Δέκα ρεαλιστικές παρατηρήσεις για το Κυπριακό

Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω, από την αρχή, ότι δεν ανήκω στην ομάδα των διπλωματών που χειρίστηκαν κατεξοχήν το Κυπριακό κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Τα χρόνια, δηλαδή, που ακολούθησαν την προδοσία στην Κύπρο, το πραξικόπημα, την ανατροπή του Μακαρίου, την εισβολή, την κατοχή, τις ωμότητες των τουρκικών στρατευμάτων, τον εποικισμό, τα «τετελεσμένα γεγονότα», την απάθεια της διεθνούς και ευρωπαϊκής κοινότητας, τα λάθη Λευκωσίας και Αθηνών και, βέβαια, τις χαμένες ευκαιρίες.

Όμως, όταν είσαι Έλληνας διπλωμάτης, όπου και αν υπηρετείς όπου και να βρεθείς, το Κυπριακό είναι πάντα κυρίαρχο στο μυαλό και την καρδιά σου.

Με το Κυπριακό ασχολήθηκα στο υπουργείο Εξωτερικών κατά τη θητεία μου στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στη ΔΑΣΕ, στον ΟΗΕ, ως πρώτος Σύμβουλος για Πολιτικές Υποθέσεις, και στην Ουάσινγκτον ως πρέσβης. Η πρώτη μου όμως επαγγελματική ενασχόληση ήταν στις αρχές του 1975, όταν επιφορτίστηκα, από τον Τάκη Λαμπρία και τον Φαίδωνα Μόρφη, με την ενημέρωση των ΜΜΕ και της διπλωματικής κοινότητας της Γενεύης, δρώντας, παρατύπως οφείλω να παραδεχτώ, ως παράρτημα του Γραφείου Τύπου της Βέρνης.

Και, βέβαια, ας μην ξεχνάμε τις δυο σχεδόν δεκαετίες δουλειάς στα Βαλκάνια, όπου οι παραλληλισμοί με ορισμένες καταστάσεις (τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, κυρίως, αλλά και το Κόσοβο ή την Ένωση της Σερβίας και του Μαυροβουνίου) απαιτούσαν ενάργεια και προσοχή. Η ενημέρωση, τα διαβήματα, η ενημέρωση του Κέντρου, η παρακολούθηση των εξελίξεων και η προώθηση των θέσεων ήταν μια καθημερινή προτεραιότητα.

Περιέργως, η πιο σημαντική προσωπική μου εμπειρία για την Κύπρο ήταν τον Νοέμβριο του 1983, όταν υπηρετούσα ως ο επιτετραμμένος στην Τρίπολη της Λιβύης επί Καντάφι, διευθύνοντας την Πρεσβεία λόγω προτίμησης τού κατά τα άλλα πρέσβη «εκ προσωπικοτήτων» να βρίσκεται συνεχώς στην Αθήνα… Έσπευσα, ανήμερα στις 15 Νοεμβρίου, για προληπτικό διάβημα στο λιβυκό ΥΠΕΞ –ενεργοποιώντας παράλληλα και άλλους διαύλους– προς αποτροπή αναγνώρισης της «ΤΔΒΚ» από τη Λιβύη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Λιβύη διατηρούσε τότε προνομιακούς δεσμούς με την Τουρκία. Παρών, συμπτωματικά, τη μέρα εκείνη στην Τρίπολη ήταν και ο Βάσος Λυσσαρίδης. Στο ημερολόγιό μου έχω σημειώσει την ανακούφιση που νοιώσαμε και οι δυο. Τον συνόδευσα μέχρι το αεροδρόμιο της Τρίπολης.

Έχουν όμως γίνει τόσα λάθη, ώστε όταν κάποιος, όπως τώρα εγώ, αποφασίζει να γράψει, διότι πιστεύει ότι κάτι έχει να πει, πρέπει να το κάνει με αίσθημα ευθύνης.

Οφείλω όμως μια ακόμη διευκρίνιση. Αναφέρθηκα στην προδοσία της χούντας των συνταγματαρχών. Η πρώτη, όμως, καθοριστική για την άμυνα της Μεγαλονήσου –εγκληματική για στρατιωτικούς– ενέργεια είχε συντελεστεί στα κρυφά μετά το φιάσκο της ελληνοτουρκικής συνάντησης του Έβρου, τον Σεπτέμβριο του 1967, επί παντοδυναμίας του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου, με την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας. Η μεραρχία, όπως είναι ευρέως γνωστό, είχε αναπτυχθεί επί κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου. Και όμως, υπάρχουν ακόμη μερικοί νοσταλγοί της δικτατορίας που ακόμη και σήμερα τολμούν και ισχυρίζονται ότι «δικαιώθηκαν».

Θα προσπαθήσω να καταθέσω τις θέσεις μου σε δέκα παρατηρήσεις:

1η παρατήρηση:

Νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε ότι το Κυπριακό βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή, μετά το 2004, στη διαδικασία αναζήτησης λύσης.

Τι είδους όμως λύση;

Αυτό που θέλουμε είναι ένα σύγχρονο λειτουργικό ευρωπαϊκό κράτος, με μία κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία ιθαγένεια. Άρα, οτιδήποτε θυμίζει το δυσλειτουργικό (με την ομολογία ακόμα και των ίδιων των αρχιτεκτόνων του) κράτος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης δεν είναι δυνατό να θεωρείται επιδιωκόμενο ή εφικτό στην Κύπρο.

Θέλουμε λύση και όχι φύλλο συκής. Τα χαρακτηριστικά της; Πρέπει να είναι δίκαιη, βιώσιμη, πολιτικά και νομικά συμβατή με τις θεμελιώδεις άξιες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Κεκτημένο. Το Κυπριακό, αν και δεν το επαναλαμβάνουμε με τη συχνότητα και τη δυναμική που οφείλουμε, ήταν και παραμένει πρόβλημα εισβολής και κατοχής και μάλιστα σε έδαφος κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2η παρατήρηση:

Σκέπτομαι ότι τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Κριμαία (όπως και το 2008 στη Γεωργία) έχουν ως «πρότυπο αναφοράς» την Κύπρο. Επίσης, το καθεστώς για τη «Ρεπούμπλικα Σέρμπσκα» που επεδίωκαν οι Κάραζιτς και Μιλόσεβιτς ήταν ακριβώς το ίδιο που είχε ως μόνιμο στόχο ο Ντενκτάς και η Άγκυρα. Προβλέποντας μάλιστα μόνο τη σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και τη διατήρηση του «δικαιώματος επέμβασης», το οποίο δεν πρόκειται να εγκαταλείψει η Τουρκία, επιμένοντας στη διατήρηση του καθεστώτος των εγγυήσεων, όπως είχαν προβλεφθεί στις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Άρα δεν μπορούν να ισχύσουν δύο μετρά και δύο σταθμά.

Αυτοί τους οποίους, κατά συνθήκη, αποκαλούμε «διεθνής κοινότητα», με ορισμένες βέβαια αποκλίσεις, έδειξαν να βολεύονται με το Κυπριακό ως «παγωμένη σύγκρουση» (frozen conflict).

Τρία στοιχεία φαίνεται ότι σταδιακά μετέβαλαν αυτό τον χαρακτήρα:

α) H ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (η οποία υπήρξε μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες, πρωτίστως, της ελλαδικής, αλλά και της κυπριακής διπλωματίας),

β) Τα ενεργειακά κοιτάσματα και

γ) Η ανατροπή του status quo σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας. Παράλληλα, ρόλο έχουν παίξει οι προβλέψεις αστάθειας και ανατροπών των μέχρι τώρα δεδομένων μέχρι και πέρα από το Ιράν.

Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέπουμε ότι ήδη έχει άτυπα δρομολογηθεί η επαναχάραξη των πολιτικών συνόρων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής (ΜΕΝΑ).

Η αξιοπιστία των αρχών, αλλά και τα συμφέροντα που προσδιορίζουν σήμερα την ευρωπαϊκή και αμερικανική στάση στην ευρύτερη περιοχή της ΜΕΝΑ, παρά τις όποιες διάφορές τους, δοκιμάζονται συνεχώς. Στη λεκάνη της Μεσογείου και στην ευρύτερη ΜΕΝΑ, οι αποτυχίες της πολιτικής των ΗΠΑ και της ΕΕ είναι περισσότερες από τις επιτυχίες. Αν υποθέσουμε ότι οι επιτυχίες όντως υπάρχουν. Εγώ, προσωπικά, δεν τις βλέπω.

Λυπούμαι, ειλικρινά, για την απουσία κοινής και ενιαίας ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής που είναι κάθε μέρα περισσότερο αισθητή και ορατή. Δυστυχώς, τα συμφέροντα και η εμβέλεια των συμφερόντων και της πολιτικής των Μερών (μελών) είναι ισχυρότερα του Συνόλου. Από την άλλη πλευρά, έχουμε μια Τουρκία, η οποία, παρά τη σημαντική δύναμη και στρατηγική της θέση, δείχνει να αντιστρατεύεται μάλλον, παρά να συμβάλλει, σήμερα στην προώθηση των συμφερόντων και αξιών της ΕΕ, άλλα και της Ουάσινγκτον στην ίδια περιοχή. Η Τουρκία, σήμερα, αποτελεί αστάθμητο, στην κυριολεξία, παράγοντα. Δεν μπορώ, ούτε μου επιτρέπεται, να υποτιμήσω τη δύναμη και την αποφασιστικότητά της. Δικαιούμαι όμως να την αποκαλώ «αστάθμητο παράγοντα». Άλλο «επιτήδειος» και άλλο «αστάθμητος» ή και απρόβλεπτος.

3η παρατήρηση:

Η λύση του Κυπριακού πρέπει να στηρίζεται στις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών.

Δεν πρέπει, συνεπώς, να τρέφουμε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Θυμίζω άλλωστε ότι ο εκπρόσωπος των Ηνωμένων Εθνών, Περουβιανός διπλωμάτης κ. Αλβάρο Ντε Σότο, με την υπεροψία και την υπερβολική αυτοπεποίθηση που τον χαρακτήρισε στο Μπούργενστοκ (Λουκέρνη, 2004), είχε σημαντικό μέρος της ευθύνης για την αποτυχία ενός Σχεδίου που τελικά καταψηφίστηκε από τον Κυπριακό Ελληνισμό και τη μειοψηφία των Τουρκοκυπρίων. Ο τρόπος που κινήθηκε μεταξύ της συνάντησης της Νέας Υόρκης (Φεβρουάριος 2004) και Λουκέρνης/Μπούργκενστοκ (22 Μαρτίου 2004) ήταν καθοριστικός. Σίγουρα, δεν είναι ο μόνος υπεύθυνος. Αλλά, ως εκπρόσωπος των Ηνωμένων Εθνών, δεν κράτησε τις ισορροπίες. Το ακριβώς αντίθετο συνέβη. Επιπλέον, διότι σήμερα το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει στην κυριολεξία παραλύσει λόγω του ψυχροπολεμικού κλίματος που επικρατεί μεταξύ Ουάσινγκτον, Βρυξελλών και Μόσχας. Επίσης, η Μόσχα έχει (ιδιαίτερα σήμερα λόγω Κριμαίας) χαρακτηριστικό πρόβλημα πειστικότητας να διατηρήσει τις θέσεις που παραδοσιακά προέβαλε στο Κυπριακό. Ας μην ξεχνάμε και αυτή την παράμετρο. Μπορεί σήμερα η Μόσχα, αν υποθέσουμε ότι το επιθυμούσε, να καταγγείλει την τουρκική κατοχή, την προσάρτηση κ.λπ.; Η απάντησή μου είναι αρνητική.

Περιττεύει ίσως να προσθέσω ότι τα Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν ενεργούν πλέον σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αλλά σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.

4η παρατήρηση:

Το δημοψήφισμα είναι σίγουρα μια δικλείδα ασφαλείας. Σε ποια περίπτωση; Στην περίπτωση που η λύση που θα προέλθει από τις συνομιλίες είναι προϊόν επιδιαιτησίας. Μια, προφανώς, μεροληπτική, ετεροβαρής, άδικη και εν τέλει ανεφάρμοστη «λύση» δεν μπορεί να επικυρωθεί με δημοψήφισμα.

Με άλλα λόγια, αν δεν μπορεί να σταθεί στην κρίση του Κυπριακού λαού (αυτό ας το θυμούνται όλοι όσοι κινούνται στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο) δεν αρκεί να αποτυπωθεί μόνο στο χαρτί μιας συμφωνίας. Πρέπει, κυρίως, να χαραχτεί ως δίκαιη στη συνείδηση των Κυπρίων. Άρα ό,τι επιβληθεί εν αδίκω στο χαρτί, κινδυνεύει να ακυρωθεί στο δημοψήφισμα.

Για όσους απορούν σήμερα, και υπάρχουν ορισμένοι –για τη σημασία που αποδίδω στο δημοψήφισμα σάς παραπέμπω και στον πρόσφατο διάλογό μου στο ιστολόγιο Μεταρρύθμιση–, προσθέτω τα ακόλουθα. Τη σημασία του δημοψηφίσματος στη διαπραγμάτευση –αν υπάρχει ανάγκη να εξηγηθεί– ορθά τονίζει και η δήλωση του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και υπουργού Εξωτερικών της 15ης Ιουλίου 2014. Την παραθέτω αυτούσια:

«Σήμερα, το Ελληνικό Έθνος θυμάται με θλίψη και αυτοσυνειδησία το προδοτικό χουντικό πραξικόπημα του 1974 σε βάρος του Προέδρου Μακαρίου και της νόμιμης υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποία πρέπει να διαφυλάττουμε ως το πιο πολύτιμο αγαθό, διότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημά μας είναι αυτό ακριβώς: η διεθνής νομική προσωπικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως κυρίαρχου κράτους-μέλους του ΟΗΕ, ως κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Νομίζω ότι όλοι αντιλαμβανόμαστε πως χωρίς δημοκρατία και κράτος δικαίου οδηγείσαι σε επικίνδυνα ολισθήματα στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Το ελάχιστο που μπορούμε να πούμε εμείς οι Ελλαδίτες, απευθυνόμενοι στους Κύπριους αδελφούς μας, είναι πως έχουμε πλήρη συνείδηση του ιστορικού βάρους.

Είμαστε ένα έθνος, είμαστε πάντα συστρατευμένοι στον κοινό σκοπό που είναι μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Κεκτημένου. Μια λύση που βασίζεται στην ύπαρξη μίας και μόνης διεθνούς νομικής προσωπικότητας, μίας κυριαρχίας και μίας ιθαγένειας.

Μιλάμε για μια λύση που θα γίνει αποδεκτή από τον Κυπριακό λαό που θα εκφραστεί άμεσα με δημοψήφισμα. Και αυτό είναι ένα κεκτημένο του Κυπριακού λαού που πρέπει να το διαφυλάξουμε, επίσης, ως ένα πολύτιμο αγαθό».

Αλήθεια είναι δυνατό να ισχυρίζεται κανείς ότι το δημοψήφισμα αναφέρεται απλά και μόνο ως μια διαδικασία τυπικής επικύρωσης μιας ενδεχόμενης Συμφωνίας; Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε προς τι η σταθερά επαναλαμβανόμενη θέση Λευκωσίας και Αθηνών ότι «δεν πρόκειται να αποδεχτούμε πιεστικά χρονοδιαγράμματα, επιδιαιτησία και ότι τελικός κριτής θα είναι ο κυπριακός λαός μέσω δημοψηφίσματος»;

Παρακαλώ, συνεπώς, τους επικριτές της ερμηνείας αυτής, που δίνω, να προσέξουν την διατύπωση της εν λόγω παραγράφου της δήλωσης. Πότε και γιατί έγινε «πολύτιμο αγαθό»;

Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι το όπλο του δημοψηφίσματος έχουν ρίξει στη διαπραγμάτευση και οι πολιτικές δυνάμεις της πΓΔΜ, προεξάρχοντος του κ. Νικόλα Γκρουέφσκι, επιδιώκοντας να επηρεάσουν την κρίση των διεθνών μεσολαβητών.

5η παρατήρηση:

H Ελλάδα, ορθά και σταθερά, επαναλαμβάνει ότι στέκεται στο πλευρό της Κύπρου, παρότι δεν έχει τη στιγμή αυτή ανεξάντλητο απόθεμα πολιτικού-διπλωματικού κεφαλαίου. Η οικονομία, το κύρος και η αξιοπιστία είναι ουσιώδεις παράμετροι προσδιορισμού της «διαπραγματευτικής ισχύος».

Τη στιγμή αυτή –σε σύγκριση μάλιστα με το 2004– τόσο η Ελλάδα, όσο και η Κύπρος, εξαρτώνται όχι μόνο από τις δικές τους επιδόσεις, αλλά και από την τακτική πιστοποίησή τους από την κρίση των δανειστών. Άρα, έχουν –μας αρέσει δεν μας αρέσει η διατύπωση– μειωμένη κυριαρχία.

Εν τούτοις, τολμώ να επιχειρηματολογήσω ότι η ρευστότητα και η αβεβαιότητα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής ενισχύουν, τη στιγμή αυτή, τη γεωπολιτική και ενεργειακή σημασία της Κύπρου και της Ελλάδας. Το σταθερό και αυξανόμενο αμερικάνικο ενδιαφέρον για τη Σούδα και τον ελλαδικό χώρο, εάν σωστά αξιοποιηθεί από την Αθήνα, είναι παράγοντας ισχύος. Η Σούδα είναι βασικός συντελεστής των αμερικανικών στρατηγικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή της ΜΕΝΑ. είναι αναντικατάστατη.

Αρκεί να μη σπαταληθεί το κεφάλαιο σε εσωτερικής κατανάλωσης κινήσεις αποσιώπησης ή εντυπωσιασμού, ή ακόμη και προσωπικής πολιτικής, που τελικά δεν ωφελούν κανένα.

6η παρατήρηση:

Η λύση του Κυπριακού δεν μπορεί να αποτελέσει πεδίο δοκιμαστικής μεν, μόνιμης δε εκτροπής από τις αξίες και θεμελιώδεις αρχές και ελευθερίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η αποδοχή των «τετελεσμένων γεγονότων» είναι συνταγή αποτυχίας για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Και κάτι ακόμη. Ήρθε η στιγμή η Λευκωσία να δώσει μια δεύτερη ζωή στις Εκθέσεις καταπέλτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά της Τουρκίας που δημοσιοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1978.

Επειδή κάποιοι αντέδρασαν στη πρόταση-σκέψη αυτή, με τον πρωτότυπο ισχυρισμό ότι θα δώσει τη χαριστική βολή στις διαπραγματεύσεις, σπεύδω να παραθέσω αυτούσια και τη δεύτερη Δήλωση του κ. Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Εξωτερικών στις 18 Ιουλίου, 2014.

«Σαράντα χρόνια από την τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο, η Ελλάδα υποκλίνεται στη μνήμη των πεσόντων αδελφών μας και εκφράζει τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη της προς όλους τους γενναίους, Κυπρίους και Ελλαδίτες υπερασπιστές της Μεγαλονήσου, που αντιμετώπισαν τις υπέρτερες δυνάμεις του εισβολέα, σε μία σκληρή και άνιση αναμέτρηση.

Σαράντα χρόνια μετά, οι πληγές παραμένουν ανοικτές: η συνεχιζόμενη, παράνομη τουρκική στρατιωτική κατοχή και ο παράνομος εποικισμός των κατεχομένων, το δράμα των οικογενειών των αγνοουμένων, ο ξεριζωμός των διακοσίων χιλιάδων και πλέον εκτοπισμένων αδελφών μας, η σύληση των ορθόδοξων τόπων λατρείας και των αρχαίων μνημείων του πολιτισμού μας.

Η Τουρκία εξακολουθεί να παραβιάζει κατάφωρα τη διεθνή νομιμότητα στην Κύπρο, να δηλώνει προκλητικά ότι δεν πρόκειται να συμμορφωθεί με Αποφάσεις όπως η πρόσφατη Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και να αρνείται τις κυπρογενείς υποχρεώσεις της έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτή η σκληρή αλήθεια είναι η μία μόνο όψη της σημερινής ‘‘πραγματικότητας’’ του Κυπριακού. Υπάρχει και η άλλη όψη, η άλλη αλήθεια, η δική μας αλήθεια, που είναι η δοκιμασμένη αντοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία αποτελεί πλήρες και ισότιμο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναγνωρίζεται ως στρατηγικός εταίρος τρίτων και αναντικατάστατος παράγοντας σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο τερματισμός της κατοχής και των συνεπειών της και η εξεύρεση εθνικά αποδεκτής, συνολικής, δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης του Κυπριακού, στο πλαίσιο των σχετικών Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Η.Ε. και του ευρωπαϊκού κοινοτικού κεκτημένου συνιστούν κορυφαία προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και κοινό στρατηγικό στόχο Κύπρου και Ελλάδας. Πηγή και εγγύηση της αποτελεσματικότητάς μας είναι η αδελφική συνεργασία και ο διαρκής συντονισμός των δύο κρατών μας.

Η Ελλάδα θα παραμείνει στο πλευρό της Κύπρου, συμπαραστάτης και αρωγός του κυπριακού Ελληνισμού. Η θέση μας αυτή είναι ιστορικά δεδομένη και η πορεία μας κοινή».

Αυτές είναι λοιπόν οι πλέον επίσημες θέσεις, διατυπωμένες όχι μόνο από τον κ. Αντιπρόεδρο και Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, αλλά και κορυφαίο συνάμα συνταγματολόγο.

Προσωπικά ούτε απορώ, ούτε ανησυχώ για τη μη αναφορά στις δηλώσεις του κ. Αντιπροέδρου του «χαρακτήρα της δικοινοτικής και διζωνικής ομοσπονδίας». Διότι, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, είναι μεν δεδομένος, αλλά το ζήτημα δεν είναι στον ορισμό. είναι στο περιεχόμενο.

7η παρατήρηση:

Σημειωτέον ότι οι Αποφάσεις και η Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχουν κεντρική θέση στη Δήλωση της 18ης Ιουλίου.

Επιπλέον, επιθυμώ να αναφερθώ στη βάση, ή στο θεμέλιο αν προτιμάτε, των Αποφάσεων αυτών που είναι η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (τότε) Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου στις δύο αρχικές προσφυγές της Κύπρου. Υπηρετούσα τότε στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία μας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στο Στρασβούργο, και μπορώ να βεβαιώσω για την πολιτική και νομική τους σημασία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η Τουρκία και οι φίλοι της έδωσαν σκληρή μάχη, για να αποτρέψουν τη δημοσίευση της Έκθεσης. Κατά παραβίαση της προβλεπόμενης διαδικασίας μάλιστα, αντί της δημοσιοποίησης, επελέγη ο όρος «αποχαρακτηρισμός» (declassification).

Όταν, καθημερινά, μιλάμε στη Μέση Ανατολή και αλλού για εισβολή, κατοχή, εγκλήματα πολέμου, διωγμούς αμάχων, βιασμούς, λεηλασία περιουσιών και εκκλησιών, πρόσφυγες κ.λπ., γιατί νομίζουν κάποιοι ότι μια υπόμνηση των τουρκικών πρακτικών στην Κύπρο είναι σήμερα επιζήμια για τη διαπραγμάτευση;

Στην δήλωσή του ο υπουργός Εξωτερικών καταγράφει τις πρακτικές και τις συνέπειες των στρατευμάτων εισβολής.

8η παρατήρηση:

Οφείλω να παρατηρήσω ότι η χειρότερη υπηρεσία, που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε σήμερα στην εξωτερική μας πολιτική, είναι μια προσέγγιση που φέρει κομματικές διόπτρες και βλέπει τα πράγματα μέσα από ιδεολογικούς φακούς. Για τον λόγο αυτό, δεν προτίθεμαι να αναφερθώ στα συν και τα πλην των χειρισμών συγκεκριμένων κυβερνήσεων, κομμάτων και πολιτικών για το Κυπριακό.

Οι κατηγορίες στην Ελλάδα κάνουν λόγο συνήθως για: α) «προδότες-μειοδότες» και β) «ακροδεξιούς-εθνικιστές». H εξωτερική πολιτική και το Κυπριακό, ειδικότερα, δεν προσφέρεται για ανάλυση μέσα από ιδεολογικο-πολιτικούς ή κομματικούς φακούς. Επίσης, μια ιδεολογική-κομματική προσέγγιση προκαλεί σύγχυση και έχει προβλήματα. Ειδικά στην Ελλάδα. Κοιτάξτε τι γίνεται με τη Ρωσία και την Κριμαία. Έχουμε εισβολή και προσάρτηση, αλλά στην Ελλάδα, αντί να δούμε τον παραλληλισμό με το Κυπριακό, καταδικάζουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αν μη τι άλλο, τα λάθη μας θα έπρεπε να μας έχουν διδάξει ότι οι αποφάσεις στην εξωτερική πολιτική πρέπει να γίνονται με αποκλειστικό γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Απαιτείται επίσης, η ενημέρωση, η σύνθεση, η συνεργασία και η ευρύτερη δυνατή συναίνεση.

9η παρατήρηση:

Μάλιστα, έχουμε κάνει λάθη και έχουν χαθεί πολλές ευκαιρίες. Λευκωσία και Αθήνα είναι –όπως αρμόζει– πολύ προσεκτικές, ώστε να μην θεωρηθούν υπεύθυνες μιας ενδεχόμενης ή πιθανής αποτυχίας της συνεχιζόμενης προσπάθειας.

Πρέπει, δηλαδή, να έχουμε την προσοχή μας στραμμένη και στο λεγόμενο «blame game». Η αυτοκριτική και η ενδοσκόπηση επιβάλλονται. Αλλά δεν είναι αφ’ εαυτών συνθήκες ικανές να οδηγήσουν προς τη λύση. Έχει δει κανείς κάποια ανάλογη συμπεριφορά από την πλευρά της Άγκυρας; Το αντίθετο συμβαίνει.

10η παρατήρηση:

Σήμερα, παρά τις εκατέρωθεν δηλώσεις Άγκυρας και Βρυξελλών, η προοπτική της ένταξης της Τουρκίας απομακρύνεται. Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία δεν κατόρθωσε να κερδίσει τις καρδιές και το μυαλό των ευρωπαίων πολιτών.

Για να είμαι δίκαιος, θα έλεγα ότι και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν φαίνεται να έχει κερδίσει σήμερα τις καρδιές των Τούρκων. Για την κατάσταση αυτή είμαστε συνυπεύθυνοι. Για λόγους όμως που καμία σχέση δεν έχουν με την Κύπρο.

Έχουν περισσότερο σχέση με τη διαίρεση της πολιτικής των κρατών-μελών στη Μέση Ανατολή και Βόρειο Αφρική, την ανυπαρξία –μάλλον σκόπιμη της αρμόδιας για την Εξωτερική Πολιτική της Ένωσης και την έλλειψη πολιτικής– διπλωματικής εμπλοκής (engagement) της Ευρωπαϊ-
κής Ένωσης. Κυρίως, όμως, έχει να κάνει με τον σταθερό θρησκευτικό-πολιτικό αναπροσανατολισμό της Άγκυρας στη Μέση Ανατολή.

Στόχος της Τουρκίας, σήμερα, είναι να έχει ένα τουρκόπνευστο «μακρύ χέρι» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της προώθησης μιας «λύσης» στο Κυπριακό, που θα επιβάλει τη βοσνιοποίηση της Κύπρου. Ταυτόχρονα, όμως, να κρατήσει άθικτη την πολιτική και οικονομική της ανεξαρτησία, έχοντας το ένα πόδι εντός και το άλλο εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επιλογή που της δίνει τη δυνατότητα και ευχέρεια να συνεχίσει την ευθυγράμμισή της με τις δικής της έμπνευσης ισλαμικές επιλογές στη Μέση Ανατολή και Βόρειο Αφρική.

Ομολογώ ότι η εξέλιξη αυτή δεν είναι ακριβώς εκείνη που είχαν στο μυαλό τους, αρχικά, η Αθήνα και, με κάποια χρονική υστέρηση, η Λευκωσία όταν, με πρωτεργάτες τον Γιάννο Κρανιδιώτη και τον Θόδωρο Πάγκαλο, κατέστρωσε το σχέδιο για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και παράλληλα για το άνοιγμα της αντίστοιχης διαδικασίας για την Τουρκία. Αρχικά, στο Ελσίνκι, τον Δεκέμβριο του 1999.

Το σχέδιο-πακέτο Κρανιδιώτη προέβλεπε και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε:

α) την αναγνώριση της Τουρκίας ως υποψήφιας προς ένταξη χώρας, με ταυτόχρονη έγκριση ενός οδικού χάρτη για τις υποχρεώσεις που με τη βούλησή της ανελάμβανε.

β) την άρση του βέτο της Ελλάδας στους χρηματοδοτικούς κανονισμούς προς την Τουρκία.

γ) τη δέσμευση της Τουρκίας για αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών διαφορών.

δ) την αποσύνδεση της ενταξιακής πορείας της Κύπρου από την επίλυση του «πολιτικού προβλήματος».

Στη συνέχεια, η Άγκυρα όφειλε να αποδεχθεί τους όρους-πακέτο της ΕΕ, τον Οκτώβριο του 2005. Ουδέποτε όμως εφάρμοσε το λεγόμενο Πρωτόκολλο της Άγκυρας. Άρα γιατί σήμερα να αυτοενοχοποιούμαστε;

Ομολογώ, επίσης, ότι σήμερα η Αθήνα και η Λευκωσία, παρά τη διάθεσή τους, δεν έχουν τη δυνατότητα και τα μέσα να επαναφέρουν τις τουρκο-ευρωπαϊκές σχέσεις στην τροχιά του 2000. Η ευθύνη όμως δεν είναι δική τους. Ή, αν προτιμάτε, δεν μπορούν να επωμιστούν μόνες τους την ευθύνη.

Επίμετρο:

Ήδη, η προώθηση του καθηγητή κ. Α. Νταβούτογλου στην Πρωθυπουργία, με τον κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Προεδρία, επιβεβαιώνει ότι για το ορατό μέλλον, εφόσον δεν έχουμε απρόβλεπτες πολιτικές εξελίξεις και ανατροπές στην Τουρκία, η Άγκυρα δεν πρόκειται να μεταβάλει τις προτεραιότητές της.

Η ΕΕ θεωρητικά θα παραμένει στόχος, πλην όμως η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική θα εξακολουθήσει να είναι το προσφιλές πεδίο παρεμβατικής –αποτυχημένης όμως εκ των πραγμάτων– πολιτικής της Τουρκίας.

Αθήνα και Λευκωσία έχουν, σίγουρα, δύσκολο δρόμο μπροστά τους. Πιθανολογώ όμως ότι ο δογματικός χαρακτήρας με τον οποίο ασκείται εδώ και μερικά χρόνια η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, παραμερίζοντας τον κυνικό ρεαλισμό, δεν αποκλείεται να μας προσφέρει ευκαιρίες.

Ορθώς προσφεύγουμε στο ευρωπαϊκό χαρτί. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι στερείται πια της δυναμικής που είχε το 1999 ή το 2004.