«Η πράξη είναι η πλατύτερη θύρα της λύτρωσης. Αυτή μονάχα μπορεί να δώσει απόκριση στα ρωτήματα της καρδιάς.
Μέσα στις πολύγυρες περιπλοκές του νου, αυτή βρίσκει το συντομότερο δρόμο. Όχι βρίσκει, δημιουργάει
δρόμο, κόβοντας δεξά ζερβά την αντίσταση της λογικής και της ύλης».
Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική
Δεν κρύβω ότι αρχικά είχα επιλέξει τον τίτλο «Η δική μου Ιθάκη: Σημειώσεις από το ημερολόγιο ενός διπλωμάτη».
Πίστεψα ότι μέσα από τον τίτλο θα έβγαινε ένα χρονικό ταξιδιού, που έχει αρχή την Ιθάκη και τέλος την Ιθάκη. Ο καλός φίλος Σταύρος Λυγερός, μια από τις πλέον βροντερές και συνεπείς ελληνικές φωνές, που γνώριζε τις θέσεις και τις απόψεις μου χρόνια τώρα, μου είπε ξεκάθαρα: «Εδώ μιλάμε για την κρίση. Ναι, για μια άλλη κρίση. Την κρίση εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα. Την κρίση εμπιστοσύνης της Ελλάδας προς τους φυσικούς της εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το χαμένο κύρος και τη χαμένη αξιοπρέπεια μας. Σαν Ελλάδα, σαν Έλληνες, σαν Ελληνισμός. Ο τίτλος του βιβλίου πρέπει να αλλάξει».
Έτσι, πιστεύω ότι ο τίτλος «Η άλλη κρίση: Η μαρτυρία ενός πρέσβη» ανταποκρίνεται περισσότερο στο περιεχόμενό του.
Αλήθεια είναι ότι εδώ και καιρό είχα αποφασίσει να γράψω. Στην πραγματικότητα, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, γράφω. Είχα όμως αποφασίσει τα γραφτά αυτά, αρκετά καλά ταξινομημένα μετά από τόσα χρόνια, να πάρουν μορφή βιβλίου.
Ήδη από το χειμώνα του 2010 άρχισα να γράφω με βάση το ημερολόγιό μου. Σκεφτόμουνα ένα σπονδυλωτό βιβλίο με τρεις ενότητες: Οι ευρωπαϊκές αξίες και η γενιά μου, Βαλκανικά και, τέλος, Αμερική. Γρήγορα όμως λοξοδρόμησα.
Η πικρία και η απογοήτευσή μου δεν με άφηναν να βλέπω καθαρά. Ό, τι και να έγραφα, έπρεπε να το θεωρώ ή να το αναθεωρώ με βάση το σήμερα.
Μέσα από την εικόνα δηλαδή μιας Ελλάδας διαφορετικής, μα εντελώς διαφορετικής, από την Ελλάδα που γνώριζα. Από την Ελλάδα που γνωρίζαμε. Αποφάσισα ότι έπρεπε να πάρω μεγαλύτερη απόσταση. Να αφήσω το χρόνο να κυλήσει.
Δεν έπαψα όμως να γράφω και να μιλώ.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί συνεπώς την καταγραφή και ανάλυση γεγονότων όπως τα ζω, όπως τα αντιλαμβάνομαι, όπως τα νιώθω και όπως τα ερμηνεύω τα τελευταία τρία χρόνια. Η αντίληψη και η ερμηνεία των πραγμάτων είναι πάντοτε υποκειμενική. Μπορεί να γίνει αντικειμενική εάν συνοδεύεται από τα διδάγματα και τις εμπειρίες του παρελθόντος.
Δεν κρύβω ότι μέσα από τα κείμενα βγαίνει μια απογοήτευση για το σήμερα, μια αβεβαιότητα για το αύριο και μια αίσθηση ότι αιωρούμαστε προς άγνωστες καταστάσεις.
Το βιβλίο χωρίζεται σε έξι γενικά μέρη. Το πρώτο το ονόμασα «Η Ελλάδα της παρακμής στην Ευρώπη της κρίσης». Τα κείμενα που το συνθέτουν, έχουν συναίσθημα και πίστη. Το συναίσθημα προκαλείται από το βάρος των ενοχών και της ευθύνης της δικής μου γενιάς απέναντι στη σημερινή Ελλάδα.
Την Ελλάδα με περίπου 1.500.000 άνεργους.
Μια Ελλάδα που κλείνει την πόρτα της ελπίδας, της προοπτικής και της αξιοπρέπειας στα παιδιά της.
Μια Ελλάδα όπου αυτοί που μετριούνται ως οικονομικά ενεργοί πολίτες, αποτελούν πια τη μειοψηφία.
Συνάμα όμως, έχοντας προσωπικά βιώσει την ευρωπαϊκή ταυτότητα σαν τη δική μου πολιτική και κοινωνική ιδεολογία, αναζητώ σταθερά τη λύση μέσα στην Ευρώπη. Μια Ευρώπη όμως που πρέπει να επιστρέψει στις ρίζες των ανθρωπιστικών αξιών. Σε αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε ευρωπαϊκό ουμανισμό.
Το κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Ενδοσκόπηση και αυτοκριτική» είναι μια αυτοβιογραφική εκ βαθέων κατάθεση. Περιέχει και την απαραίτητη αυτοκριτική. Προσπαθεί επίσης να δώσει μερικά στοιχεία για τη ζωή μου ως διπλωμάτη. Το Υπουργείο Εξωτερικών με τίμησε. Πιστεύω ότι ήμουν αντάξιος της εμπιστοσύνης που μου έδειξε. Αντάξιος της τιμής που απλόχερα μου έκανε ο τόπος μου.
Το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο μέρος, που αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου, καλύπτουν τα θέματα των Βαλκανίων, με τα οποία ασχολούμαι πάνω από μια εικοσαετία. Το δικό μου ταξίδι στα Βαλκάνια
άρχισε στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδος στον ΟΗΕ το 1991 και ακόμη συνεχίζεται. Τα θέματα αφορούν κυρίως στις σχέσεις μας με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Στην πρώτη ενότητα του δεύτερου μέρους υπάρχουν άρθρα και κείμενα που επικεντρώνονται στο ζήτημα της ονομασίας. Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει μια εκτενής αναφορά στην ελληνική διπλωματική δράση κατά την κρίση του
2001 στη γειτονική μας χώρα.
Το τρίτο μέρος περιέχει μια λεπτομερή καταγραφή του χρονικού της Χάγης, που οδήγησε σε μια διπλωματική ήττα της Ελλάδος ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου. Είναι η πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση που η Ελλάδα σύρεται στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Δυστυχώς, η καταδικαστική απόφαση σε βάρος της Ελλάδος (Δεκέμβριος 2011) ήλθε σε μια στιγμή που ο τόπος μας βρισκόταν στο ναδίρ του κύρους και αξιοπιστίας.
Ελπίζω, εύχομαι, το πάθημα να γίνει μάθημα. Αν μη τι άλλο, ας μάθουμε ότι η γνώση των πολλών είναι πάντοτε προτιμότερη της γνώμης του ενός.
Το τέταρτο μέρος περιγράφει τις σημαντικές ανακατατάξεις βορείως των συνόρων μας κατά την τελευταία τριετία. Υπάρχουν εκτενείς αναφορές στην ισχυρή παρουσία της Τουρκίας στο Κόσοβο και στην έλλειψη ισορροπίας στις σχέσεις των Αθηνών με τους βαλκάνιους γείτονές της.
Επίσης, δεν λείπει η καταγραφή της πικρίας και απογοήτευσής μου από την απουσία της Ελλάδος από τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Αναδύεται μια νοσταλγία για την ελληνική διπλωματία στο παρελθόν. Οι δηλώσεις δεν αναπληρώνουν την απραξία.
Κάνω επίσης μεγάλη αναφορά για τις σχέσεις μας με την Αλβανία και τον αλβανικό εν γένει παράγοντα. Καταγράφω την πεποίθηση μου ότι χρειάζεται μια νέα, ολιστική προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων Αθηνών – Τιράνων και ενίσχυσης των σχέσεων Αθηνών – Πρίστινας, που θα στηρίζονται στο κοινό συμφέρον.
Το πέμπτο μέρος καλύπτει αποσπασματικά ορισμένα θέματα που αφορούν στις σχέσεις των Αθηνών με το Τελ-Αβίβ, και τα τεκταινόμενα στη λεγόμενη
«Αραβική Άνοιξη», με έμφαση στις ανατροπές στην Αίγυπτο και στη Λιβύη. Έζησα στη Λιβύη και έχω προσωπική αντίληψη.
Το τελευταίο, έκτο μέρος ακουμπά τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Πρόκειται για ορισμένα κείμενα χωρίς κατ’ ανάγκη σύνδεση μεταξύ τους.
Το βιβλίο αυτό περιέχει ορισμένα άρθρα και κείμενα που έχουν δημοσιευθεί αυτούσια ή με κάποιες τροποποιήσεις. Δεν περιλαμβάνει λεπτομερή και κριτική καταγραφή των εμπειριών μου ως πρέσβη της Ελλάδος στην Ουάσινγκτον. Θέλω να ελπίζω ότι η μαρτυρία μου στην αμερικανική πρωτεύουσα σε μια
δύσκολη εποχή των διμερών σχέσεών μας, θα αποτελέσει τον επόμενο τίτλο.
Δεν υπάρχουν επίσης λεπτομερείς αναφορές στις σχέσεις μας με την Τουρκία και στο Κυπριακό. Η αλήθεια είναι ότι ήσαν πάντοτε στο καλάθι των άμεσων καθηκόντων και προτεραιοτήτων της ελληνικής διπλωματίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ασχολήθηκα με συγκεκριμένες πτυχές τους από την πρώτη μέρα που μπήκα ως ακόλουθος στο Υπουργείο Εξωτερικών μέχρι και την ημέρα της συνταξιοδότησής μου με το βαθμό του πρέσβη επί τιμή. Δεν διεκδικώ όμως τον τίτλο του ειδικού.
Η πορεία μου στα Βαλκανικά, τόσο στο Υπουργείο Εξωτερικών όσο και εκτός αυτού, έχει γίνει πια η δεύτερη φύση μου.
Είναι μια δικαίωση ότι σε λίγους μήνες το βιβλίο αυτό κατάλληλα αναδιαμορφωμένο θα κυκλοφορήσει στην αλβανική και στη σλαβομακεδονική από το γνωστό εκδοτικό οίκο Koha*. Άλλωστε πολλά άρθρα μου τακτικά δημοσιεύονται στο Κόσοβο, στην Αλβανία και στην πΓΔΜ.
Είμαι ευτυχής που πάντοτε κράτησα ζωντανές τις γνώσεις, τις γνωριμίες και τις επαφές μου στα Βαλκάνια και στις ΗΠΑ. Οι προσωπικές σχέσεις είναι σημαντικές. Διευκολύνουν σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη και την επαφή. Είναι όμως σφάλμα να πιστεύει κανείς ότι αποτελούν ικανή συνθήκη για την επίλυση εκκρεμοτήτων. Δυστυχώς, στην παγίδα αυτή πέφτουμε και εμείς οι ίδιοι. Πέφτουν όμως με αρκετή συχνότητα και οι πολιτικοί μας.
Ειδικά όταν πίστεψαν ότι η προσωπική τους αίγλη και η καλή τους υποδοχή από τα πρόσωπα και τα κέντρα που κρατούν τα ηνία των αποφάσεων σε παγκόσμια κλίμακα, θα ήταν αρκετές για να προωθήσουν συγκεκριμένα θέματα. Η ελληνική εμπειρία, ως εάν υπήρχε ανάγκη, δείχνει ότι οι μεγάλες δυνάμεις δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε πρόσωπα, ούτε πολιτικούς με διεθνή αποδοχή, όταν σταθμίζουν τα συμφέροντά τους και αποφασίζουν βάσει αυτών.