Το πλαίσιο και οι όροι μιας συνολικής στρατηγικής συνεργασίας με τον αλβανικό παράγοντα
Ο εορτασμός των 100 χρόνων από την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους της Αλβανίας βρίσκει τις πολιτικές σχέσεις της Ελλάδος με τη γειτονική μας χώρα σε κατάσταση ακινησίας και, τολμώ να ισχυρισθώ, αποτελμάτωσης. Χαρακτηρίζονται από στατικότητα και έλλειψη θετικής ενέργειας. Οι πολιτικές επαφές μεταξύ των δύο χωρών είναι περιορισμένες. Γίνονται συνήθως στο περιθώριο κάποιας διεθνούς συνάντησης. Ουδέποτε στο παρελθόν, με εξαίρεση το «πέτρινο» εικοσάμηνο Ιουλίου 1993 – Μαρτίου 1995, είχαμε τέτοια έλλειψη επαφών, επισκέψεων, δομημένου διαλόγου και διμερών διαβουλεύσεων σε πολιτικό επίπεδο.
Και ας μην ξεχνάμε ότι με την απόφαση της Συνάντησης Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τρία χρόνια πριν, η Ελλάδα και η Αλβανία είναι σύμμαχοι.
Η Αθήνα, ήδη από το 2010, είχε επιλέξει να υποβαθμίσει τις διμερείς επαφές και διαβουλεύσεις με τα Τίρανα στο επίπεδο του υπηρεσιακού Γενικού Γραμματέα. Οι υπηρεσιακές διαβουλεύσεις και επαφές στο επίπεδο αυτό είναι συνηθισμένες στις σχέσεις, για παράδειγμα, μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι υπουργοί της ΕΕ συναντιούνται τακτικά. Σχεδόν κάθε εβδομάδα. Στα Βαλκάνια, όμως, μόνο σαν έλλειψη ενδιαφέροντος ή δυσθυμία μπορούν να χαρακτηρισθούν. Δίνουν μεν το στίγμα των προθέσεων και διαθέσεων, χωρίς όμως να δρομολογούν λύσεις. Δεν μπορούν να δώσουν διέξοδο, να προκαλέσουν απεμπλοκή. Ιδίως όταν οι εκκρεμότητες απαιτούν πολιτική ευθύνη και απόφαση.
Η ελληνική πλευρά εκτιμά ότι με τον τρόπο αυτό αντιδρά στην υπαναχώρηση της Αλβανίας από την κύρωση της Συμφωνίας για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλάσσιων Ζωνών και σε ενοχλητικές εκδηλώσεις οργανωμένων πολιτικών παρατάξεων που σχετίζονται με τους λεγόμενους Τσάμηδες. Επίσης, σε σχέση με την ελληνική εθνική μειονότητα.
Στην πραγματικότητα, η απουσία ολοκληρωμένου σχεδίου με αρχή, μέση και τέλος με την πραγματική εμπλοκή της ελληνικής κυβέρνησης στην αναζήτηση διεξόδου και λύσεων σε πολιτικό επίπεδο, όπου τούτο είναι εφικτό, δεν είναι κάτι που ανησυχεί ή προβληματίζει την Αλβανία.
Γιατί; H απάντηση είναι απλή: Διότι η αλβανική πλευρά -τόσο η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Σαλί Μπερίσα, όσο και η αντιπολίτευση του σοσιαλιστή Έντι Ράμα- θεωρούν με τη σειρά τους ότι η σημερινή Ελλάδα είναι αδύναμη και αμήχανη καθώς, κατά τα Τίρανα, δεν έχει τη βούληση, ενδεχομένως δε και τη δυνατότητα, να συζητήσει και να προχωρήσει στην αντιμετώπιση ορισμένων θεμάτων.
Μέχρι πολύ πρόσφατα, ίσως ακόμη και σήμερα, η Ελλάδα αντιμετώπιζε την Αλβανία και τους Αλβανούς με αντιφατικά αισθήματα φοβίας και υπεροψίας. Η Αλβανία, κυρίως δε το πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο των Τιράνων, αντιμετώπιζε την Ελλάδα με φόβο, καχυποψία και ανασφάλεια. Τα τελευταία τρία χρόνια προστέθηκε και η υπεροψία.
Η Αθήνα διερωτάται εάν τα Τίρανα έχουν πράγματι μια φανερή ατζέντα σε βάρος της Ελλάδος (Τσάμηδες) και τα Τίρανα ανησυχούν ακόμη -δυστυχώς- κατά πόσο η Ελλάδα έχει κρυφή ατζέντα. Έτσι άλλωστε ερμηνεύουν και τη διατήρηση από την Αθήνα της ασάφειας σε σχέση με την ισχύ των νομικών συνεπειών του λεγόμενου εμπόλεμου.
Στην πραγματικότητα, στις σχέσεις μας δεν επικρατεί η λογική. Επικρατεί η λογική των δημόσιων δηλώσεων και των παρερμηνειών. Επικρατεί ένας αναχρονισμός.
Η ειδικότητα που άμεσα απαιτείται για την ακριβή διάγνωση των σχέσεων των δύο χωρών, είναι αυτή του ψυχαναλυτή και όχι αυτή του διπλωμάτη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η διπλωματία δεν είναι επίσης μια κατ’ εξοχήν άσκηση ψυχολογίας.
Δεν πρέπει επίσης να υποτιμηθεί η σημασία και η εμβέλεια επεμβάσεων και παρεμβάσεων στις σχέσεις των Αθηνών με τον αλβανικό παράγοντα τρίτων χωρών, όπως της Σερβίας, της Τουρκίας και της Ιταλίας. Αφανώς και εμφανώς.
Έχω την εντύπωση ότι τόσο τα Τίρανα όσο και η Αθήνα «βολεύονται» μάλλον από τη σημερινή κατάσταση. Στην Αθήνα η πολιτική μας παρέμβαση αρχίζει και τελειώνει με τις δηλώσεις του ταλαντούχου εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών. Στην πραγματικότητα, η παράταση της σημερινής κατάστασης δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ελλάδος, ενώ αποδυναμώνει συνεχώς και το γενικότερο ρόλο που φιλοδοξεί ή μάλλον που φιλοδοξούσε να παίξει.
Στα Τίρανα, ακούω ολοένα και συχνότερα δηλώσεις αμφίσημες, επίσημες και ημιεπίσημες, που δεν οδηγούν κάπου και δεν πρόκειται να αποφέρουν κάτι το θετικό.
Η στασιμότητα που επικρατεί σήμερα στις σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία, σε συνδυασμό με την εκκρεμότητα της αναγνώρισης της Δημοκρατίας του Κοσόβου, μπορούν να αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά μιας συνολικής πολιτικής μας στις σχέσεις με τους Αλβανούς γείτονες;
Γιατί αν παραμείνουμε απλά στη διάγνωση και παθητική παρατήρηση της κατάστασης, δεν βλέπω τη δυνατότητα να βγούμε, στο ορατό μέλλον, από τα χαρακώματα.
Τον Μάρτιο του 2011*, είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω στο Υπουργείο Εξωτερικών μια συνολική πρόταση-πλαίσιο για τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Ελλάδας με την Αλβανία, το Κόσοβο και την πΓΔΜ. Στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει, ανέπτυξα τις σκέψεις μου με συνεντεύξεις στις εφημερίδες «Ούτρινσκι Βέσνικ» των Σκοπίων, «Κόχα Ντιτόρε» του Κοσόβου και «Γκαζέτα Σκιπιτάρε» των Τιράνων.
Συζήτησα επίσης με Αλβανούς ηγέτες, πολιτικούς, δημοσιογράφους και εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, τα ονόματα των οποίων σκοπίμως παραλείπω.
Η αντίδρασή τους ήταν κατ’ αρχήν ενθαρρυντική, αν και κάποιοι θεώρησαν τη διαδικασία περίπλοκη.
Καταγράφω τρεις αναγκαίες αρχές, ταυτόχρονα δε και προτεραιότητες για την ελληνική πολιτική:
– Πρώτον, να διευθετηθούν οριστικά οι εκκρεμότητες με την Αλβανία στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αναγνώρισης του Κοσόβου.
– Δεύτερον, να χαραχθεί μια ολιστική προσέγγιση της Ελλάδας με τους Αλβανούς στις τρεις γειτονικές μας χώρες (την Αλβανία, την πΓΔΜ και το Κόσοβο).
– Τρίτον, η Ελλάδα να εξασφαλίσει, μέσω αυτής της διαδικασίας, ικανοποιητική λύση στα θέματα που την ενδιαφέρουν και την απασχολούν.
Το σημαντικότερο χαρτί που έχει σήμερα η Ελλάδα στα χέρια της, όχι όμως επ’ άπειρον, είναι η αναγνώριση της Δημοκρατίας του Κοσόβου από την Ελλάδα. Προϋποθέτει την έναρξη ενός πολιτικού διαλόγου, μιας διαδικασίας μέσα από την οποία η Ελλάδα θα επιδιώξει να εξασφαλίσει τα δικά της συμφέροντα. Η προτεινόμενη πλατφόρμα περιλαμβάνει και τα ακόλουθα:
• Έναρξη πολιτικού διαλόγου μεταξύ Αθηνών και Πρίστινας, με στόχο την εκπόνηση αμοιβαία αποδεκτού κειμένου, το οποίο θα έχει τη μορφή Συμφωνίας ή Συμφώνου. Στη συνέχεια, θα υποβληθεί προς κύρωση στη Βουλή των Ελλήνων και την αντίστοιχη Βουλή του Κοσόβου.
• Εξασφάλιση των συμφερόντων της Ελλάδος σε σχέση με το σύνολο του αλβανικού παράγοντα στις γειτονικές με την Ελλάδα χώρες (Αλβανία, πΓΔΜ και Κόσοβο).
• Εγκατάλειψη στην πράξη και όχι στα λόγια από την Αλβανία και ορισμένες αλβανικές ομάδες και οργανώσεις ενοχλητικών για την Ελλάδα ζητημάτων, που τίθενται μάλιστα με ασυνήθιστη ένταση και τροφοδοτούν, αρνητικά, την κοινή γνώμη.
• Αλλαγή της στάσης των αλβανικών ΜΜΕ και της ρητορικής ορισμένων
Αλβανών πολιτικών κατά της Ελλάδος.
• Ζητήματα που αφορούν στην ελληνική εθνική μειονότητα στην Αλβανία.
• Άρση της εκκρεμότητας για την κύρωση της Συμφωνίας για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλασσίων Ζωνών.
• Νομοθετική ρύθμιση από την Ελλάδα της άρσης της «Εμπόλεμης Κατάστασης» με την Αλβανία. Πρόκειται για μια εκκρεμότητα που θα μπορούσε να συνδυασθεί με την τροποποίηση ενός άρθρου της Συμφωνίας για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας, ώστε, με την κύρωσή της από τα κοινοβούλια της Ελλάδας και της Αλβανίας, να αίρεται κάθε παρερμηνεία σε σχέση με τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα μεταξύ των δυο χωρών.
Είναι αυτονόητο ότι μέσα από τη διαδικασία αυτή η Ελλάδα θα φροντίσει να προστατεύσει και να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της. Ο θεμελιώδης κανόνας της διαπραγμάτευσης αυτής θα είναι: «Τίποτε δεν θεωρείται συμφωνημένο εάν δεν υπάρξει γενική συμφωνία». Ή, εάν προτιμάτε: «Δεν υπάρχει μερική συμφωνία χωρίς συνολική συμφωνία».
Η αναπόφευκτη «αύριο» αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου από την Ελλάδα πρέπει να αποτελέσει μια διαδικασία που θα ξεκινήσει σήμερα. Δεν είναι κάτι που θα συμβεί με αυτοματισμούς.
Επίσης, καλόν είναι η Ελλάδα να δει λίγο και τα δικά της συμφέροντα εκτός του πλαισίου που ορίζει ή μας λέγει ότι ορίζει το Βελιγράδι. Η Σερβία είναι σε θέση -και το πράττει ήδη πίσω από τις κλειστές πόρτες στις Βρυξέλλες- να προασπίσει και να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα σε σχέση με την Αλβανία και το Κόσοβο. Καλές οι διαχρονικά ετεροβαρείς φιλίες, προτιμότερη όμως η προσπάθεια διασφάλισης των ελληνικών συμφερόντων.
Πρέπει, επίσης, να διαλύσουμε την επικρατούσα αντίληψη περί ύπαρξης ομάδας πέντε κρατών-μελών της ΕΕ που δεν αναγνωρίζουν το Κόσοβο. Δεν υπάρχει τέτοια ομάδα. Τα κράτη αυτά δεν δρουν ως ομάδα. Για το καθένα υπάρχουν διαφορετικά συμφέροντα και ανησυχίες, οι οποίες οδήγησαν στη μη λήψη της απόφασης αναγνώρισης. Τα αίτια που εμποδίζουν την Ισπανία είναι πολύ διαφορετικά απ’ αυτά της Ελλάδας.
Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Έχει τους δικούς της λόγους, που είναι σεβαστοί.
Η Ελλάδα δεν έχει πει ότι δεν θα αναγνωρίσει ποτέ την ανεξαρτησία του Κοσόβου. Το Κόσοβο είναι ανεξάρτητο κράτος και αυτό δεν αλλάζει. Όλοι γνωρίζουμε ότι το κράτος του Κοσόβου υπάρχει και θα υπάρχει. Αυτό το γνωρίζει η Ελλάδα, το γνωρίζουν και άλλοι. Το γνωρίζει και η Σερβία.
Είναι βέβαιο ότι ανασταλτικό ρόλο στην ελληνική πολιτική και στην τόνωση της αρνητικής προδιάθεσης της ελληνικής κοινής γνώμης έχουν παίξει τα τελευταία χρόνια οι θέσεις των αλβανικών μέσων ενημέρωσης στα Τίρανα. Δεν βοηθούν την αναγκαία στήριξη μιας προσέγγισης της Ελλάδας με την Πρίστινα, ούτε και στην αναγνώριση του Κοσόβου. Όπως καθόλου δεν βοηθούν επίσης δηλώσεις και πράξεις Αλβανών πολιτικών και συγκεκριμένων ομάδων.
Σημειώνω ότι το ελληνοαλβανικό Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφάλειας, που υπεγράφη στις 21 Μαρτίου 1996 στα Τίρανα και τέθηκε σε ισχύ στις 9 Μαρτίου 1998, έχει εικοσαετή διάρκεια και συνεπώς καταληκτική ημερομηνία. Σύμφωνα με το Άρθρο 20 παρ. 2, η ισχύς του ανανεώνεται αυτόματα για μια νέα πενταετία, εκτός εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη γνωστοποιήσει γραπτώς στο άλλο την απόφασή του να την καταγγείλει έναν τουλάχιστον χρόνο πριν από τη λήξη της αντίστοιχης περιόδου. Καλό θα ήταν τόσο η Ελλάδα όσο και η Αλβανία να επαναλάβουν τις διμερείς διαβουλεύσεις επί τη βάσει του Άρθρου 17, που είχαν δρομολογηθεί τον Σεπτέμβριο του 2004, ώστε να μη βρεθούν ενώπιον αναπάντεχων εκπλήξεων.
Όσον αφορά στους Αλβανούς των Σκοπίων. Τη στιγμή αυτή του εθνικιστικού παροξυσμού που καθοδηγείται από τον κ. Γκρουέβσκι, οι Αλβανοί της πΓΔΜ, απογοητευμένοι λόγω της απομάκρυνσης της προοπτικής ένταξης στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν για πρώτη φορά την ιστορική ευκαιρία και τη δυνατότητα να πετύχουν αυτό στο οποίο απέτυχε -διότι αυτή ήταν η επιλογή της ηγεσίας της- η σλαβομακεδονική πλειοψηφία.
Πώς; Με την υπογραφή κοινής πολιτικής διακήρυξης όλοι οι Αλβανοί πολιτικοί ηγέτες στα Σκόπια και στο Τέτοβο να αφήσουν κατά μέρος τις προσωπικές και κομματικές τους διαφορές και να αναλάβουν την πρωτοβουλία:
1. Να αποτελέσουν τη γέφυρα συνεννόησης με την Ελλάδα, περιθωριοποιώντας την εθνικιστική πολιτική τάξη του Γκρουέβσκι.
2. Να συμβάλλουν καταλυτικά στην επίλυση του θέματος της ονομασίας.
3. Nα οδηγήσουν τη χώρα τους στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και κάτι ακόμη. Ας μη σπεύσει ο κ. Γκρουέβσκι με τα εξαρτώμενα και
ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης να μας προσάψουν και πάλι μομφή ότι δήθεν η Ελλάδα απεργάζεται «σκοτεινές συνωμοσίες» με τους Αλβανούς σε βάρος της χώρας του. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Οι Αλβανοί των Σκοπίων, εάν οι ίδιοι το αντιληφθούν και το θελήσουν, μπορούν να πετύχουν για τη χώρα τους τούς στόχους που η δική του εθνικιστική πολιτική απομάκρυνε.
Η διαδικασία και η προοπτική σύμπλευσης πρέπει και μπορεί να καταστήσει σαφές πόσο σημαντική είναι η Ελλάδα για τους Αλβανούς και στην Ελλάδα το σημαντικό ρόλο που έχουν στα Βαλκάνια οι Αλβανοί γείτονές μας.
Θα μπορούσα να ισχυρισθώ ότι πράγματι η προσέγγιση που προτείνω είναι πολυεπίπεδη και δυσχερής. Απαιτεί προσεκτικά και σταθερά βήματα και πάνω απ’ όλα άριστη γνώση του χώρου και των προσώπων που κινούν τα νήματα.
Χρειάζεται κινητικότητα, δημιουργικότητα, φαντασία και δυναμισμό. Το αντίθετο δηλαδή από τα χαρακτηριστικά που έχουν οι μέχρι τώρα κινήσεις, που διακρίνονται για τη γραφειοκρατική στατικότητά τους. Χρειάζεται διπλωματία του προσκήνιου και του παρασκηνίου, καθώς και προσωπικές σχέσεις εμπιστοσύνης με τους Αλβανούς. Πάνω απ’ όλα, όμως, απαιτείται να χαραχθεί μια γραμμή σε πολιτικό επίπεδο.