Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Άμυνα και Διπλωματία”, τεύχος Μαΐου 2016

16 Φεβρουαρίου 1994: με απόφαση της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου επεβλήθησαν τα λεγόμενα «αντίμετρα» στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.  Θυμίζω ότι, μεταξύ αυτών, περιλαμβανόταν το κλείσιμο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στα Σκόπια,  που  λειτουργούσε επί Γιουγκοσλαβίας, καθώς και το κλείσιμο των συνόρων μας  με τη γειτονική χώρα για τη διακίνηση αγαθών και προσώπων.

Μερικές μέρες αργότερα, συναντήθηκα με την τότε γενική γραμματέα Διοίκησης και Οργάνωσης του υπουργείου Εξωτερικών  Τζένη (Ευγενία) Κακολύρη. Είμαστε γνωστοί από την εποχή του πανεπιστημίου. Εκτιμούσα ιδιαίτερα την ευθύτητά της. Επίσης, την προσπάθεια που συστηματικά κατέβαλε να αποδίδει δικαιοσύνη. Ήταν,  για πολλά χρόνια, πιστή συνεργάτης του υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια μέχρι την τελευταία στιγμή. Έφυγε τόσο πρόωρα  από την ζωή.

Με ρώτησε, αν θα ήθελα να ενταχθώ άμεσα στο Ελληνικό Κλιμάκιο της Ευρωπαϊκής Αποστολής Παρατηρητών (European Community Monitor Mission). Έδρα της Αποστολής ήταν το γνωστό ως ξενοδοχείο  «I» στο Ζάγκρεμπ της Κροατίας . Η δική μου θέση θα ήταν αυτή του Επικεφαλής του Περιφερειακού Γραφείου του ECMM με έδρα τη Σόφια, Υπεύθυνο – Αρμόδιο για την Βουλγαρία και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Από τη συζήτηση κατάλαβα ότι ναι μεν διακόψαμε κάθε σχέση και δυνατότητα επικοινωνίας με τα Σκόπια, την ίδια στιγμή όμως σκεφθήκαμε ότι θα ήταν χρήσιμο  και σκόπιμο να έχουμε από πρώτο χέρι εικόνα της κατάστασης .

Η θέση αυτή «κρατήθηκε» για την Ελλάδα και επί Γερμανικής Προεδρίας μετά από συνεννόηση του Κάρολου Παπούλια με τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών  Κλάους Κίνκελ. Είπα, αμέσως, ναι, με ενθουσιασμό. Συναντηθήκαμε και συζητήσαμε, εν εκτάσει, τα λειτουργικά της αποστολής μου με τον υπουργό Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια. «Εχεμύθεια» ήταν η  λέξη κλειδί.

 Έτσι, λοιπόν, λίγες μέρες μετά,  πρέπει να ήταν αρχές Μαρτίου, έφυγα για το Ζάγκρεμπ. Μετά ένα μήνα περίπου, έφτασα στη Σόφια και εγκατασταθήκαμε στη Μπογιάνα. Το Μάιο του 1994, επί Ελληνικής Προεδρίας μάλιστα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεκίνησα, οδικώς, για τα Σκόπια.  Είχα ήδη κάνει  συστηματική  προετοιμασία. Λειτουργούσα υπό την «προστασία  και την ομπρέλα» του τότε Επικεφαλής της Αποστολής του ΟΑΣΕ (Οργανισμός για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη), Αμερικανού πρέσβη Νόρμαν Άντερσον. Παρά το εμπάργκο, είχα κρατήσει ζωντανές τις επαφές μου με τους εξαίρετους Σλαβομακεδόνες διπλωμάτες-πρέσβεις,  της απολύτου εμπιστοσύνης του Προέδρου Γκλιγκόροφ, Βάνια Τοσέφσκι και Νάστε Τσαλόφσκι . Είχαμε αποκτήσει σχέση εμπιστοσύνης κατά τη διάρκεια των, εκ του σύνεγγυς, διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, στη Νέα Υόρκη, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο 1993. Όπως πράττω από το 1973 περίπου, ενημερώνω  τακτικά το Ημερολόγιό μου.

Να σημειώσω  ότι οι επισκέψεις μου στα Σκόπια έπρεπε να περνούν απαρατήρητες από τη δομή του υπουργείου Εξωτερικών και εν αγνοία άλλων δομών και υπηρεσιών. Για το λόγο αυτό,  οσάκις έστελνα ενημερωτικά τηλεγραφήματα με  τις πληροφορίες που είχα  από επιτόπια επίσκεψή  μου  και εκτιμήσεις μου  για την κατάσταση στην π.Γ.Δ.Μ. -μέσω της Πρεσβείας μας στη Σόφια- ποτέ δεν χρησιμοποιούσα τον πρώτο ενικό.  Άφηνα πάντοτε να εννοηθεί ότι επρόκειτο για άλλο επισκέπτη -συνομιλητή μου … Έγραφα, για παράδειγμα, «σύμφωνα με πληροφορίες που μας δίδονται από επισκέπτη  στα Σκόπια,  ο οποίος συναντήθηκε με τον Πρέσβη της Αλβανίας»… Στο τέλος δε, έγραφα ότι συμφωνώ  με την ακρίβεια των πληροφοριών  ή  κάτι ανάλογο.

Το άσπρο Λαντ Ρόβερ,  με τα διακριτικά της αποστολής του ECMM, πέρασε το μεθοριακό σταθμό Βουλγαρίας–πΓΔΜ (Ντέβε–Μπαρ). Εκεί  μπήκε  η γνωστή σφραγίδα στο διαβατήριό μου. Η συνεννόηση ήταν σαφής. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Άλλωστε υπήρχε απαγόρευση επισκέψεων κρατικών λειτουργών στα Σκόπια. Κατεβήκαμε με κατεύθυνση την Κρίβα Παλάνκα. Στη διασταύρωση του Κουμάνοβο, πήραμε κατεύθυνση για Σκόπια. Ο οδηγός ήταν ο Αλεξάνταρ Μιχαΐλοφ. Φθάσαμε στο ξενοδοχείο «Γκραντ» το οποίο σήμερα έχει μετονομαστεί σε «Ιντερκοντινένταλ». Το «Γκραντ»  των Σκοπίων είχε ακριβώς το ίδιο γκρι χρώμα και την «αρχιτεκτονική» των ομώνυμων ξενοδοχείων που συναντούσες σε όλες τις μεγάλες γιουγκοσλαβικές πόλεις. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των ξενοδοχείων αυτών συναντά σήμερα ο επισκέπτης στην Πρίστινα. Στο «Γκραντ» μείναμε, για έξι μήνες περίπου, και με το κλιμάκιο του υπουργείου Εξωτερικών  που, το φθινόπωρο του 1995,  πήγαμε, για να ανοίξουμε το Γραφείο Συνδέσμου. Το χρώμα της φθαρμένης μοκέτας στα δωμάτια ήταν γκριζοκίτρινο. Αναλογίστηκα ότι τον χειμώνα πολύ δύσκολα θα μπορούσαν οι καθαρίστριες  του ξενοδοχείου να καθαρίσουν τα αποτυπώματα του λασπωμένου παπουτσιού.

Το ECMM μας είχε εφοδιάσει με ένα σύστημα κρυπτοεπικοινωνίας, το λεγόμενο «Κάπσταν». Ο καλός μου όμως συνεργάτης στο Περιφερειακό Γραφείο Σόφιας και άριστος ηλεκτρονικός Γιώργος Κουντουράς με είχε εφοδιάσει και μ’ ένα Ελληνικό πληκτρολόγιο. Το δωμάτιο του ξενοδοχείου, βέβαια, ουδεμία ασφάλεια παρείχε. Αντίθετα, ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι κάθε κίνησή μας καταγραφόταν πλήρως και ασφαλώς.  Αυτό άλλωστε μου το επιβεβαίωσε, κάμποσο καιρό αργότερα, ο τότε υπουργός Εσωτερικών και μετέπειτα Εξωτερικών Λιούμπομιρ  Φρέτσκοσκι.

Στα Σκόπια πρέπει να έμεινα, στην πρώτη αυτή επίσκεψη, πάνω από δέκα μέρες. Κάθε στιγμή που κατέβαινα στο ισόγειο, στο λόμπυ του ξενοδοχείου, φοβόμουν ότι κάποιος μιλημένος δημοσιογράφος θα περίμενε. Πέρασε η πρώτη, πέρασε  και η δεύτερη  μέρα. Σιγά-σιγά μου δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι οι τοπικές αρχές είχαν, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή εκείνη, αποφασίσει να μην με «εκθέσουν». Θα αρκούσε ένα τηλέφωνο, για να γεμίσει το ξενοδοχείο με ντόπιους δημοσιογράφους και τηλεοπτικές κάμερες. Επίσης, πολύ απλό και εύκολο ήταν να ενημερωθούν ταυτόχρονα οι Έλληνες ανταποκριτές στα Σκόπια και οι δημοσιογράφοι στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Ίσως σήμερα είναι κάπως δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πως ήταν τότε τα πράγματα. Τα σύνορα ερμητικά κλειστά. Δεν υπήρχε ούτε  ίντερνετ ούτε Skype.

Η τακτική μου επαφή ήταν ο πρέσβης Βάνια Τοσέφσκι. Συναντιόμασταν κάθε δυο–τρεις μέρες στον κήπο του σπιτιού,  του στην οδό Μίλαν  Μάρκοβιτς  5 (Ulica Milan Markovits, 5) στην περιοχή Ταφτάλιτσα. Στην αρχή, οι συζητήσεις μας ήσαν αναγνωριστικές, γενικής φύσεως. Εξήγησα ότι δεν εκτελώ αποστολή ή ότι έχω οδηγίες να εγκαταστήσω  γραμμή επικοινωνίας . Ο έμπειρος όμως διπλωμάτης  δεν απόρησε. Μιλούσαμε για την προσπάθειά μας στον ΟΗΕ,  το 1993, και την ικανοποίηση και των δύο πλευρών που φτάσαμε σε συμφωνία, τον Απρίλιο του 1993, για τη ένταξη της  γειτονικής μας χώρας με την προσωρινή ονομασία «the former Yugoslav Republic of Macedonia».

Συχνά όμως ακουμπάγαμε και σε πολύ ειδικά θέματα. Ο πρέσβης Τοσέφσκι κάθε άλλο παρά τυχαία επαφή ήταν.  Από το 1993  και μετά, υπήρξε, πάνω από δώδεκα χρόνια,  ο αποκλειστικός συνομιλητής τριών διαδοχικών Ελλήνων πρέσβεων-διαπραγματευτών για το ζήτημα της ονομασίας στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών στην Νέα Υόρκη. Κυρίως, όμως, είχε την πλήρη εμπιστοσύνη και κάλυψη του προέδρου Γκλιγκόροφ, του πρωθυπουργού Μπράνκο Τσρβενκόβσκι και του Υπουργού Εξωτερικών Στέβο Τσρβενκόβσκι (επρόκειτο περί συνωνυμίας). Ο Βάνια συνδύαζε ένα απολύτως αντιπροσωπευτικό δείγμα της παλιάς  γιουγκοσλαβικής σχολής διπλωματίας με έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Ήταν άριστος διαπραγματευτής. Υπερασπίστηκε και προέβαλε τα συμφέροντα της χώρας του, χωρίς ποτέ όμως να θίξει ή να προσβάλει τους Έλληνες συνομιλητές του. Στη δεύτερη συνάντησή μας, μου είπε ότι ο πρόεδρος Γκλιγκόροφ τον έχει εξουσιοδοτήσει να συνεχίσει την επικοινωνία μας.

Ακριβώς, 22 χρόνια έχουν περάσει από την μέρα εκείνη. Ήταν μία καμπή. Παρότι Αθήνα και Σκόπια είχαν αποφασίσει να συνεχίσουν τις συνομιλίες στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών υπό την αιγίδα του Σάιρους Βανς, εκπροσώπου του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, παράλληλα και ταυτόχρονα άρχισε να λειτουργεί δίαυλος εμπιστοσύνης,  χωρίς παρουσία ή παρεμβολή τρίτου. Ενημέρωνα, σε γενικές γραμμές και αποσπασματικά, τον πρέσβη Νόρμαν Άντερσον. Δεν έχω  αυταπάτες ότι και αυτός, με τη σειρά του, έκανε το ίδιο προς την δική του Υπηρεσία.

Μετά από κάθε συνάντηση, που συνήθως κράταγε πάνω από δύο ώρες, επέστρεφα στο δωμάτιο του «Γκραντ» και έγραφα το τηλεγράφημά μου. Σήκωνα την μοκέτα του δωματίου και, κάθε μέρα σε διαφορετικό σημείο, έκρυβα το σημείωμά μου. Συνήθως, το έστελνα με δορυφορικό τηλέφωνο–φαξ σε συγκεκριμένο φαξ του Γραφείου Υπουργού. Συνολικά, πρέπει να έμεινα στα Σκόπια περίπου τέσσερις με πέντε μήνες. Μέχρι δηλαδή το Δεκέμβριο του 1994, οπότε και τοποθετήθηκα στην Διεύθυνση Βαλκανικών Υποθέσεων του υπουργείου. Ενημέρωνα παράλληλα και λεπτομερώς τον Διπλωματικό Σύμβουλο του Ανδρέα Παπανδρέου, πρέσβη Δημήτρη Καραϊτίδη. Είχε άριστη γνώση των Σκοπίων. Οι γνώσεις του και οι συμβουλές του, την εποχή εκείνη, ήσαν για μένα πολύτιμες.  Μετά λίγους μήνες, με τον τρόπο του, βοήθησε στην απόφαση να τοποθετηθώ ως πρώτος διπλωματικός αντιπρόσωπος της Ελλάδος στα Σκόπια, αμέσως μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της Νέας Υόρκης.

Κατάλαβα  ότι ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκα, τις μέρες εκείνες του ’94, στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας συνέβαλε καταλυτικά στην απόφαση του υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια και του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου να αναλάβω Επικεφαλής του Γραφείου Συνδέσμου στα Σκόπια. Ήταν πράγματι κατόρθωμα να κινείσαι, έστω υπό την ομπρέλα της Αποστολής Παρατηρητών της Ε.Ε. και την κάλυψη της Γερμανικής Προεδρίας στην Ε. Ε., χωρίς να σε πάρουν είδηση τόσοι Έλληνες δημοσιογράφοι.

Τον Οκτώβριο του 1994, δέχτηκα ένα τηλέφωνο από την Τζένη Κακολύρη. Έδειχνε κάπως προβληματισμένη. «Πότε θα σε δούμε;»  ρώτησε.  Δεν χρειάστηκαν περισσότερα. Ακολούθησα το γνωστό δρομολόγιο προκειμένου οι  ενοχλητικές σφραγίδες στο διαβατήριό μου να μην γίνουν αντιληπτές στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Σόφια, Ζάγκρεμπ, Ζυρίχη, Αθήνα. Πήγα κατευθείαν στο γραφείο της. Μου έδειξε ένα άρθρο στο «ΒΗΜΑ». Ο καλός δημοσιογράφος Νίκος Μαράκης, σ’ ένα άρθρο που αφορούσε στις σχέσεις Αθηνών – Σκοπίων, είχε αποτυπώσει την επισήμανση συνομιλητή του στα Σκόπια για επισκέψεις και επαφές  κάποιου «φίλου του υπουργού», χωρίς όμως να γνωρίζει το όνομα.  Για το λόγο αυτό,  στο άρθρο δεν υπήρχε το όνομά μου.  Άρχισαν  όμως να γίνονται συζητήσεις στους πέριξ του υπουργείου Εξωτερικών δρόμους.

Χωρίς δισταγμό, κάθισα στο γραφείο της Κακολύρη και έγραψα μόνος μου το κείμενο της διάψευσης της αποστολής μου. Το έχω γραμμένο στο Ημερολόγιό μου. Είναι το ακόλουθο: «το Υπουργείο Εξωτερικών διαψεύδει τα δημοσιεύματα περί δήθεν μυστικής αποστολής και επαφών Έλληνα διπλωμάτη στα Σκόπια. Το έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας επισκέπτεται τακτικά, στο πλαίσιο της αποστολής του στην Ευρωπαϊκή Αποστολή Παρατηρητών (ECMM), ο Σύμβουλος Πρεσβείας κύριος Αλέξανδρος Μαλλιάς. Ο κύριος Μαλλιάς είναι Επικεφαλής του Περιφερειακού Γραφείου ECMM στη Σόφια, στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται και η π.Γ.Δ.Μ. Ο κύριος Μαλλιάς δεν ενεργεί ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβέρνησης. Το πλαίσιο των μετακινήσεών του και οι επαφές του στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας καθορίζονται από τον επικεφαλής του ECMM στο Ζάγκρεμπ, Γερμανό πρέσβη, Ιωακείμ Βον Στούπενανγκελ και τον Αρχηγό της αποστολής του ΟΑΣΕ στα Σκόπια, Αμερικανό πρέσβη Νόρμαν Άντερσον. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα ούτε έχει ούτε γνώση των επαφών και των συζητήσεων του κ. Μαλλιά ούτε επιδιώκει να αποκτήσει απευθείας δίαυλο επικοινωνίας με την κυβέρνηση των Σκοπίων».

Με άλλα λόγια, «άδειασα» εντελώς τον εαυτό μου και ήμουν, στην κυριολεξία, ξεκρέμαστος. Ένιωσα όμως ότι είχα ηθική υποχρέωση απέναντι στον υπουργό Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια και την Τζένη Κακολύρη που μου εμπιστεύτηκαν την λεπτή αυτή αποστολή. Ευτυχώς, δεν υπήρξε συνέχεια στο δημοσίευμα του Νίκου Μαράκη. Έτσι η ανακοίνωση αυτή δεν χρειάστηκε να γίνει. Πολύ αργότερα, το 1997, ο Αλέξανδρος Τάρκας στο βιβλίο του «Αθήνα – Σκόπια : πίσω από τις κλειστές πόρτες» (Β’ τόμος) αναφέρθηκε στην αποστολή αυτή.

Ήμουν, πριν από μερικές μέρες στα Σκόπια. Μεσημεριανό φαγητό στη Βοντένιτσα. Φεύγοντας για Θεσσαλονίκη, παρεκάλεσα τον οδηγό  να κάνουμε μια μικρή παρέκκλιση  για να περάσουμε από την Μίλαν Μάρκοβιτς. Είναι εκεί, απέναντι. Μετά το θάνατο του Βάνια, επισκεπτόμουν τακτικά την Ζάνα. Την φορά αυτή δεν υπήρχε χρόνος. Φεύγοντας, ξανάρθαν στο μυαλό μου  αυτές οι στιγμές , καθώς  και πολλές άλλες που ακολούθησαν, για  χρόνια μετά,  στο σπίτι της οδού  Μίλαν Μάρκοβιτς.