβασης του στρατιωτικού κατεστημένου δεν μπορούσε να αναλάβει ως πρωθυπουργός μέχρι άρσης από το τουρκικό Κοινοβούλιο των «κωλυμάτων», όπερ και έγινε τον Μάρτιο του 2003. Πρωθυπουργός είχε αναλάβει ο Αμπντουλάχ Γκιούλ.

Διερωτώμαι πώς θα εξηγούσε ο ίδιος ο Ερντογάν τη σημερινή του εχθρική διάθεση και στάση αν τα πρακτικά των συνομιλιών αυτών και άλλων που ακολούθησαν με πρωθυπουργούς της Ελλάδος δοθούν στη δημοσιότητα. Τρεις ήσαν οι στόχοι του τον Νοέμβριο του 2002. Να πείσει ότι: α) Ξεκινάει περίοδος εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, β) δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και γ) θεωρεί την Ελλάδα ως τον προνομιακό εταίρο και γέφυρα της Τουρκίας προς την Ευρώπη. Λέξη για αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών, αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, απειλές πολέμου. Χάσμα προσωπικότητας και πολιτικής με τον σημερινό Ερντογάν.

Θυμίζω ότι η ενίσχυση των δυνατοτήτων άμυνας –αυτοάμυνας, κατά το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών– των ελληνικών νησιών του Αιγαίου εντάθηκε μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και τις ευθείες περί επιθετικής ενέργειας απειλές ήδη από τον Ιανουάριο του 1975. Ο,τι ισχύει σήμερα ίσχυε και το 2002.

Ο Ερντογάν, ως πρόεδρος ή πρωθυπουργός, έχει επανειλημμένως συναντηθεί με τους έξι διαδοχικούς πρωθυπουργούς της Ελλάδος, Κ. Σημίτη, Κ. Καραμανλή, Γ. Παπανδρέου, Αντ. Σαμαρά, Αλ. Τσίπρα, Κ. Μητσοτάκη, ενώ είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον Λ. Παπαδήμο. Επί εικοσαετία έχει συζητήσει όλο το φάσμα των σχέσεών μας. Επίσης, σε διαφορετικούς ανάλογα με την εποχή τόνους και χρωματισμούς έχει εγείρει τα γνωστά ενοχλητικά τουρκικά θέματα, ενώ έχει ακούσει και καλώς γνωρίζει τις ελληνικές θέσεις, επιχειρήματα και αιτιάσεις.

Ερμηνεύουμε ότι το πραξικόπημα του 2016 σηματοδοτεί τη μεταβολή της στάσης του Ερντογάν απέναντι και στην Ελλάδα. Δύσκολα όμως έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε ότι στις 7 Δεκεμβρίου του 2017 πραγματοποίησε την «ιστορική» μεν αμφιλεγόμενη δε πρώτη επίσκεψη προέδρου της Τουρκίας στην Ελλάδα. Σημείο και αυτό των αντιφάσεων που διακρίνουν την ολοένα μη γραμμική πορεία των σχέσεών μας και τον συγκυριακό, κατά το μάλλον ή ήττον, χαρακτήρα των διμερών συναντήσεων κορυφής. Οι δύο πλευρές μοιάζει να συμπίπτουν στην αξιολόγηση ότι δεν καταλήγουν εις «παίγνιον μηδενικού αθροίσματος». Οσο πιο προσγειωμένες είναι οι προσδοκίες τόσο μικρότερη είναι και η πιθανότητα ζημίας, αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει κέρδος. Προκύπτει, όμως, εντέλει ότι και για τις δύο πλευρές το οριακό όφελος είναι μεγαλύτερο της ζημίας που προκαλεί η οξυνόμενη κρίση και ένταση.

Δυσανάλογα μεγάλη η εισαγωγή. Ας ενοχλήσω. Το απαιτούν και το επιβάλλουν οι κρίσιμες αυτές μέρες. Είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι ως εάν τίποτα δεν συμβαίνει στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, στην παγκόσμια σφαίρα, στην Ευρώπη που παλινωδεί την επομένη κάθε κρίσης, οι πολιτικοί μας ταγοί θεωρούν ότι δεν έχουν διάθεση να καθίσουν να συζητήσουν. Αυτή είναι η επώδυνη αλήθεια. Καλώς πράττουν και συζητούν διαδοχικά και θεσμικά όλοι με τον Ερντογάν. Δυσανεξία έχουν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να συζητήσουν, να συμφωνήσουν, να διαφωνήσουν και να συμφωνήσουν ότι μπορούν να διαφωνούν χωρίς να γίνονται δυσάρεστοι, τουλάχιστον πίσω από τις κλειστές πόρτες.

Εύχομαι και ελπίζω να με διαψεύσετε. Ουδέποτε εδώ και πολλά χρόνια –κάμποσες δεκαετίες– έχει συνέλθει σε επίπεδο Προέδρου Δημοκρατίας ή πρωθυπουργού οποιοδήποτε θεσμικό ή μη όργανο για να συζητήσουμε τις σχέσεις μας με την Τουρκία. Με τη συμμετοχή των πολιτικών αρχηγών, ίσως και πρώην πρωθυπουργών που εκλήθησαν να διαχειριστούν κρίσεις στο κατώφλι πολεμικής σύγκρουσης.

Την πικρή αυτή γεύση μού αφήνουν οι μέρες αυτές.