Μια κριτική προσέγγιση της θέσης της σημερινής Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα από κείμενα των Αρχαίων Κλασσικών.
Αυτή την Κυριακή, καθώς οι Έλληνες θα ψηφίζουν μαζικά στις βουλευτικές εκλογές, ελπίζω ταπεινά ότι θα μπορέσουμε να αντλήσουμε μερικά διδάγματα από την κλασική Αθήνα. Οποιοδήποτε και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, την επομένη οι Έλληνες και οι Ευρωπαίοι εταίροι τους θα πρέπει να αναζητήσουν τις σωστές λύσεις που θα εγγυηθούν την σταθερότητα και ασφάλεια στην Ευρώπη .Υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει λύση έξω από το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η θεραπεία για τα υπαρξιακά προβλήματα της Ευρώπης και της Ελλάδας δεν είναι λιγότερη ή καθόλου Ελλάδα. Επίσης από την ελληνική σκοπιά, η θεραπεία δεν μπορεί απλά να σημαίνει λιγότερη ή καθόλου Ευρώπη.
Χρειαζόμαστε περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη, μία Ευρωπαϊκή Ένωση, που επικεντρώνεται κυρίως στις δικές της αξίες, που βασίζεται στις αρχές του ανθρωπισμού, της συμπόνοιας, της αλληλοπάθειας και της αξιοπρέπειας. Ποιες συμβουλές θα ήταν κατάλληλες για την Αθήνα, το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες; Ας ανατρέξουμε γι’ αυτό στους Έλληνες κλασικούς.
Μερικές από τις καλύτερες συμβουλές, μία συνταγή, προέρχονται από την τραγωδία του Ευριπίδη “Φοίνισσαι”. Οι δύο γιοί του Οιδίποδα και της Ιοκάστης διαπληκτίζονται για την εξουσία στη Θήβα. Η Ιοκάστη συμβουλεύει το γιό της να σκεφθεί καλά πριν ενεργήσει:“ Περίμενε μία στιγμή, του λέγει. Η σπουδή ποτέ δεν συνοδεύεται από τη δικαιοσύνη. Η περίσκεψη όμως συχνά επιτυγχάνει καλύτερα αποτελέσματα’. Σε ένα σημείο της τραγωδίας ο γιός της Πολυνίκης της λέγει: “Οι λέξεις της αλήθειας είναι απλές και η δικαιοσύνη δεν χρειάζεται λεπτές ερμηνείες, γιατί έχει από μόνη την αξία της. Οι λέξεις της αδικίας όμως, καθώς είναι σάπιες, απαιτούν μία έξυπνη επεξεργασία.” Όταν μιλάει στον άλλο γιό της, τον Ετεοκλή, αυτός της απαντά: “Μητέρα, δεν πρέπει να επιδιώξουμε τη συμφιλίωση με τα όπλα, γιατί οι λέξεις περικλείουν όλα όσα ακόμη και το σπαθί ενός εχθρού δεν μπορεί να καταφέρει”.
Η δικαιοσύνη, η υπομονή, η περίσκεψη και η ήπια ισχύς αντίθετα με τη σπουδή μπορούν να φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα πολιτικής. Ας θυμόμαστε αυτό ως βασική συνταγή μιας κοινής Ευρωπαϊκής πολιτικής .
Το αριστούργημα του Αισχύλου “Οι Πέρσες” είναι το αρχαιότερο διασωζόμενο έργο στην ιστορία του θεάτρου και δραματοποιεί την περσική απάντηση στα νέα της στρατιωτικής ήττας στη Μάχη της Σαλαμίνας το 480 π.χ. Καθώς ακούω τα λόγια του αγγελιαφόρου , που μεταφέρει τα ζοφερά νέα στη βασίλισσα Ατόσα, τη μητέρα του Ξέρξη, περιγράφοντας με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τη μάχη, είναι αδύνατο να μην τα συνδέσω με την παρούσα κατάσταση και να μην εκτιμήσω τη συνάφεια του έργου με τις τρέχουσες παγκόσμιες εξελίξεις.
Ο Αισχύλος ήταν ο ίδιος οπλίτης και όχι ένας ειρηνιστής , που διαδήλωνε στους δρόμους της Αθήνας, όπως πράττουν πολλοί Αθηναίοι σήμερα, αρκετές φορές δικαιολογημένα κατά της δραματικής αποτυχίας των εκλεγμένων πολιτικών αρχόντων μας και του προγράμματος λιτότητας. Ενός προγράμματος που μας οδηγεί στη φτώχεια και το οποίο μας έχει επιβληθεί χωρίς διαπραγματεύσεις.
Πάντως “Οι Πέρσες”, παραμένουν ένα αριστούργημα συμπόνοιας για τους ηττημένους. Αποτελεί μία ελεγεία της μετριοπάθειας και της σημασίας που αποκτά η περισυλλογή και η περίσκεψη, όταν σχεδιάζεται ένας πόλεμος. Αποτελεί επίσης μια αυστηρή καταδίκη της έπαρσης, που ώθησε τον Ξέρξη στην εκστρατεία μακριά από την Περσία και επομένως στην καταστροφική ήττα.
Μερικά μαθήματα που μπορούμε να αντλήσουμε από τους “Πέρσες” είναι τα ακόλουθα:
Κανείς δεν πρέπει να υποτιμά τα κίνητρα (motivation) της άλλης πλευράς- η πολιτική και οικονομική ισχύς και η αριθμητική υπεροχή δυνάμεων δεν μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη γνώσης για την τακτική και τις θέσεις μάχης του εχθρού. Και ενώ η στρατιωτική εκστρατεία του Ξέρξη ήταν μία γκάφα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής , αργότερα οι ίδιοι οι Αθηναίοι λησμόνησαν το δίδαγμα της ιστορίας. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου υπό την ηγεσία του Αλκιβιάδη οδηγήθηκαν στην καταστροφική εκστρατεία στη Σικελία, από την οποία η Αθήνα δεν ανέκαμψε ποτέ.
Θεώρησα χρήσιμο να αναφερθώ στους κακούς υπολογισμούς του Ξέρξη στη Σαλαμίνα, γιατί μερικοί Ευρωπαίοι ηγέτες καθώς και οι Έλληνες επιχειρούν να εφαρμόσουν την ίδια στρατηγική, ενώ αποτελεί συνταγή αποτυχίας , όταν κανείς υπερεκτιμά τις δικές του δυνατότητες και υποεκτιμά την αποφασιστικότητα του άλλου, πέφτοντας σε επικίνδυνα νερά , χωρίς σαφή επίγνωση των συνεπειών.
Οι Έλληνες κλασικοί μας παροτρύνουν να αναζητούμε απαντήσεις, αλλά και να θέτουμε τις σωστές ερωτήσεις. Σήμερα και ιδίως αύριο με νωπό το αποτέλεσμα των εκλογών, η μέθοδος “των σωστών ερωτήσεων που οδηγούν στις σωστές απαντήσεις” θα πρέπει να κυριαρχεί στο διάλογο μεταξύ Ελλάδος και των φυσικών εταίρων της στην ΕΕ.
Οι Έλληνες κλασικοί ασχολούνται επίσης με τα θεμελιώδη στοιχεία της οργάνωσης μιας κοινωνίας και ενός κράτους καθώς και με τα βασικά πολιτικά θέματα, που κρίνουν την μοίρα ενός έθνους. Φωτίζουν επίσης όλα όσα ενδιαφέρουν τον άνθρωπο και μας προτρέπουν να ελέγξουμε τους εαυτούς μας, τη ζωή μας, τις αξίες μας , τους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις μας. Από αυτούς θα έπρεπε να διδαχθούμε πως να αποφύγουμε τα ολισθήματα, στα οποία υποπέσαμε εμείς οι Έλληνες, αρκετές φορές στην ιστορία μας.
Δυστυχώς όμως η απουσία του αριστοτελικού “μέτρου” από την πολιτική και την οικονομία έφερε την Ελλάδα στο χείλος της καταστροφής. Πρόκειται για αποτυχία της πολιτικής και της πολιτικής ιθύνουσας τάξης, της ίδιας της ελίτ που σήμερα στηρίζεται από το ευρωπαϊκό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.
Η εύλογη επιβεβαίωση της πτώσης μερικών παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων στις ελληνικές εκλογές δεν προδιαγράφει το τέλος της Ελλάδος ούτε το τέλος της πολιτικής, αλλά θα οδηγήσει στη γέννηση νέων δημοκρατικά εκλεγμένων πολιτικών δυνάμεων. Αυτές θα κληθούν να κυβερνήσουν και να ηγηθούν της χώρας, αντίθετα με εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις , που απέτυχαν δραματικά να υλοποιήσουν τη λαϊκή εντολή. Σε αυτή την περίπτωση , ας τους δώσουμε μία ευκαιρία.
Η ύβρις και η Νέμεσις εξακολουθούν να κάνουν εμφανή την παρουσία τους στην πολιτική.
Στην “Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου” του Θουκυδίδη θα διαβάσετε για τους ολέθριους πολιτικούς υπολογισμούς , που έκανε η Αθήνα στη Σικελία και θα διαπιστώσετε κάποια συνάφεια με την τρέχουσα κατάσταση. Ο Θουκυδίδης καταγράφει την ομιλία του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου, που ενώπιον της σπαρτιατικής Βουλής επιχειρεί να πείσει τους συμπολίτες του να μην εξαπολύσουν πόλεμο κατά της Αθήνας, παρότι είχαν ήδη αποφασίσει να κηρύξουν τον πόλεμο. Θεωρώ ανεκτίμητη τη συμβουλή του.”
Ας υποθέσουμε ότι (οι Αθηναίοι) διαθέτουν την κοινή σύνεση και ας προετοιμασθούμε με πράξεις και όχι με λόγια. Οι ελπίδες μας θα πρέπει να εδράζονται όχι στην πιθανότητα ότι εκείνοι θα κάνουν λάθη, αλλά στη δική μας περίσκεψη και διορατικότητα. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι όλοι είμαστε ίδιοι και καλύτερος είναι αυτός που προετοιμάζεται (ασκείται)”.
Ακούγοντας διάφορες κατηγορηματικές δηλώσεις ,που εκπορεύονται από την Αθήνα και από αρκετούς Ευρωπαίους ηγέτες, θεσμούς και πρωτεύουσες κατά τη διάρκεια της ελληνικής προεκλογικής εκστρατείας , δεν με εκπλήσσει η συνάφεια(relevance) τους με τον Θουκυδίδη.
O Ισοκράτης, ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες της Αθήνας , στην περίφημη αγόρευση του “Περί Ειρήνης” προτείνει στους Αθηναίους τρόπους για την εγκαθίδρυση μόνιμης ειρήνης με τους γείτονες τους, συμβουλές για την μεταχείριση συμμάχων, την προετοιμασία πολέμου και την αξία των καλών συνεργατών καθώς και προειδοποιήσεις για τον ηγεμονισμό , την έπαρση και τα όρια της ισχύος.
Ο Ισοκράτης λέγει στους Αθηναίους «Πρέπει να μεταχειριζόμαστε τους συμμάχους μας όπως και τους φίλους μας και να μην ασκούμε την ηγεσία μας ως άρχοντες αλλά ως υπηρέτες, αφού έχουμε διδαχθεί ότι παρότι είμαστε ισχυρότεροι από κάθε κράτος χωριστά , είμαστε ασθενέστεροι από όλα τα κράτη συνολικά. Επομένως δεν θα μας λείψουν οι σύμμαχοι και θα βρούμε πολλούς πρόθυμους να ενωθούν μαζί μας. Γιατί ποια πόλη και ποιοι άνδρες δεν θα είναι πρόθυμοι να μοιρασθούν την φιλία και τη συμμαχία μας, όταν διαπιστώσουν ότι είμαστε ταυτόχρονα ο δικαιότερος και ισχυρότερος λαός; ».
Ο πρώτος τρόπος για να βελτιώσουμε την κατάσταση του κράτους μας είναι να επιλέξουμε ως συμβούλους μας για τις υποθέσεις του κράτους το είδος των ανθρώπων, που θα επιθυμούσαμε ως συμβούλους μας για τις προσωπικές μας υποθέσεις.
Ένα από τα σημαντικότερα διδάγματα της αγόρευσης αυτής του Ισοκράτη είναι ότι οι έννοιες της δικαιοσύνης και του συμφέροντος δεν αποκλείουν η μία την άλλη. Αυτό το συμπέρασμα είναι ιδιαίτερα επίκαιρο και από τη Δευτέρα, 18 Ιουνίου θα έπρεπε να αποτελέσει τη βάση για την εξέταση των παγίδων, που περιέχει το άνισο και αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας, που έχει επιβληθεί στους Έλληνες , στους έχοντες και στους μη έχοντες.
Ο Ισοκράτης υποστηρίζει επίσης ότι η αρετή της δικαιοσύνης , ενώ μας καθιστά καλύτερα άτομα και καλύτερα έθνη , προστατεύει ταυτόχρονα και το προσωπικό μας συμφέρον, γιατί ισχύς χωρίς δικαιοσύνη οδηγεί σε ανυποληψία. Ας μην ξεχνάμε ότι η ισχύς που δεν συνοδεύεται από δικαιοσύνη, δεν θα μας εξασφαλίσει φίλους , εταίρους και συμμάχους.
Στην ουσία η διατήρηση της πολιτικής και οικονομικής ισχύος προϋποθέτει την ύπαρξη δικαιοσύνης. Ο ηγεμονισμός είναι συνώνυμος με το φόβο και την κυριαρχία. Υπακούμε γιατί φοβόμαστε τον ηγεμόνα ή την ηγεμονική χώρα, ένα δίδαγμα και οδηγός για τη διαχείριση της παρούσας Ευρωπαϊκής και Ελληνικής κρίσης.
Το άλλο δίδαγμα είναι ότι , αντίθετα με το παρελθόν, ποτέ δεν πρέπει να εμπιστευθούμε και να ψηφίσουμε πολιτικούς ηγέτες , τους οποίους ποτέ δεν θα εμπιστευόμασταν να διαχειριστούν τις επαγγελματικές δραστηριότητες μας. Παρέλκει να αναφέρουμε ότι μερικοί από αυτούς τα κατάφεραν καλύτερα στις προσωπικές τους υποθέσεις από ό,τι διαχειρίστηκαν το εθνικό συμφέρον.
Στο αρχαίο ελληνικό δράμα παρατηρεί κανείς ότι οι βασικοί πρωταγωνιστές αμφισβητούν τους καθιερωμένους κανόνες, την εξουσία και την ηθική των νόμων. Στην “Αντιγόνη” του Σοφοκλή κεντρική έννοια αποτελεί η κοινωνική ανυπακοή. Η κόρη του Κρέοντα , με την ταφή του αδελφού της, παραβιάζει το βασιλικό νόμο του πατέρα της, γιατί τον θεωρεί άδικο, πρόθυμη να υποστεί τις συνέπειες της πράξης της. Έτσι ο Σοφοκλής μας υπενθυμίζει ότι η ανωτερότητα προϋποθέτει τη γενναιότητα της αμφισβήτησης των κοινωνιών στις οποίες ζούμε , εφόσον βέβαια είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε το ανάλογο τίμημα. Αυτό το θεμελιώδες ανθρώπινο δίλημμα αντιμετωπίζουν σήμερα οι Έλληνες στην κάλπη. Πως μπορεί κανείς να λησμονεί την Αντιγόνη , όταν λέγει “Δεν θα υπακούσω σε ένα άδικο νόμο και αν κάτι μου συμβεί γι’ αυτό, το αποδέχομαι”. Αυτά τα λόγια δεν λείπουν από το νου και τις καρδιές πολλών Ελλήνων.
Επιπλέον, καθώς οι Έλληνες συνειδητοποίησαν ότι η πόλις , η χώρα , η κοινότητα ήταν ο τελικός προορισμός των ατομικών πράξεων, ή έννοια της κοινωνικής ευθύνης και του ατόμου-υπόλογου στο δημόσιο, έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Αθήνα. Στον περίφημο “Επιτάφιο” του ο Περικλής περιγράφει τις ευκαιρίες και το κύρος που προσφέρει στον πολίτη η υπηρεσία προς το κράτος και την κοινωνία, παρουσιάζοντας την ως ανταμοιβή παρά ως υποχρέωση.
Ο “άνθρωπος ήταν στο κέντρο της ελληνικής σκέψης , της ελληνικής φιλοσοφίας και της ελληνικής πολιτικής. Διαπιστώνουμε την “ανθρωποκεντρική” άποψη του κόσμου, αλλά όχι υπό την σημερινή παραμορφωμένη μορφή του, όταν αγνοούμε τις πολιτικές και τα οικονομικά του “μέτρου” . Στόχος ήταν η αριστεία, η αναζήτηση της αρετής , η επίτευξη ιδανικών , αυτού που ο Αριστοτέλης αποκάλεσε “ευτυχία¨, μία ζωή που βασίζεται στην επιδίωξη της αρετής , της αριστείας και του κοινού καλού. Η προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και η πολιτική ευθύνη, που δυστυχώς απουσιάζουν από τη σύγχρονη πολιτική ζωή της Αθήνας, θα έπρεπε να αποτελούν τον αξιωματικό κανόνα και όχι την εξαίρεση. Σε αυτού του είδους την ποιοτική αλλαγή θα πρέπει να στοχεύουμε αυτή την Κυριακή των εκλογών στην Ελλάδα.
Η αξία του ευρώ είναι σημαντική, αλλά σημαντικότερες είναι οι αξίες της Ευρώπης. Ελπίζω ειλικρινά ότι ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών της 17ης Ιουνίου, αυτές οι αξίες θα επικρατήσουν στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες. Αντίθετα με την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, σήμερα δεν είμαστε διαιρεμένοι μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Όλοι μας αποτελούμε μέρος ενός κοινού εγχειρήματος, που βασίζεται σε κοινές αξίες και κοινά συμφέροντα, που περιλαμβάνονται στην έννοια, στην αποστολή και στην θεσμική συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως βαθιά Ευρωπαίος και Έλληνας δηλώνω ότι για μας δεν υπάρχει υποκατάστατο της Ευρώπης και ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να αισθάνεται καλά ή να επιτύχει πολλά χωρίς την Ελλάδα ή με λιγότερη Ελλάδα.