Διαψεύστηκαν οι ευσεβείς πόθοι. Δεν αρκούν οι συναντήσεις κορυφής με τον πρόεδρο Ερντογάν για να σταθμισθεί-αποτραπεί η τουρκική επιθετικότητα. Πολύ περισσότερο όταν η απειλητική στάση εκ μέρους της «συμμάχου» στο NATO Τουρκίας κλιμακώνεται. Η Ελλάδα προτάσσει το διεθνές δίκαιο. Η Τουρκία προκρίνει την στρατιωτική ισχύ, την απειλή πολέμου και καταφεύγει σε καθημερινές επιχειρησιακές προκλήσεις. Επιδιώκει να μας πείσει ότι είμαστε ο αδύναμος κρίκος.

Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα “SLPress.gr“, 10/05/2019

Ως αναπόφευκτη επιλογή και οιονεί εθνικό δόγμα υιοθετούμε την πολιτική της «υπομονής και επιμονής». Κάποιοι την ονομάζουν «στρατηγική υπομονή και ψυχραιμία». Οι επικριτές της την ονομάζουν «κατευνασμό». Η ψυχραιμία και η νηφαλιότητα δεν είναι δυνατόν να αποτελούν το μόνιμο υποκατάστατο του δόγματος εθνικής πολιτικής που πρέπει να έχει η Ελλάδα.

Παραθέτω έξι παρατηρήσεις:

Πρώτον, η στάση μας δεν είναι δυσνόητη και περίπλοκη. Είναι αυτονόητη. Η στρατιωτική εμπλοκή-σύγκρουση δεν ήταν και δεν είναι επιλογή της Ελλάδος. Εάν, όμως, καταστεί αναπόφευκτη με πρωτοβουλία της Τουρκίας, η Ελλάδα διαθέτει την θέληση και την επιχειρησιακή ετοιμότητα να απαντήσει. Αυτό πρέπει να λέγεται σε κάθε περίπτωση.

Δεύτερον, η έλλειψη θεσμικού αντίβαρου και δημοκρατικού αντίλογου στην γειτονική μας χώρα και η αλαζονεία-ετοιμότητα του Προέδρου Ερντογάν να κάνει ακόμη και την πιο επικίνδυνη κίνηση επιβάλλει την εξάντληση όλων των υπαρκτών διπλωματικών και πολιτικών πρωτοβουλιών προς κάθε κατεύθυνση. Έχοντας ταυτόχρονα κατά νου ότι την κρίσιμη απευκταία εκείνη ώρα μάλλον θα είμαστε μόνοι. Αν εμείς δεν είμαστε αποφασισμένοι να πράξουμε το καθήκον μας, οι άλλοι δεν θα προστρέξουν εις βοήθεια. Θα το πράξουν μόνο αν διακυβεύονται σοβαρά συμφέροντα τους εθνικής ασφάλειας.

Αναχαιτίζουμε αλλά δεν παραβιάζουμε

Τρίτον, αμφισβητώ την αποτρεπτική αποτελεσματικότητα της «αρχής της αναλογικότητας», η οποία φαίνεται ότι διέπει την δέσμη των δικών μας απαντήσεων στις καθημερινές στρατιωτικές αεροναυτικές επιχειρήσεις –περί αυτών πρόκειται– των Τούρκων. Αναλογικότητα σημαίνει απάντηση ανάλογη με την πρόκληση. Αναχαιτίζουμε μεν τις τουρκικές αεροναυτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο, αλλά δεν προβαίνουμε σε παραβιάσεις του τουρκικού εναερίου χώρου και δεν παραβιάζουμε τα τουρκικά χωρικά ύδατα.

Τέταρτον, το ευρωπαϊκό πλαίσιο υπήρξε περίπου για δυο δεκαετίες το θεμέλιο της πολιτικής μας έναντι της Άγκυρας. Σήμερα υπάρχει και δεν πείθει. Η πολιτική που χαράχθηκε από το 1999 και μετά χρήζει αναθεώρησης. Επιβάλλεται προσέγγιση που να αντανακλά την πραγματικότητα και όχι του ευσεβείς μας πόθους. Η ένταξη της γειτονικής μας χώρας στην ΕΕ δεν είναι ούτε ορατή ούτε εφικτή. Χαιρετίζω ασφαλώς τις αντιδράσεις της ΕΕ. Ευπρόσδεκτες έστω και αν δεν τις λαμβάνει υπόψη η Άγκυρα. Είναι έτοιμη η ΕΕ να λάβει αντίμετρα υπό την μορφή προαναγγελίας ενδεχομένων κυρώσεων;

Πέμπτον, Καλοδεχούμενη και η δημόσια στάση της Ουάσινγκτον. Να το ομολογήσουμε. Εδώ και πολλά χρόνια δεν είχαμε καταγράψει τέτοιας ποιότητας προειδοποίηση προς τη Τουρκία. Ας συγκρατήσουμε ταυτόχρονα και την απάντηση της Αγκύρας.

Έκτον, Επειγόντως χρειάζεται συνολική επαναχάραξη της ελληνικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία. Προϋπόθεση η αποκατάσταση της εθνικής συνοχής. Ελλείψει εναλλακτικών λύσεων διολισθαίνουμε προς την αποκλειστική «διμεροποίηση» του πλαισίου αναζήτησης λύσεων, την οποία η Τουρκία ανέκαθεν επεδίωκε, θεωρώντας ότι έχει πλεόνασμα ισχύος.

Η Συμφωνία των Πρεσπών αποδυνάμωσε την εθνική συνοχή. Είναι προηγούμενο ακατάλληλο και απευκταίο για να επαναληφθεί σε σχέση με τη Τουρκία. Επιπλέον, διέψευσε εκκωφαντικά το διήγημα περί προσθέτου ισχύος και κύρους μας έναντι της Τουρκίας. Η αποκατάσταση της βαθιά πληγωμένης –με ευθύνη της κυβέρνησης– εθνικής συνοχής, λόγω της πρωτοφανούς στα χρονικά της μεταπολίτευσης έλλειψης πολιτικής συνεννόησης, μπορεί να συμβάλλει πειστικά σε πρώτο στάδιο στην ενίσχυση της εθνικής ισχύος.