Η δική μου Ευρώπη θέλει σήμερα να ξαναβρεί τη χαμένη της αξιοπιστία, πρέπει να επιστρέψει στις ανθρωπιστικές της ρίζες. Πρέπει να επιστρέψει εκεί που ξεκίνησε.

Με απογοήτευση και πικρία βλέπω καθημερινά να κλονίζεται το οικοδόμημα της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, των κοινών ουμανιστικών αξιών, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η ιδέα και η διαδικασία της ενοποίησης της Ευρώπης.

Δεν ανήκω στην κατηγορία των ευρωπαίων ουτοπιστών, αλλά στη μεγάλη κατηγορία των οπαδών της ευρωπαϊκής ιδεολογίας. Για να είμαι πιο σαφής, πιστεύω βαθιά στην ανάγκη και τη σημασία της Ενωμένης Ευρώπης. Ανήκω στη γενιά που είχε την τύχη να ζήσει μέρα με τη μέρα μέσα από δυσκολίες, καθυστερήσεις, μαραθώνιες συνεδριάσεις, λάθη, συνάμα δε και επιτεύγματα το κτίσιμο της Ευρώπης. Ταγμένος από τα φοιτητικά μου χρόνια στο κίνημα των φεντεραλιστών και της Ευρωπαϊκής Κίνησης.

Ναι, η δική μου προσέγγιση είναι ιδεαλιστική. Μπορείτε να την πείτε και οραματική. Πιστεύω εν τούτοις στα ιδανικά μιας άλλης Ευρώπης, της δίκης μου Ευρώπης.Της Ευρώπης που αποτέλεσε το όραμα και το σταθερό πόλο έλξης εκατομμυρίων πολιτών.

Της Ευρώπης που έθετε σαν όρο και προϋπόθεση συμμετοχής στην ενοποιητική διαδικασία το Δημοκρατικό Πολίτευμα και την Ελευθερία, την κοινότητα αξιών και των πρωταρχικών ιδεών.

Της Ενωμένης Ευρώπης που, πέραν από τους τεχνοκράτες, αγοροκράτες και οικονομοπροφήτες, είχε και τους οραματιστές και ιδεολόγους. Της Ευρώπης που στηρίζεται στο κοινό πολιτιστικό υπόβαθρο.

Να γιατί υποστηρίζω ότι εάν η δική μου Ευρώπη θέλει σήμερα να ξαναβρεί τη χαμένη της αξιοπιστία, πρέπει να επιστρέψει στις ανθρωπιστικές της ρίζες. Πρέπει να επιστρέψει εκεί που ξεκίνησε.
Είναι δυνατόν να εδραιωθεί ως παγκόσμιος πόλος έλξης και αναφοράς μια ένωση ισότιμων κρατών που διακρίνεται ολοένα και περισσότερο για την ηγεμονική συμπεριφορά του ισχυρότερού της πυλώνα;

Η ίδια η Αμερική έχει αντιληφθεί τη ζημιά που προκάλεσε πάνω από όλα στην εικόνα της και στην εθνική της ασφάλεια το ηγεμονικό δόγμα της πρώτης τετραετίας του προέδρου Μπους. Οι συνταγές διπλωματικής πειθούς υποχώρησαν σαν πολιτική επιλογή, αφήνοντας τη θέση τους σε πολιτικές μονομερούς επέμβασης ή σε σχηματισμούς «συμμαχίας των εξαναγκασμένων προθύμων». Η Ευρώπη ή, εάν προτιμάτε. η «παλαιά Ευρώπη» ήταν επίσης στόχος της τιμωρητικής διάθεσης της Διοίκησης Μπους.

Σήμερα, ο ακρογωνιαίος λίθος του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, η πατρίδα του Γκαίτε και του Μπετόβεν, εφαρμόζοντας, τηρουμένων των αναλογιών, μια ανάλογη πολιτική δείχνει μια τιμωρητική διάθεση απέναντι σε μια χώρα- εταίρο της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ναι, το έχουμε αντιληφθεί όλοι μας εδώ στην Ελλάδα.

Έχουμε καταλάβει ότι οφείλουμε να πληρώσουμε για τα λάθη των κυβερνητών μας. Εάν θέλετε, οφείλουμε να πληρώσουμε για τα λάθη μας, την κακοδιαχείρισή μας και την αφερεγγυότητά μας.

Κυρίως, όμως, τα λάθη των πολιτικών μας. Αυτό είναι πια κατανοητό.

Δεν μπορώ να παραδεχθώ ότι πρέπει να πληρώσει ένας ολόκληρος λαός. Δεν είναι αντάξιο της Ευρώπης να τιμωρείται ένας λαός γι’ αυτό που είναι.

Δεν πρόκειται να παρασυρθώ σε αναδρομές στο παρελθόν. Δικαιούμαι όμως να υπενθυμίσω ότι, όπως η ίδια η ευρωπαϊκή ιστορία μάς έχει διδάξει, μια «άνευ όρων συνθηκολόγηση», με την ταυτόχρονη επιβολή μιας γενικευμένης επικυριαρχίας στο σύστημα παραγωγής, νομής και διανομής των πλουτοπαραγωγικών πόρων μιας χώρας που είναι ταπεινωμένη, δεν συμβιβάζεται με τις αρχές και αξίες της Ενωμένης Ευρώπης. Της Ευρώπης του Ζαν Μονέ και του Ρομπέρ Σούμαν.

Η ίδια η πατρίδα του Καντ γνώρισε στον εικοστό αιώνα την ταπείνωση, την υποταγή και την άνευ όρων συνθηκολόγηση.

Η δική μας Ευρώπη, το κοινό μας όραμα και συνάμα πραγματικότητα, κτίστηκε ακριβώς πάνω στα συντρίμμια δυο πολέμων, που πριν εξελιχθούν σε παγκόσμιους ήσαν ευρωπαϊκοί. Οι πόλεμοι αυτοί δεν ήσαν το αποτέλεσμα κάποιας νομοτελειακής εξέλιξης. Ήσαν πάνω από όλα συνέπεια και το αποτέλεσμα ανθρωπίνων αποφάσεων.

Οι λαοί της Ευρώπης πλήρωσαν το τίμημα του πόλεμου με βαρύ φόρο αίματος και καταστροφές. Επιπλέον, όμως, η πατρίδα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, κατά τη διάρκεια της τετράχρονης κατοχής, υποχρεώθηκε σε άνευ προηγουμένου ταπείνωση και ευτελισμό των ανθρωπίνων αξιών. Της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Μετά ήλθε η Ευρώπη. Η δική μας κοινή Ευρώπη. Παρ’ ότι η πατρίδα του Ευριπίδη και του Σοφοκλή είχε υποδουλωθεί και ταπεινωθεί, δεν διεκδίκησε την τιμωρία και την ταπείνωση της πατρίδας του Σίλερ και του Μπετόβεν. Στην πραγματικότητα, το πολιτικό της σύστημα δεν διεκδίκησε καν αποζημιώσεις, δηλαδή δεν έπραξε, λόγω ατολμίας, αυτά που όφειλε και μπορούσε να κάνει.
Θεμέλιο της κοινής μας πορείας στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πέραν της αμφίδρομης αλληλεγγύης, είναι η αρχή της ισοτιμίας, της ισότητας των μελών της. Δεν έχω αυταπάτες όσον αφορά στην ισοτιμία. Και σίγουρα δεν είμαι ο μόνος.

Την ίδια στιγμή, όμως, θέλω να σημειώσω ότι η υποταγή, ο φόβος και ο πειθαναγκασμός ενός λαού, μιας χώρας ή του ευρωπαϊκού Νότου στο σύνολό του, ως αποτέλεσμα άσκησης μιας νεοηγεμονικής πολιτικής, δεν αρκούν για να δώσουν στη σημερινή Ευρώπη το κυρός και την αξιοπιστία που τόσο έχει ανάγκη.

Εάν το πρόβλημα λέγεται Ελλάδα, η λύση λέγεται Ευρώπη. Στην κυριολεξία περισσότερη και πιο δημοκρατική Ευρώπη.

Μια Ευρώπη που δίνει σημασία στον άνθρωπο και στην αξιοπρέπειά του. Η Ευρώπη που είχε οραματισθεί και ο δάσκαλός μου Ντενί ντε Ρουζμόν.

Η δική μου Ευρώπη είναι η Ευρώπη που έκλεισε την πόρτα της σε ολοκληρωτικά και δικτατορικά καθεστώτα. Είναι η Ευρώπη που «πάγωσε» τη Συμφωνία των Αθηνών και που ανάγκασε το χουντικό καθεστώς να αποχωρήσει από το Συμβούλιο της Ευρώπης πριν εκδιωχθεί.

Η Ευρώπη της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων αξιών, θεμελίων του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Η δική μου Ευρώπη είναι αυτή που ελκύει και προσελκύει. Όχι αυτή που φοβίζει και απωθεί. Με το φόβο υποτάσσει κάνεις και αναγκάζει, αλλά δεν κερδίζει φίλους.

Πιστεύω ότι γνωρίζουμε τα δικά μας λάθη. Τα πληρώνουμε. Για τους περισσότερους από μας το κόστος είναι δυσβάστακτο.

Εάν η Ευρώπη έχει παύσει να αποτελεί τον πόλο έλξης των πολιτών της, εάν χάνουμε την πίστη μας στη δική μας Ευρώπη, η ευθύνη δεν θα βαραίνει την πατρίδα του Ελύτη, του Σεφέρη και του Θεοδωράκη.

Θα βαραίνει κυρίως την πατρίδα του Γουτεμβέργιου, του Μπενεντίκτους Τόιμπνερ και του Φρεντερίκους Τζάκομπς*.

*Το κείμενο αυτό με ορισμένες τροποποιήσεις έχει δημοσιευθεί στην ελβετική εφημερίδα «Le Temps» στις 21 Μαρτίου 2012 και στο περιοδικό «Άμυνα και Διπλωματία» τον Μάρτιο 2012.