Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Άμυνα και Διπλωματία“, τεύχος Μαΐου 2018

Καθώς τα τρία κύρια μέτωπα της διπλωματίας μας (Τουρκία, Κυπριακό, πΓΔΜ) βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή και αλληλοεπηρεάζονται, ο αρχισυντάκτης της «Α&Δ» Ηλίας Νταλούμης και ο διπλωματικός αρθρογράφος μας, πρέσβης ε.τ., Αλέξανδρος Μαλλιάς, κάνουν μια αναλυτική συζήτηση για τις τρέχουσες εξελίξεις και τις προοπτικές των επόμενων μηνών.

Ηλίας Νταλούμης (ΗΝ): Ήσαστε, πρόσφατα, στη Λευκωσία προσκεκλημένος του καθηγητή Ανδρέα Θεοφάνους, του Προέδρου Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του  Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Πώς βλέπετε την κατάσταση  στο Κυπριακό; Θα έχουμε εξελίξεις;

Αλέξανδρος Μαλλιάς (ΑΜ): Επιτρέψτε μου καταρχήν να σημειώσω, με την επιβαλλόμενη ταπεινοφροσύνη, ότι χρέος, συνειδησιακή αφύπνιση και οδυνηρή υπόμνηση διαρκούς δέσμευσης και ανεκπλήρωτης υποχρέωσης που συνοψίζονται  στην φράση «Δεν Ξεχνώ» αποτελεί, για κάθε  εξ Ελλάδος Έλληνα, η επίσκεψη στην Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν απαιτείται μεγάλη προσπάθεια, για να αντιληφθεί ο επισκέπτης τις διαρκείς  ιστορικές, πολιτικές και ηθικές μας ευθύνες απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία. Μας τις υπενθυμίζει έντονα ο Πενταδάκτυλος. H προδοσία της χούντας έχει συγκεκριμένη υπογραφή. Καλό είναι αυτό  να το υπενθυμίζουμε συνεχώς στα πολιτικά της τέκνα και στους μιμητές της. Δυστυχώς.

Τι σημαίνει η Κύπρος  για τη δική μου γενιά; Βασανιστικά ερωτήματα, σύμβολα-ορόσημα. Ιστορία εξήντα  χρόνων στη διάρκεια της οποίας συνεχώς αναζητούμε το Δίκαιο, τη Δικαιοσύνη, τη Δικαίωση. Πολλοί προσπάθησαν στη διαδρομή αυτή να μας χωρίσουν σε στρατόπεδα. Από εδώ οι πατριώτες και εκεί οι άλλοι. Πόσες φορές, στην ιστορία αυτή των εξήντα χρόνων, περάσαμε ή μας έσπρωξαν από  τη μια μεριά στην άλλη.

Σκέπτομαι, μήπως τελικά το δικό μας πρόβλημα είναι η σχέση με την αλήθεια. Συχνά προσπαθούμε να υποτάξουμε την αλήθεια στο εγωκεντρικό μας πιστεύω, στον αποκλειστικό δικό μας ορισμό του πατριωτισμού. Δυσκολότερο όμως είναι να δεχθούμε ότι τα οράματα γίνονται χίμαιρες  αν δεν αντανακλούν και στηρίζονται στην αλήθεια.

Η θέση μου είναι σαφής: πατριωτισμός  είναι να υποθηκεύσεις το όνομα και την τιμή σου στον βωμό αναζήτησης μιας λύσης που στηρίζεται στην αλήθεια, άρα στις πραγματικές συνθήκες.  Όπου λατρεύονται οι πολιτικές των ψευδαισθήσεων και οι δημαγωγοί των εύκολων απαντήσεων και λύσεων, πάντοτε με καχυποψία, φοβία  και ανασφάλεια βλέπουμε όποιον είναι έτοιμος να σηκώσει μόνος του στους ώμους του την ιστορική ευθύνη της  λύσης. Γιατί, όταν έρχεται η στιγμή των κρίσιμων αποφάσεων, ο πραγματικός ηγέτης είναι μόνος του. Απέναντι στην συνείδησή του. Δυστυχώς τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κυπριακή Δημοκρατία, μονολογούμε και οικτίρουμε για χαμένες ευκαιρίες. Όταν όμως έρχεται η κρίσιμη στιγμή της λήψης επώδυνων αποφάσεων, σε στιγμές απόλυτης πολιτικής μοναξιάς, προτιμούμε την ανέξοδη και  εύκολη οδό της αυταπάτης και των ψευδαισθήσεων.

ΗΝ: Ο νυν ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, ο κύριος Ακιντζί, δεν αποτελεί μία καλή ευκαιρία για λύση;

ΑΜ: Εκείνο που θα έλεγα είναι ότι η βασική ανάλυση δεν πρέπει να ξεκινά από το ποιος είναι ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων. Έχει μεν σημασία -μεγάλη ίσως- αλλά δεν θα πάρει αυτός την τελική απόφαση. Το πρόβλημα ήταν, είναι και θα είναι η Τουρκία. Όμως καλύτερη γνώση έχουν σίγουρα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η Κυπριακή Κυβέρνηση που σταθμίζουν όλους τους παράγοντες. Δεν ανήκω στην κατηγορία  εκείνων που διαχρονικά επισκέπτονται τη Λευκωσία,  για να δώσουν μαθήματα ευθυκρισίας  και πατριωτισμού στους Κυπρίους. Το αντίθετο συμβαίνει. Κάθε φορά που είμαι στη Λευκωσία θεωρώ καθήκον και υποχρέωση μου να αποτιμήσω φόρο τιμής στα ελεύθερα «φυλακισμένα μνήματα».

Εκτιμώ ότι, μέχρι την ημέρα που θα διεξαχθούν οι εκλογές στην Τουρκία και θα κρίνουν και την επιβίωση του Προέδρου, θα ήταν έκπληξη για μένα, εάν στο διάστημα αυτό ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κάνει τις αναγκαίες και απαραίτητες κινήσεις προκειμένου να βρεθεί λύση. Επίσης,  βλέπω  ότι οι ΗΠΑ έχουν σήμερα περίπλοκες και  προβληματικές σχέσεις  με την Τουρκία. Μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο  διατηρεί ισχυρό δίαυλο εμπιστοσύνης και αδιατάρακτης συνεννόησης  με την Άγκυρα. Το Λονδίνο σήμερα θεωρεί ότι αύριο η (εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης) Μεγάλη Βρετανία έχει συμφέρον να έχει προνομιακές σχέσεις με την Τουρκία. Με βάση τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου, εκτιμώ ότι δεν υπάρχουν τα εχέγγυα, όχι για την επανέναρξη, αλλά για την  ευόδωση του διαλόγου.

ΗΝ: Πώς βλέπετε την πολιτική της Τουρκίας;

ΑΜ: Διαπιστώνουμε επικίνδυνη μεταβολή με συνεχείς απειλές της πολιτικής του Προέδρου Ερντογάν απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Οι πολιτικές παρατάξεις στην Τουρκία διαφωνούν μεταξύ τους για τα πάντα, αλλά συμφωνούν στις πιο ακραίες θέσεις, ακόμη και  στη  χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον  της Ελλάδας και της Κύπρου. Άρα δεν πρέπει να τρέφουμε ψευδαισθήσεις.

ΗΝ: Πρόκειται για εκδήλωση νευρικότητας και αντιπερισπασμού της Τουρκίας λόγω της εμπλοκής της στην Συρία ;

ΑΜ: Να δούμε πρώτα καθαρά τις εξελίξεις στην γειτονιά μας. Ποτέ στο παρελθόν μετά το τέλος του  λεγόμενου διπολισμού, η κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή της  Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής –στον αυλόγυρό μας δηλαδή-  δεν ήταν τόσο περίπλοκη και απρόβλεπτη. Νέες ιερές και ανίερες συμμαχίες, όπως για παράδειγμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, της Τουρκίας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, αλλά  παράλληλα και της Σαουδικής Αραβίας, των Εμιράτων  και του Ισραήλ σπεύδουν να υποκαταστήσουν μακροχρόνιες  παγιωμένες φιλίες, συμμαχίες και πολιτικο-στρατιωτικούς σχηματισμούς.

Αυτό που γίνεται, επί οκτώ χρόνια, στη Συρία, με τη στήριξη, ανοχή, απάθεια και επιτήδεια ουδετερότητα αποτελεί  αντιπροσωπευτικό, αλλά σίγουρα όχι αποκλειστικό δείγμα κατάρρευσης του μεταπολεμικού παγκόσμιου συλλογικού συστήματος ασφαλείας , όπως το έχει ενσαρκώσει ο ΟΗΕ.  Σήμερα, δεν υπάρχει πλέον  επίκληση ούτε  του διεθνούς δικαίου μήτε καν των αξιών, για να «δικαιολογήσεις»- έστω προσχηματικά- τον πόλεμο, την εισβολή, την εθνοκάθαρση, την ανθρωπιστική τραγωδία. Ευλόγως μεν, εις μάτην δε, απαιτούμε από  περιφερειακούς παίκτες να σεβαστούν το Διεθνές Δίκαιο, όταν τέσσερα Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας προτιμούν να δρουν στο περιθώριο της εντολής που έχουν  από τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών.

Η παρούσα φάση της ιστορίας δεν έχει  ορατή ημερομηνία λήξης. Όπως ημερομηνία λήξης δεν έχουν οι πόλεμοι, τα εγκλήματα πολέμου και οι πληθυσμιακές προς την Ευρώπη μετακινήσεις από την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής.

Αυτό θα συμβαίνει όσο υπάρχει μετωπική σύγκρουση συμφερόντων  στους κόλπους της μεταπολεμικής «Πενταρχίας», δηλαδή των «5» Μονίμων Μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Διευκολύνοντας ταυτόχρονα, με τη μορφή του αναπόφευκτου «παράπλευρου αποτελέσματος», την αυτονόμηση, ανεξέλεγκτη εμπλοκή και στρατιωτική δράση  των περιφερειακών δυνάμεων. Κυρίως δε, εκείνων όπως η Τουρκία που θεωρεί ότι έχει  παγκόσμια εμβέλεια, απήχηση και εν τέλει ρόλο. Τον διεκδικεί  διότι, παρά τα κρίσιμα και υπαρξιακά εν τέλει  προβλήματα της, οι δυνατότητες, η αποφασιστικότητα πολιτικο-στρατιωτικής  παρεμβατικότητας και η επιλογή προσφυγής στη στρατιωτική βία αφορούν στα ζητήματα που βρίσκονται ψηλά στην ημερήσια διάταξη, την ατζέντα, των  παγκοσμίων προτεραιοτήτων. Εφάπτονται, μερικώς ή ολικώς, των συμφερόντων εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, της Ρωσικής Ομοσπονδίας, της Γαλλίας και, βέβαια, του ολοένα  πλέον αυτόνομου στο  ευρωπαϊκό θέατρο  και την παγκόσμια σφαίρα Ηνωμένου  Βασιλείου.

ΗΝ: Ναι, αλλά Ελλάδα και Κύπρος έχουν το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος τους.

ΑΜ: Πεποίθησή μου είναι ότι σήμερα  δεν υπάρχει «από μηχανής θεός». Οι συμμαχίες και οι διευθετήσεις πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές, στις οποίες ευτυχώς μετέχουμε, δεν αποτελούν μηχανισμό αποτροπής ή πρόληψης ούτε διαθέτουν αυτοματοποιημένα πολιτικά αντανακλαστικά παρέμβασης. Επιπλέον, έχουν  μεταβαλλόμενο -ακόμη και μεταξύ των μελών τους- προσδιορισμό των συμφερόντων και της απειλής. Αυτό συμβαίνει ειδικά στο ΝΑΤΟ. Εμείς θεωρούμε ότι η μόνιμη και βασική απειλή είναι η Τουρκία, χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ. Οι σύμμαχοί μας έχουν διαφορετική ανάγνωση. Άρα; Εκτιμώ ότι ο ιστός του κοινού συμφέροντος στο πλαίσιο των συμμαχιών έχει φθαρεί ή τουλάχιστον αλλοιωθεί. Μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ δεν καλύπτει το θεμελιώδες πρόβλημα εθνικής ασφάλειας της Ελλάδος .

Φοβούμαι ότι, όπως έχουν τα πράγματα, οι  καλές μας επιλογές είναι  περιορισμένες. Μένουμε, υποχρεωτικά, προσηλωμένοι στο δικό μας πεδίο. Στο σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, των Αποφάσεων του ΟΗΕ  και των αξιών και κεκτημένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχοντας συνείδηση των μετρήσιμων στην πράξη αποτελεσμάτων. Τα πρόσφατα Συμπεράσματα του Συμβουλίου Κορυφής της  Ένωσης, για την Τουρκία, είναι ισχυρά και ενθαρρυντικά. Επίσης, η Έκθεση  της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Αμφιβάλλω εν τούτοις αν, ειδικά σήμερα, συνιστούν ικανή δύναμη αποτροπής, ανάσχεσης και περιορισμού της επιθετικότητας και των πολιτικών και νομικών της γειτονικής Τουρκίας. Επιμένουμε στη δύναμη του Δικαίου. Η  Άγκυρα προκρίνει το δίκαιο της Ισχύος.

Στη βιωματική εμπειρία  τεσσάρων σχεδόν δεκαετιών ενός διπλωμάτη, που εργάσθηκε στη σκιά κορυφαίων πολιτικών προσωπικοτήτων, βασίζεται η πεποίθησή μου ότι η πολιτική συνεννόηση αποτελεί, σήμερα ειδικά, τον ακρογωνιαίο λίθο, για να αντιμετωπίσουμε τις  προκλήσεις εθνικής ασφάλειας.

ΗΝ: Πώς βλέπετε τις εξελίξεις στα Βαλκάνια; Μπορούμε να προχωρήσουμε σε λύσεις των εκκρεμοτήτων με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της  Μακεδονίας και την Αλβανία;

ΑΜ: Να μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με μία σύντομη αναδρομή στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Όπως θυμάστε, η κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, το 1989, και, ταυτόχρονα, του διπολισμού ενίσχυσε και επιτάχυνε τις ισχυρές ήδη φυγόκεντρες δυνάμεις στο έδαφος την πρώην Γιουγκοσλαβίας. Δεν είναι σύμπτωση ότι ταυτόχρονα -την ίδια μέρα- στις 16 Δεκεμβρίου 1991 η Ευρωπαϊκή Ένωση  αποφάσιζε για την υπό όρους αναγνώριση των ανεξαρτήτων  Δημοκρατιών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της πρώην Γιουγκοσλαβίας, μεταξύ δε αυτών και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Είναι σαφές ότι η βούληση  και η ευθύνη  της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας  πρωτίστως γι’ άμεση και επιλεκτική αναγνώριση της Κροατίας και της Σλοβενίας είναι ιστορικά και πολιτικά θεμελιωμένες. Παρά την έγκαιρη, αντίθετη και  επιβεβαιωμένη από τα γεγονότα, που ακολούθησαν, γραπτή προειδοποίηση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών  Περέζ ντε Κουεγιάρ προς τον Χανς Ντίντριχ Γκένσερ. Εκείνοι είδαν το δικό τους δέντρο. Εμείς το δικό μας. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Για την Ελλάδα, με μια απόσταση  τριάντα περίπου  χρόνων από την έναρξη εκδήλωσης των γεγονότων, βλέπουμε ότι ο κατακερματισμός των κρατών στην Βαλκανική μας προκάλεσε, σίγουρα, προβλήματα και  δημιούργησε νέα θέματα, όπως το ζήτημα των σχέσεων μας με την πρώην Γιουγκοσλαβική  Δημοκρατία της Μακεδονίας, αλλά και μείωσε στο ελάχιστο τον κίνδυνο στρατιωτικής απειλής. Για πρώτη φορά στην τελευταία εκατονταετία, ουδείς βόρειος γείτονάς μας έχει τις δυνατότητες και την ισχύ να αποτελέσει πραγματική στρατιωτική απειλή. Η εξέλιξη αυτή, με τα σημερινά δεδομένα και ειδικά με την κρίσιμη και απειλητική τροπή που έχουν πάρει οι σχέσεις μας με την Τουρκία, έχει ειδική σημασία. Το σύνολο σχεδόν των Ενόπλων Δυνάμεων μας μπορεί να προσανατολισθεί προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης  της εξ ανατολών, πραγματικής, απειλής. Επαναλαμβάνω ότι, ιστορικά, αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά

ΗΝ: Το ΝΑΤΟ μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά, ώστε, μέχρι τη Σύνοδο της 11ης Ιουλίου στις Βρυξέλλες, να υπάρξει κάποια δραστική αλλαγή;

ΑΜ: Το βασικό επιχείρημα που ακούω είναι ότι πρέπει να ενταχθεί η πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ προκειμένου να έχουμε μεγαλύτερη ασφάλεια. Είναι λίγο αστείο να λέγεται τη στιγμή που η Τουρκία νοιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια και εμπιστοσύνη προς τη Ρωσική Ομοσπονδία και όχι στο ΝΑΤΟ! Επίσης, τη στιγμή που η Τουρκία αμφισβητεί και απειλεί  την κυριαρχία και την εδαφική  ακεραιότητα της συμμάχου Ελλάδος. Είναι αβάσιμο να υποστηρίζει κανείς ότι η ένταξη της γειτονικής χώρας θα βελτιώσει το σύστημα περιφερειακής ασφάλειας του ΝΑΤΟ. Το 2008, στο Βουκουρέστι, έγινε μέλος του ΝΑΤΟ η Αλβανία. Δεν έλαβε υπόψη όμως αυτή τη διάσταση της συμμαχικής αλληλεγγύης με την Ελλάδα. Το αντίθετο. Δεν επιβεβαιώνεται το αξίωμα ότι η  ένταξη στο ΝΑΤΟ  αποτελεί εγγύηση βελτίωσης των  σχέσεων  μεταξύ των μελών. Μόνον η υπό όρους ένταξη, δηλαδή να λύσει η υποψήφια χώρα  τα προβλήματα που έχει με κράτη-μέλη, έχει εχέγγυα. Πριν προσκληθεί η πΓΔΜ  στο ΝΑΤΟ, θα πρέπει να επιλυθεί το πρόβλημα με την Ελλάδα. Αυτή είναι η  ομόφωνη Απόφαση του 2008 στο Βουκουρέστι.

ΗΝ: Ποιες  είναι οι προϋποθέσεις  για μία λύση;

ΑΜ: Γνωρίζετε ότι εδώ και οκτώ χρόνια, αμέσως δηλαδή μετά την αποχώρηση μου από το ΥΠΕΞ, συνεχώς και δημόσια υποστηρίζω ότι η εθνική συνεννόηση είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των ανοικτών σοβαρών εθνικών μας ζητημάτων.

Ειδικότερα, αναζητούμε  σήμερα -και σωστά πράττουμε-  μία αμοιβαίως  αποδεκτή, δίκαιη και βιώσιμη Συμφωνία  με  την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας στην οποία δεν θα υπάρχει  ένας νικητής και ένα ηττημένος. Να ισχύσει όμως η αρχή αυτή ταυτόχρονα και στην Ελλάδα. Να  μη διαχωρίζουμε δηλαδή πολίτες και πολιτικές παρατάξεις σε νικητές και ηττημένους. Σε πατριώτες και ενδοτικούς. Πρέπει να προσέξουμε την αντίδραση της κοινής γνώμης. Της προκαλέσαμε σύγχυση. Η σύγχυση αυτή μετατράπηκε σε θυμό. Κατέβηκε στους δρόμους.

Η έλλειψη συνεννόησης και γέφυρας επικοινωνίας και η επικράτηση πολωτικού πολιτικού κλίματος αποδυναμώνει την εικόνα  και  τη διαπραγματευτική μας ισχύ. Επίσης, παρασύρει ένα λαό που, εδώ και δέκα περίπου χρόνια, είναι απαισιόδοξος, θυμωμένος, απογοητευμένος. Απαιτείται σύνεση, συνεννόηση και συναίνεση. Η αποκατάσταση ατμόσφαιρας συνεννόησης του πολιτικού κόσμου αποτελεί την αναγκαία συνθήκη, το θεμελιώδη όρο, για να διαπραγματευθούμε στα ανοικτά μας θέματα  από θέση ισχύος.

Για μένα, πριν από το ΝΑΤΟ και τα λοιπά, μπαίνει μόνο, το εθνικό συμφέρον. Δηλαδή, η λύση που αναζητούμε και αποζητούμε πρέπει να λάβει υπόψη και να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνον στο ελληνικό συμφέρον. Ζυγίζουμε τις συνθήκες που επικρατούν στο γειτονικό, περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον, αλλά αποφασίζουμε και ενεργούμε, αποκλειστικά, με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Αυτό ακριβώς συμβαίνει.

Δεύτερον, η «μη λύση» δεν μπορεί να  αποτελεί τη μόνιμη ή βέλτιστη επιλογή. Ταυτόχρονα όμως η παράταση της εκκρεμότητας  δεν μπορεί και ν’ αποτελεί σήμερα το ισχυρότερο κίνητρο για λύση. Όταν βάζεις,  εδώ και 27 χρόνια, τον πήχη ψηλά, εσφαλμένο μήνυμα θα δώσεις σε όλα τα μέτωπα, αν ξαφνικά αλλάξεις γραμμή. Δεν ερμηνεύεται ως ένδειξη ωριμότητας και ισχύος, αλλά ως απόδειξη αδυναμίας.

Δεν είμαι όμως καθόλου βέβαιος ότι, τη στιγμή αυτή, έχουμε τον πολιτικό χρόνο για μια λύση προ της συνάντησης κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, τον Ιούλιο. Η  ελληνική κυβέρνηση εκφράζει πολιτική  βούληση αναζήτησης λύσης. Δεν πρέπει να μας επιρρίψουν την ευθύνη  της αποτυχίας των συνομιλιών (blame game). Ρεαλιστικά, βλέπω ότι δεν υπάρχει ικανός πολιτικός χρόνος για εξεύρεση συνολικής λύσης και κύρωσή της από τα εθνικά κοινοβούλια. Επαναλαμβάνω για μία  ακόμη φορά ότι δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι έχουμε τον πολιτικό χρόνο για μια λύση ενόψει της Συνάντησης Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες.

Επίσης, η σταθερή εκτίμησή μου εδώ και πολλούς μήνες, παρά τις αυτάρεσκες δηλώσεις άμετρης αισιοδοξίας κάποιων στην Αθήνα,  παραμένει ότι είναι δύσκολο να υπάρξει κάποια ουσιαστική αλλαγή στην πολιτική της πΓΔΜ σε σχέση με την αναθεώρηση του συντάγματος. Μια διεθνής συνθήκη, η οποία θα κατισχύει των ενοχλητικών άρθρων του συντάγματος της πΓΔΜ, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα κατάλληλο μέσο, πλην όμως, το σύνταγμα της χώρας προβλέπει ότι τις διεθνείς συμβάσεις τις συνάπτει ο Πρόεδρος εξ ονόματος της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», δηλαδή με το συνταγματικό της όνομα. Μετά λόγου γνώσεως σας λέω ότι ο πρόεδρος Γκιόργκι Ιβάνοφ δεν πρόκειται να υπογράψει μια διεθνή σύμβαση για μετονομασία σε GornaMakedonja ή NovaMakedonja ή  SevernaMakedonja , ακόμη και αν του το υποδείξει η κυβέρνηση της χώρας του. Αυτό δεν έχει ξεπεραστεί και είναι ένα βασικό πρόβλημα.

ΗΝ: Πρόκειται για πραγματική αδυναμία ή για πρόσχημα;

ΑΜ: Το ότι δεν θέλουν δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν! Το Σύνταγμά τους ήταν ένα πολύ κακό σύνταγμα ήδη από τον Νοέμβριο του 1991 που υιοθετήθηκε. Απόδειξη ότι, μέχρι το 2010, είχε αναθεωρηθεί τριάντα φορές. Αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ. Το πρόβλημα συνεπώς δεν είναι οι τροπολογίες, αλλά το ίδιο το Σύνταγμα. Αφήνω, προς στιγμήν, κατά μέρος τη διαφορά που υπάρχει με την Ελλάδα. Το σύνταγμα της πΓΔΜ περιείχε  εξαρχής το σπόρο της διάσπασης, της έντασης, της εθνοτικής σύγκρουσης  μεταξύ Σλαβομακεδόνων και Αλβανών.

Τώρα, όσον  αφορά στο όνομα. Θυμίζω ότι από το 1993, υπό όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, διαπραγματευτήκαμε τη σύνθετη ονομασία. Συνεπώς, η Ελλάδα διαπραγματεύεται διάφορες παραλλαγές της σύνθετης ονομασίας. Αν με ρωτάτε, κανένας δεν θα ήθελε να αρχίσει μια διαπραγμάτευση που να περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία, αλλά από το 1993, εγώ τουλάχιστον, ως διπλωμάτης, υπό 8 διαφορετικές κυβερνήσεις και 10 υπουργούς Εξωτερικών, αυτό  πιστοποιώ  ότι πράξαμε.

ΗΝ: Άρα δεν είναι μόνο θέμα ονομασίας.

ΑΜ: Δεν πρέπει  να μας διαφεύγει ότι, ήδη από την δεκαετία του ‘90, όλα τα επίσημα έγγραφα του Προέδρου Κωνσταντίνου Καραμανλή, του  Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, των τότε διαδοχικά υπουργών Εξωτερικών  Αντώνη Σαμαρά, Γεωργίου Παπούλια, Μιχάλη Παπακωνσταντίνου και,  εν συνεχεία, των Ανδρέα Παπανδρέου, και Κάρολου Παπούλια, επέμεναν ότι το όνομα είναι το όχημα για τον αλυτρωτισμό, άρα πρέπει να ξεκινήσουμε από τη βάση αυτή. Δεν είμαστε πάντοτε πειστικοί σε αυτό το ζήτημα και πολλές φορές υπήρχαν ερωτηματικά από κυβερνήσεις και τη διεθνή κοινή γνώμη, αν η επιμονή της Ελλάδος για το ζήτημα της ονομασίας οφείλεται σε συναισθηματική αντίδραση, ιδιορρυθμία της κ.λπ.

Όμως, η αποδοκιμασία σήμερα της δεκαετούς πολιτικής του πρώην πρωθυπουργού Νίκολα Γκρούεφσκι από τους ίδιους τους Σλαβομακεδόνες και τη σημερινή κυβέρνηση των Σκοπίων, που παραδέχονται ότι στόχο είχε να προκαλέσει και να προσβάλει την Ελλάδα, επιβεβαιώνει πλήρως τη θέση μας. Συνεπώς, πρέπει να λυθούν όλα αυτά τα ζητήματα, τα οποία συνδέονται με τη θεσμική και τη συνταγματική τους δυνατότητα-δέσμευση, στην πραγματικότητα, να ασκούν εχθρική προπαγάνδα. Το όνομα είναι  όχημα προπαγάνδας και αλυτρωτισμού.

Η πολιτική Γκρουέφσκι είχε σαφή στόχο και καθαρό περιεχόμενο να αποκτήσει  η χώρα την πλαστή ταυτότητα που δεν είχε, να προσβάλει  την Ελλάδα και να καταδείξει  ότι η Ελλάδα είναι ο κακός γείτονας, ο εχθρός… Στη βάση αυτής της πολιτικής, δηλητηριάστηκε η νέα γενιά Σλαβομακεδόνων. Το όνομα θα πρέπει να ξεχωρίζει σαφώς την ελληνική Μακεδονία από τη γεωγραφικά μικρότερη των Σκοπίων και να αφαιρέσουμε συμβατικά, μέσω του κειμένου της Συνθήκης που διαπραγματευόμαστε, όλες τις ασάφειες ή πιθανές εστίες μελλοντικών προστριβών.  Ο αλυτρωτισμός διδάσκεται στα σχολικά τους εγχειρίδια. Γράφουν ότι η Μακεδονία «τελεί υπό την κατοχή της Ελλάδος». Έχω ζήσει πολλά χρόνια στα Σκόπια, εξακολουθώ να τα επισκέπτομαι τακτικά. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε μισές λύσεις. Με προσωρινή διευθέτηση δεν λύνουμε το σημερινό μας πρόβλημα. Στην πραγματικότητα το μεγεθύνουμε και το μεταφέρουμε στην επόμενη γενιά. Έχουμε συμφέρον  για μια συνολική λύση  και να μην αφήσουμε παράθυρο ερμηνείας ή παρερμηνείας για τις επόμενες γενιές.

ΗΝ: Τελικά  υπάρχει σήμερα  προοπτική  λύσης ή έχει κλείσει και αυτή η προσπάθεια;

ΑΜ: Εμείς θα πρέπει να σκεφτούμε ήδη πολιτικά και διπλωματικά, ώστε στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο να χαιρετιστεί η πρόοδος που έχει επιτευχθεί, να καταγραφεί το κεκτημένο του Βουκουρεστίου, να χαιρετισθεί το νέο κλίμα στις σχέσεις μας και, ταυτόχρονα, να επιταχυνθεί η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης στο σύνολο των ζητημάτων που μας αφορούν με την πρόνοια σύγκλησης μιας έκτακτης συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ για ένταξη της πΓΔΜ. Μόνον εφόσον ολοκληρωθεί η Συνθήκη μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων. Και τότε να προσκληθεί η πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Επαναλαμβάνω ότι είμαι εναντίον της τμηματικής λύσης, διότι αφαιρεί κάθε κίνητρο για συνολική λύση. Αυτή είναι μία διαπίστωση που στηρίζεται και στην αποτίμηση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της Νέας Υόρκης της 13ης Σεπτεμβρίου 1995. Όταν ανέλαβα  στα Σκόπια ως πρώτος Διπλωματικός αντιπρόσωπος της Ελλάδος το 1995, άκουγα συνεχώς από τους Σκοπιανούς πως «εμείς, ό,τι είχαμε να δώσουμε στην Ελλάδα το δώσαμε με την Ενδιάμεση Συμφωνία». Άρα, σήμερα μια  κατά τμήματα ή  κατά στάδια συμφωνία θα ακυρώσει τη συνολική λύση.

ΗΝ: Αναφέρεστε πάντοτε στο εθνικό συμφέρον. Πώς ακριβώς συμβιβάζεται με μία λύση;

ΑΜ: Εάν η λύση ευθυγραμμίζεται με το εθνικό συμφέρον, τότε θα πρέπει να προχωρήσουμε. Σπάνια, στην πολιτική ζωή μιας χώρας,  δίδεται 25 χρόνια μετά η δυνατότητα να προσέλθεις σε μια συμφωνία που έχει όλα τα χαρακτηριστικά και μάλιστα βελτιωμένα, μιας πρότασης που απέρριψες τότε. Θα ήταν χρήσιμο  εάν τα κόμματα της  υπεύθυνης αντιπολίτευσης, τα οποία έχουν στοχευμένες  αιτιάσεις, να κάνουν επίσης την υπέρβαση. Αυτό όμως προϋποθέτει την ύπαρξη κυβερνητικής συνοχής. Είναι σημαντικό να φτάσεις σε μια καλή συμφωνία, η οποία δεν θα ταπεινώνει τον γείτονά σου. Ο ταπεινωμένος γείτονας πάντοτε θα σκέφτεται ότι θα του δοθεί μια ευκαιρία να ανατρέψει μια «ιστορική αδικία». Επιμένω πάντως ότι χρειαζόμαστε περισσότερο πολιτικό και συνταγματικό χρόνο.

ΗΝ: Βλέπετε το πολιτικό μας σύστημα να έχει ωριμάσει μετά από δέκα χρόνια κρίσης;

ΑΜ: Σε μία χώρα, που περνά τη βαθύτερη πολιτική, κοινωνική και αξιακή κρίση, ο εκσυγχρονισμός των θεσμών αποτελεί την αφετηρία, το εφαλτήριο μιας προσπάθειας αναγέννησης. Εφόσον το θεσμικό σύστημα παραμένει απαράλλακτο, δεν μπορεί κανείς να ελπίζει ότι το πολιτικό σύστημα θα εξελιχθεί. Άλλωστε χαρακτηριστικό στοιχείο ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος είναι ότι οι εκλεγόμενοι εκπροσωπούν τους πολίτες.

Οι πολιτικοί έχουν σαφή νομιμοποίηση και καθαρή εντολή. Κατά συνέπεια, είναι ορθό να λέγεται ότι το πολιτικό σύστημα αντανακλά και αντικατοπτρίζει την βούληση, τις προτιμήσεις και την ψήφο των πολιτών. Είναι αναγκαίο, συνεπώς, να εκσυγχρονιστούν οι όροι λειτουργίας των σχέσεων του πολίτη με τα πολιτικά κόμματα. Όσο αυτό δεν γίνεται μέσω μιας ευρύτατης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, τόσο εύκολο θα είναι να συμπεράνει κανείς ότι η ιθύνουσα πολιτική τάξη, η παλαιότερη και η νεότερη από κοινού, θεωρεί ότι δεν είναι προς το συμφέρον της η μεταβολή των όρων συμπεριφοράς, των όρων του παιχνιδιού. Άρα, τα αίτια, οι όροι και οι θεσμοί  που δεν απέτρεψαν, εάν δεν προκάλεσαν, τη βαθιά απαξίωση και ταπείνωση της Ελλάδος παραμένουν οι ίδιοι. Σήμερα μάλιστα, όλοι οι πολιτικοί ηγέτες  θεωρούν ότι «δικαιώνονται από  τις εξελίξεις».