Συνέντευξη στην ιστοσελίδα Free Sunday και στον Δημήτρη Χρυσικόπουλο, 21/05/2017

Τα Βαλκάνια δείχνουν για άλλη μια φορά να «φλέγονται». Κατ’ αρχάς, λοιπόν, θα ήθελα να μας περιγράψετε πού εντοπίζονται εστίες έντασης αυτή τη στιγμή στη Βαλκανική.

Οι προβλέψεις διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας είχαν προηγηθεί της αποσύνθεσης της Σοβιετικής Ένωσης. Εντούτοις, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία άρχισαν αμέσως μετά την κατάρρευση του διπολισμού. Υπάρχουν αίτια και αφορμές. Η Ιστορία, η γεωγραφία και η εθνότητα –ενίοτε και η θρησκεία– θα μπορούσαν να περιγράψουν τα αίτια. Δηλαδή στα Βαλκάνια υπάρχει έντονη η προσήλωση, η προσκόλληση, αν θέλετε, σε ξεχωριστή ανάγνωση και ερμηνεία της Ιστορίας, εδαφικές διαφορές ή εδαφικές διεκδικήσεις και προβλήματα μεταξύ των εθνοτικών ομάδων, καθώς και η εικόνα του κακού γείτονα. Στη λήξη του παγκοσμίου πολέμου είπαμε «ποτέ ξανά». Ξαναζήσαμε όμως στη γειτονιά μας γενοκτονίες, όπως στη Σρεμπρένιτσα, στρατόπεδα συγκεντρώσεως, σκελετωμένα ανθρώπινα φαντάσματα, κατεστραμμένα σπίτια και ξεριζωμό εκατομμυρίων προσφύγων.

Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, η ΠΓΔΜ δείχνει να βρίσκεται σε κατάσταση ακυβερνησίας. Τι προξένησε αυτή την έκρυθμη κατάσταση και πώς θεωρείτε ότι μπορεί να εξελιχθεί;

Η Συμφωνία της Αχρίδας τον Αύγουστο του 2001 έθεσε τέλος στις συγκρούσεις μεταξύ Σλαβομακεδόνων και Αλβανών, δρομολογώντας ταυτόχρονα την αναθεώρηση πολλών διατάξεων του Συντάγματος του 1991. Το Σύνταγμα αυτό αποτελεί την καρδιά των προβλημάτων που προκάλεσε η «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στους γείτονές της –κυρίως στην Ελλάδα–, καθώς και στον εσωτερικό ιστό της χώρας, θέτοντας ήδη από το Προοίμιο τους Αλβανούς σε δεύτερη μοίρα. Τα όσα συμβαίνουν σήμερα αποτελούν έναν προβλέψιμο κύκλο ανωμαλίας. Μεγάλο μέρος ευθύνης έχει η αλαζονεία του πρωθυπουργού Νίκολα Γκρούεφσκι, καθώς και οι άστοχες πολιτικές παρεμβάσεις του Προέδρου Γκιόργκι Ιβάνοφ. Ο «διαγωνισμός καλλιστείων» στον οποίο επιδίδονται εκπρόσωποι συγκεκριμένων χωρών στα Σκόπια καλλιέργησε αυταπάτες αντί μιας νοοτροπίας συνδιαλλαγής και συμβιβασμού. Σε μεγάλο βαθμό η πολιτική αυτή έκανε πιο δύσκολη την εξεύρεση λύσης στο ζήτημα της ονομασίας με την Ελλάδα. Θυμίζω την απόφαση του Προέδρου Μπους στις 4 Νοεμβρίου 2004 για αναγνώριση της χώρας με τη συνταγματική της ονομασία. Έπληξε τα συμφέροντα της Ελλάδας προκειμένου να βοηθήσει τους Σλαβομακεδόνες να αποδεχτούν τις υπέρ των Αλβανών συνταγματικές αλλαγές. Δεκατρία χρόνια αργότερα, η κατάσταση βρίσκεται σε χειρότερο σημείο.

Παράλληλα, βλέπουμε την αλβανική ηγεσία να εγείρει διάφορα ζητήματα. Ποια είναι αυτά και πιστεύετε ότι σηματοδοτούν επιστροφή στον αλβανικό «μεγαλοϊδεατισμό»;

Η λεγόμενη «αλβανική πλατφόρμα» έχει θετικά στοιχεία και για τις σχέσεις της ΠΓΔΜ με την Ελλάδα, καθόσον επιτάσσει τη σημασία της λύσης του προβλήματος της ονομασίας για να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Θα ήταν ορθότερο να υπογραφεί στο Τέτοβο και όχι στα Τίρανα, παρουσία μάλιστα του πρωθυπουργού της Αλβανίας, διότι έδωσε την αφορμή να ταυτιστούν οι επιδιώξεις των Αλβανών της ΠΓΔΜ με την Αλβανία. Προβλέπω ότι το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ θα αναθεωρηθεί εκ νέου. Από το 1991 μέχρι το 2004 τροποποιήθηκε τριάντα φορές. Πρόκειται για ένα προβληματικό κείμενο.

Από την άλλη, η Τουρκία εδώ και σχεδόν έναν χρόνο –από τη στιγμή της απόπειρας πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν και εντεύθεν– βρίσκεται σε κατάσταση «βρασμού». Κατ’ αρχάς, για να πάμε μισό βήμα πίσω, πώς μεταφράζετε εσείς το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη γείτονα;

Στη Νέα Τουρκία έχουμε: ταύτιση των κρατικών συμφερόντων με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του Προέδρου Ερντογάν. Απομάκρυνση της προοπτικής ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Στρατιωτική επέμβαση στη Συρία και στο Ιράκ. Αποδυνάμωση του ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας, με αποτέλεσμα οι κρατικές υπηρεσίες να προσφέρουν στον Πρόεδρο Ερντογάν αποκλειστικά το προϊόν που του αρέσει. Η αποτύπωση της δυσάρεστης πραγματικότητας θεωρείται αντιπολιτευτική πράξη. Αυτά προκαλούν ανησυχία. Τα μοναδικά ζητήματα στα οποία ο Πρόεδρος Ερντογάν μπορεί άμεσα να ενώσει το σύνολο του πολιτικού κόσμου και την κοινή γνώμη της Τουρκίας υπέρ του είναι οι διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις στο Αιγαίο και στο Κυπριακό. Άρα; Γνωρίζοντας το πλαίσιο συμπεριφοράς της Τουρκίας έναντι της Ευρώπης, εκτιμώ ότι θα προωθήσει συστηματικά την επαναφορά της θανατικής ποινής μέχρις ότου θεωρήσει ότι μπορεί να εξασφαλίσει ικανοποιητικά ανταλλάγματα. Τυχόν επαναφορά της εκτιμώ εντέλει ότι θα αποτελεί αντίδραση της Τουρκίας σε ενέργειες χωρών ή θεσμών της Ευρώπης (Ε.Ε. και Συμβούλιο της Ευρώπης) και όχι εξέλιξη συνδεόμενη με τις διώξεις των αντιπάλων του κ. Ερντογάν ( Κούρδοι, Φετουλάχ Γκιουλέν κ.ά.).

Και όλα αυτά μοιάζουν να επιβαρύνουν το Κυπριακό. Τι συμβαίνει με τις εκεί εξελίξεις;

Λύση σημαίνει εξάλειψη των αποτελεσμάτων της εισβολής, άρα απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής. Όμως γνωρίζουμε ότι σπανίως διπλωματικές διαπραγματεύσεις ανατρέπουν «εν ψυχρώ» αποτελέσματα στρατιωτικών επεμβάσεων. Δεν έχω κανένα στοιχείο στη διάθεσή μου που να επιτρέπει να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία σήμερα είναι έτοιμη να συμβάλει σε μία λύση η οποία δεν θα της εξασφαλίζει στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις πάγιες και σταθερές επιδιώξεις της στην Κύπρο.

Μπροστά σε όλες αυτές τις εξελίξεις, πώς βλέπετε να αντιδρά η Ελλάδα; Θεωρείτε την έως τώρα στάση και στρατηγική της επαρκή;

Ο απομονωτισμός δεν συνιστά επιλογή. Η Ελλάδα οφείλει να σταθεί όρθια. Για να είσαι όμως υπολογίσιμος εταίρος σε διμερές επίπεδο πρέπει να έχεις δύναμη, αξία και υπεραξία. Η Σούδα αποτελεί την υπεραξία της Ελλάδας στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Πρόκειται για αναντικατάστατη διευκόλυνση. Επιπλέον, οι σχέσεις μας με τη Ρωσία και την Κίνα πρέπει να εξειδικευτούν κατά τρόπον ώστε να προσελκύσουμε στρατηγικές επενδύσεις σε περιοχές ειδικής σημασίας (π.χ. Αλεξανδρούπολη, Σάμο, Ρόδο κ.λπ.).

Στο τελευταίο σας βιβλίο, «Οράματα και Χίμαιρες – Διαδρομές ενός διπλωμάτη», κάνετε λόγο για ένα «επικίνδυνο κενό στην πολιτική ζωή της χώρας», αναφερόμενος στην ανασυγκρότηση της εθνικής πολιτικής ασφάλειας. Τι είναι αυτό το εργαλείο και πώς μπορεί να φανεί χρήσιμο;

Το πολιτικό μας σύστημα δεν έχει αφυπνιστεί. Πατριωτισμός δεν είναι η αναζήτηση και επίρριψη της ευθύνης για το τι έγινε, τι δεν έγινε ή ποιος φταίει περισσότερο. Πατριωτισμός σήμερα είναι να συνεργαστούν οι πολιτικοί μας ηγέτες, αποτελώντας έτσι τα πρότυπα που έχουμε ανάγκη. Δεν πιστεύω στον πολιτικό μεσσιανισμό. Πιστεύω στον σχεδιασμό, στη συνεννόηση και στη σύνεση. Όσο αυτό δεν γίνεται, θα ρίχνουμε την ευθύνη στην Αμερική, στη Γερμανία, στη Δεξιά, στην Αριστερά και δεν ξέρω πού αλλού. Την κύρια ευθύνη την έχουμε εμείς. Οι άλλοι γύρω μας και πιο πέρα απλώς προωθούν τα συμφέροντά τους. Η έλλειψη ενός Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας αποτελεί χαρακτηριστικό μιας χώρας που προτιμά να δρα με ανεπαρκείς θεσμούς πολιτικής, φτιαγμένους για μια άλλη Ελλάδα με έναν εντελώς διαφορετικό περίγυρο.