Είχε τελειώσει και η διόρθωση του δοκιμίου, όταν έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον εκδότη.
Ο επίλογός, μου λέγει, λείπει ο επίλογος.
Μα ο επίλογος δεν έχει γραφεί ακόμη, του απαντώ.
Δεν είναι δυνατόν να τυπωθεί το βιβλίο χωρίς επίλογο, μου απαντά με επιτακτικό ύφος.
Κάθομαι λοιπόν να γράψω. Δεν είναι όμως ο επίλογος τον οποίο ίσως περιμένει ο αναγνώστης. Είναι ένα «αντί επιλόγου» κείμενο.

1. Σε κανένα από τα θέματα που προσπάθησα να πραγματευτώ, δεν έχει γραφεί το τέλος, ο επίλογος. Δεν έχει κατέβει η αυλαία. Αντίθετα, όλα βρίσκονται σε εκκρεμότητα. Ανησυχητική για τους μεν, καθησυχαστική ή έστω χρήσιμη και μάλλον αναγκαία για τους δε.

Η έλλειψη λύσης δεν είναι πάντα η χειρότερη επιλογή. Ιδίως όταν είναι σε δεινή ή σε κάθε περίπτωση σε μειονεκτική θέση.

Είναι όμως σίγουρα η χειρότερη επιλογή όταν η διαιώνιση ενός «ανοικτού» ζητήματος γίνεται η μόνη και μόνιμη πολιτική – διπλωματική επιλογή. Για λόγους που συχνά, πολύ συχνά, δεν συνδέονται με τις αντικειμενικές συνθήκες. Συνδέονται, συνήθως, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην ελληνική πραγματικότητα, με το κατά συνθήκην αποκαλούμενο «πολιτικό κόστος». Στη διαμόρφωση όμως αυτής της σταθερής συνθήκης ευθύνη δεν έχουν μόνο οι πολιτικοί. Έχουμε και εμείς οι διπλωμάτες.

Έχουν επίσης και οι βασικοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης και των αντανακλαστικών της. Δηλαδή τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι. Έχουν επίσης και οι λεγόμενες σε κακή μετάφραση από την αγγλική «δεξαμενές σκέψης».

Βέβαια σήμερα στον αιώνα του διαδικτύου και της αέναης ροής πληροφόρησης, η οποία δύσκολα μπορεί να αφομοιωθεί, ο διαδικτυακός σχολιασμός έχει ειδικό βάρος. Δεν γνωρίζω με βεβαιότητα εάν θα κρατήσει για πάντα ή έστω για πολύ αυτό το βάρος. Το γράψιμο και το σχόλιο απαιτούν αρκετή δόση αυτογνωσίας και ευθύνης. Ιδίως όταν υπογράφουν πρόσωπα με διακριτή θέση και στάση στο κοινωνικό σύστημά μας.

2. Στην πραγματικότητα η έννοια του χρόνου στη διπλωματία και στην πολιτική είναι πάντα σχετική. Ν’ αναφερθώ σε ένα κλασικό παράδειγμα της τελευταίας εικοσαετίας. Ο χειρισμός του σύγχρονου «Μακεδονικού Ζητήματος», του αποκαλούμενου και ζητήματος των Σκοπίων, αν προτιμάτε μια λιγότερο ερεθιστική εκδοχή του. Έχω, όμως, μια απορία: Αν δεν είναι Μακεδονικό, τότε ως προς τι μας ενοχλεί;

Αν η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη δεν είχε το 1993 οριακή, στην κυριολεξία, πλειοψηφία, θα είχαμε προχωρήσει με το Σχέδιο Συνθήκης Βανς-Όουεν. Με ορισμένες αναγκαίες βελτιώσεις και αλλαγές. Η άλλη πλευρά – με τις τότε συνθήκες και με έλλειψη ερεισμάτων σε διεθνές επίπεδο- δεν θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος μιας οριστικής απόρριψης.

Μέσα από τα κείμενά μου για το ζήτημα των σχέσεών μας με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, γίνεται ελπίζω φανερό ότι παρά τα δικά μας σφάλματα και λάθος επιλογές, ιδίως σχετικά με το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μπορέσαμε, εν τούτοις, και αντλήσαμε κάποια οφέλη από τα λάθη της άλλης πλευράς.

Τη στιγμή που το βιβλίο αυτό βαίνει προς το τυπογραφείο, ετοιμάζεται να εκδηλωθεί μια νέα προσπάθεια του Μάθιου Νίμιτς.

Η αναζήτηση λύσης στο ζήτημα του ονόματος, καθώς επίσης της ταυτότητας, του εθνικού προσδιορισμού και του εμπορικού προσδιορισμού δεν είναι πλέον δυνατόν να μην αποτελέσουν ένα ενιαίο σύνολο. Δεν μπορούν να απομονωθούν. Επίσης, επαναλαμβάνω επιγραμματικά ότι στη μάχη της διαπραγμάτευσης η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει ένα καθαρά πολιτικό όπλο που έχει στη φαρέτρα της, δηλαδή το δημοψήφισμα.

3. Η θαρραλέα μεν φυσιολογική δε προσέγγιση-συμφιλίωση της Σερβίας και του Κοσόβου αποδεικνύει πόσο εσφαλμένη και μονόπλευρη ήταν η πολιτική του αυτοαποκλεισμού που είχε ακολουθήσει η Ελλάδα στο ζήτημα του Κοσόβου τα τελευταία χρόνια. Ευτυχώς, πρόσφατα έγιναν ορισμένα βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Όποια χώρα θέλει, φιλοδοξεί ή προσβλέπει να έχει καίρια θέση στη βαλκανική σκακιέρα, δεν μπορεί να μην έχει σημείο και πεδίο συνεννόησης και συνεργασίας ή τουλάχιστον ανοχής με τον αλβανικό παράγοντα. Αυτό δεν ισχύει μόνο για μια χώρα. Ισχύει όμως κατ’ εξοχήν για την Ελλάδα. Οι σχέσεις μας με την Αλβανία χρειάζονται οξυγόνο και μια νέα ώθηση προς τα εμπρός. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι ανάλογη βούληση και λογική θα υπάρξει και στα Τίρανα.

Χρειάζεται μια λύση-πακέτο που θα περιλαμβάνει και την αναγνώριση της Δημοκρατίας του Κοσόβου σε συνδυασμό και παράλληλα με την επίλυση όλων των εκκρεμοτήτων που σκιάζουν τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Λύσεις μπορούν να δρομολογηθούν.

Επίσης, κάποιες πολιτικές δυνάμεις στα Τίρανα θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικές. Αν επιθυμούν να καταρρεύσει το οικοδόμημα στο οποίο βασίζονται οι σχέσεις με την Αθήνα από το 1996 -εννοώ το Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας και Καλής Γειτονιάς-, τότε θα πρέπει να έχουν τη βεβαιότητα ότι δεν θα είναι μόνες. Υπάρχουν επίσης κάποιες δυνάμεις και στην Ελλάδα που θα ήθελαν να δοκιμάσουν μια αντίστοιχη επιλογή.

4. Η επιστροφή στο παρελθόν δεν είναι λύση. Δεν είναι καν επιλογή. Ή μάλλον είναι μια επιλογή στο κενό. Γεμάτη απρόβλεπτα και κινδύνους. Επίσης, εάν κάποιος πιστεύει ότι αδαπάνως ανοίγει το κλειστό κεφάλαιο των διεκδικήσεων, με αδιευκρίνιστο ή δυσδιάκριτο μανδύα, που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ή παρερμηνευθεί ότι αφορά και σε εδάφη, τότε να είναι σίγουρος ότι θα βρει μιμητές και ζηλωτές και στην άλλη πλευρά.

5. Εκτιμώ, όμως, ότι οι μεγαλύτερες ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή μας είναι αυτές που έχουν ξεκινήσει εδώ και τρία χρόνια στη νότια λεκάνη της Μεσογείου. Είναι αυτές που επηρεάζουν ήδη την Ελλάδα, τις σχέσεις της με χώρες της περιοχής, καθώς και τους ενεργειακούς της πόρους. Υφισταμένους, οριοθετημένους, υπό   διερεύνηση ή προσδοκώμενους. Στη διαμόρφωση των εξελίξεων αυτών έχει εμπλοκή, σε διαφορετικό όμως κατά περίπτωση βαθμό, η γειτονική Τουρκία. Η διαμόρφωση της νέας εικόνας στην ευρύτερη περιοχή σίγουρα την επηρεάζουν, επίσης, θετικά και αρνητικά. Θα αποτελούσε ιεροσυλία για κάθε Τούρκο διπλωμάτη ή πολιτικό το 2003 -όταν ξεδιπλωνόταν η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ- να προβεί στην εκτίμηση ότι δέκα χρόνια αργότερα θα υπήρχε μια κουρδική κρατική οντότητα στο Ιράκ και μια υπό διαμόρφωση στη Συρία.

6. Οι συγκρούσεις και οι φάσεις των εξελίξεων σχετίζονται με γενικευμένα αιτήματα για εκδημοκρατισμό και για ελευθερίες, πάνω σε θρησκευτικό υπόβαθρο και στην εθνική/εθνοτική καταγωγή. Πάνω απ’ όλα όμως σχετίζονται με τη σύγκρουση συμφερόντων για το μακροχρόνιο έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών και ενεργειακών πόρων των χωρών της Μέσης και Εγγύς Ανατολής και πέραν αυτής. Παρούσες είναι κυρίως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, σε ορισμένα στάδια η Γερμανία, που πάντως έχει μια ευδιάκριτα προσεκτική προσέγγιση, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία. Απούσα, αν και παρούσα, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

7. Δυστυχώς η ΕΥΡΩΠΗ είναι σήμερα βαθιά διχασμένη, σε κρίση ταυτότητας και με σοβαρές αποκλίσεις συμφερόντων μεταξύ των μελών της. Έχει έλλειψη οράματος, ηγετών και ισορροπίας. Ισορροπίας πολιτικής και οικονομικής μεταξύ των κρατών-μελών της. Οι θεμελιώδεις αξίες που γονιμοποίησαν την ενοποιητική διαδικασία, είναι σήμερα στη σκιά της αξίας του ευρώ. Είναι στο περιθώριο.

Αυτή η Ευρώπη της κρίσης και των ανισοτήτων, με τη δική μας πατρίδα, την Ελλάδα, σε φάση παρακμής, είναι σε θέση να διαχειρισθεί τις κοσμογονικές αυτές αλλαγές; Αμφιβάλλω.

Εκείνο που βλέπω, είναι ότι στη Μέση Ανατολή βρισκόμαστε στην αρχή πολιτικών και εδαφικών μεταβολών. Η «κινούμενη άμμος» θα φθάσει μέχρι τον Περσικό Κόλπο και παραπέρα.

Η εποχή των γνωστών και οικείων στους περισσότερους ευρωπαίους ηγέτες -των Ελλήνων μη εξαιρουμένων- Μπααθιστών, Νασερικών ή νεο-Νασερικών τύπου δικτατόρων και δικτατοριών, εκλείπει.

8. Η «βολική» ισορροπία που εξασφάλιζαν και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη εξασφαλίζουν βασιλικά και δικτατορικά καθεστώτα, παραχωρεί τη θέση της σε μια περίοδο ρευστότητας, αβεβαιότητας και εσωτερικών συγκρούσεων. Οι οποίες, όμως, κάθε άλλο παρά αφήνουν τους γείτονες και τους ισχυρούς αμέτοχους, αδιάφορους ή ανεπηρέαστους.

Είναι ξεκάθαρο για μένα ότι όπως στην ευρωπαϊκή ήπειρο έτσι και στη Βόρειο Αφρική και στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, η αντικατάσταση της «άβολης» αυτής σταθερότητας που διασφάλιζαν οι δικτάτορες, με τη «σταθερότητα μέσω δημοκρατίας», θα είναι μια μακρά διαδικασία με πολλές φάσεις συγκρούσεων και αβεβαιότητας. Δεν μπορώ να προβλέψω την κατάληξη. Μπορώ όμως να εκτιμήσω ότι οι εξελίξεις θα επηρεάσουν την Ελλάδα και τον περίγυρό μας σε βαθμό ανάλογο που την επηρέασαν οι εξελίξεις στα Βαλκάνια την τελευταία εικοσαετία.

9. Θα προσέθετα, ότι η δύναμη μιας χώρας είναι επίσης συνάρτηση του κύρους, της αξιοπρέπειας και αξιοπιστίας της. Υπογραμμίζω ειδικά για την Ελλάδα τη λέξη «αξιοπρέπεια». Επιπλέον, δεν εξαρτάται μόνο από τις φιλοδοξίες που έχει η ίδια, αλλά επίσης από την εικόνα που έχουν και οι άλλοι γι’ αυτήν. Πώς δηλαδή μας αποτιμούν και εάν και πόσο μας εκτιμούν.

10. Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας είναι σε ευθεία σχέση και εξάρτηση με τις πραγματικές της δυνατότητες. Στην Ελλάδα είμαστε συνηθισμένοι, εθισμένοι θα έλεγα, σε μια μινιμαλιστική – μαξιμαλιστική λογική αποτίμησης κάθε διπλωματικής μας δράσης ή αντίδρασης, πράξης ή απραξίας. Στα τριανταπέντε χρόνια που υπηρέτησα στο Υπουργείο Εξωτερικών, συνέταξα εκατοντάδες θέσεις-προτάσεις πολιτικής.   Επίσης,   κατά περίπτωση,   τα κείμενα των παρατηρήσεων, ομιλιών και απαντήσεων πρωθυπουργών και υπουργών στις ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων συζητήσεις. Δεν υποτιμώ ούτε παραγνωρίζω τις πολιτικές διαφορές. Ναι, τότε ήταν υπαρκτές. Ζωηρά χρωματισμένες σε μερικές περιπτώσεις. Η ιδεολογία, οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των περισσότερων κομμάτων σήμερα τείνουν να περιορισθούν. Με την εξαίρεση βέβαια ενός νέου πολιτικού σχηματισμού με πρωτόγνωρες για την Ελλάδα ακραίες θέσεις.

Οι υπαρκτές διαφορές των υπόλοιπων στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων, καίτοι διογκώνονται για λόγους τακτικής, λίγο μπορούν να διαφοροποιηθούν ως διαμόρφωση πολιτικής όταν κυβερνούν.

11. Μια Πρόταση: Στα περίπου δεκατρία χρόνια που λειτουργεί το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ), δεν είχαμε -ναι, αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα- ούτε μια περίπτωση διαρροής ή δημοσιοποίησης των συζητήσεων ή εγγράφων. Υπογραμμίζω τη θετική αυτή παράμετρο. Έστω κι αν ακούγεται ή μοιάζει αυτονόητη. Διότι στην Ελλάδα δεν έχουμε αυτό που λέγεται «παιδεία τήρησης απορρήτων». Μπορεί να στέλνεται προς μια πρεσβεία ένα τηλεγράφημα με την ανώτερη διαβάθμιση «Άκρως Απόρρητο-Ειδικού Χειρισμού». Να είστε βέβαιοι, όμως, ότι το περιεχόμενό του έχει συζητηθεί ή θα συζητηθεί στο τηλέφωνο πολλές φορές. Επίσης, το ίδιο ισχύει και για τις λεγόμενες κυβερνητικές ή κρατικές υποθέσεις, ανεξαρτήτως βαθμού διαβάθμισης. Οι υπουργοί τις συζητούν ανοικτά στο κινητό τους, ακόμη κι όταν βρίσκονται εκτός Ελλάδος. Αν μη τι άλλο, θέλω να ελπίζω ότι οι αποκαλύψεις που έγιναν και γίνονται για τις υποκλοπές κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, θα έπρεπε κανονικά να μας έχουν κάνει πιο προσεκτικούς.

Η δική μου πρόταση-σκέψη είναι να αντλήσουμε μερικά συμπεράσματα από τη διαχρονικά θετική αξιολόγηση της λειτουργίας του ΕΣΕΠ και να κάνουμε το επόμενο βήμα. Προτείνω:

α. Το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής να υπάγεται και να συγκαλείται πλέον από τον Πρωθυπουργό, με τη συμμετοχή των αρχηγών των κομμάτων που ήδη μετέχουν. Κατά περίπτωση δε και στο επίπεδο του Υπουργού Εξωτερικών. Ανάλογα με το θέμα θα μπορούν να μετέχουν οι εμπλεκόμενοι υπουργοί, π.χ. μόνιμα ο Άμυνας και οι λεγόμενοι ειδικοί εμπειρογνώμονες. Προσωπικά δεν βλέπω κανέναν λόγο να μη μετονομασθεί το ΕΣΕΠ σε Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής.

Πιστεύω πως αν σκεφθούμε προς την κατεύθυνση αυτή, θα μπουν τα θεμέλια της έννοιας και της πρακτικής της «Συνέχειας» που τόσο μας λείπει. Θα προσέθετα, χωρίς να τρέφω αυταπάτες, και τον όρο της «Συνέργειας».

β. Η Επιτροπή Διαχείρισης Κρίσεων, που λειτουργούσε παλαιοτέρα ως θεσμικό όργανο του ΚΥΣΕΑ, να υπαχθεί στο ΕΣΕΠ. Να συνεδριάζει υπό τη Συμπροεδρία των Υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας ή των εξουσιοδοτημένων αντιπρόσωπων τους. Επιτροπή Κρίσεων δεν σημαίνει μόνο διαχείριση. Σημαίνει κυρίως πρόβλεψη και επιλογές.

Κλείνω με την αποστροφή ότι το κείμενο αυτό δεν θα μπορούσε να είναι ο Επίλογος.

Μήτε θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί το τέλος ενός βιβλίου με πολλά βιωματικά στοιχεία. Αναπόσπαστο άλλωστε στοιχείο κάθε ανθρώπου.

Για μένα είναι ταυτόχρονα τέλος και νέα αρχή.