Συνέντευξη στην ιστοσελίδα VICE, 24/01/2019

Κείμενο Κώστας Κουκουμάκας

Ο Αλέξανδρος Μαλλιάς, πρέσβης επί τιμή, χειρίστηκε υπηρεσιακά το Μακεδονικό από την πρώτη μέρα που προέκυψε και γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες του θέματος όσο λίγοι. Ο έμπειρος διπλωμάτης υπηρέτησε σε 11 κυβερνήσεις και 15 Υπουργούς Εξωτερικών. Μεταξύ άλλων κρίσιμων θέσεων, ήταν ο πρώτος διπλωματικός αντιπρόσωπος της Ελλάδας στα Σκόπια. Το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία – Η Αυτοψία της Δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών (εκδόσεις Ι. Σιδέρης), είναι μια ακτινογραφία της υπόθεσης που πληγώνει τις δύο χώρες για σχεδόν 30 χρόνια.

Λίγες ώρες πριν από την αποψινή κρίσιμη ψηφοφορία στη Βουλή, ο κ. Μαλλιάς μίλησε στο VICE για τα θετικά και τα αρνητικά σημεία της Συμφωνίας, για τις χαμένες ευκαιρίες και τις ημερομηνίες-σταθμούς των προηγούμενων δεκαετιών, καθώς επίσης για τα πρακτικά βήματα της επόμενης μέρας σε Αθήνα και Σκόπια.

VICE: Κύριε πρέσβη, γνωρίζετε το ονοματολογικό όσοι λίγοι, έχοντας χειριστεί το θέμα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τι γεύση σας αφήνει το σημείο που έχουμε φθάσει σήμερα;
Αλέξανδρος Μαλλιάς: Η έντιμη απάντηση είναι ότι μετά από 30 χρόνια ενασχόλησης με το ζήτημα, πάντα φοβόμουν τη στιγμή που θα ερχόταν η στιγμή της αλήθειας. Τώρα, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, είμαστε στη στιγμή της αλήθειας. Εκτιμώ ότι έχουμε χάσει μια ευκαιρία, λόγω της διεθνούς συγκυρίας και της απόλυτης επιθυμίας των συμμάχων και εταίρων μας να ενταχθεί η γειτονική χώρα στο ΝΑΤΟ. Δεν θέλω να υποτιμήσω το μήνυμα συνεργασίας που εκπέμπει η Συμφωνία των Πρεσπών, πάντως η γεύση που μου αφήνει η σημερινή μέρα είναι ότι η Ελλάδα έχει χάσει μια καλή ευκαιρία να λύσει συνολικά και οριστικά αυτό το ζήτημα – να το λύσει, όχι να το κλείσει.

Στο βιβλίο σας αξιολογείτε ως θετικό τον χαρακτήρα erga omnes (έναντι όλων) του ονόματος Βόρεια Μακεδονία.
Αναμφίβολα. Από το 1991 που παρακολουθώ το ζήτημα ως διπλωμάτης, οφείλω να σας πω ότι ήταν μια συνεχής προσπάθεια όλων των ελληνικών κυβερνήσεων να εξασφαλίσουμε ότι η ονομασία θα ήταν erga omnes. Αυτό δεν ήταν πάντοτε στο πλαίσιο του εφικτού, όμως έγινε και μάλιστα με συνταγματική αναθεώρηση. Είναι ένα θετικό κεκτημένο. Και η άλλη πλευρά, όμως, έχει λάβει σημαντικές αντιπαροχές για να συναινέσει, εννοώ κυρίως την άμεση και αναπότρεπτη είσοδο στο ΝΑΤΟ και βεβαίως τη δέσμευση της Ελλάδας για την ένταξη των γειτόνων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πάντως, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν έχει δώσει ακόμη εντολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κι εκτιμώ αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα συμβεί μετά το νέο τοπίο που θα διαμορφωθεί μετά τις ευρω-εκλογές.

Γιατί χαρακτηρίζετε το θέμα της γλώσσας και της ιθαγένειας ως «αχίλλειο πτέρνα» της Συμφωνίας των Πρεσπών;
Για δύο λόγους. Πρώτον, δεν υπήρχε κανένας λόγος να περιληφθούν στη συμφωνία. Οι διαπραγματεύσεις γίνονται βάσει των ομόφωνων αποφάσεων 817/93 και 845/93 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995. Σε αυτά δεν υπάρχει αναφορά στα ζητήματα ταυτότητας, κάτι που μας επισήμανε από το 1993 ο μεσολαβητής του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς. Είναι άλλο το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού –πώς εκείνοι θέλουν να λέγονται στο εσωτερικό της χώρας– και άλλο πώς μία τρίτη χώρα τους αναγνωρίζει. Επομένως, δεν ειχαμε κανενα λογο εμεις να τους αναγνωρίσουμε μεσω διμερους Συμφώνου ως Μακεδόνες. Κατά τις 25ετείς διαπραγματεύσεις με την Αθήνα υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, η πλευρά των Σκοπίων προέβαλε συστηματικά και επίμονα το επιχείρημα ότι η μακεδονική γλώσσα είχε καταγραφεί στη Διάσκεψη του ΟΗΕ του 1977. Εξίσου αληθές, όμως, είναι ότι ουδέποτε η Ελλάδα, ρητώς και μάλιστα διμερώς μετά την ανεξαρτησία της γειτονικής χώρας, συμφώνησε, εδέχθη ή απεδέχθη τη «μακεδονική γλώσσα». Αντιθέτως, οι επίμονες ενέργειες, παραστάσεις και τα διαβήματά μας στόχο είχαν να περιορίσουν τη χρήση του όρου “Macedonian” για τη γλώσσα. Κυρίως στο πλαίσιο των οργανισμών και διασκέψεων, όπου είχαμε αποφασιστική δυνατότητα και αρμοδιότητα.

Ποια θεωρείτε πως ήταν η μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία τις τελευταίες τρεις δεκαετίες;
Πολλές φορές προσπαθήσαμε, άλλες φορές σκοντάψαμε στην αδιαλλαξία της γειτονικής χώρας και άλλες στην έλλειψη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1993 είχε κάνει μια επική διπλωματική διαπραγμάτευση, που θα έπρεπε να είναι μάθημα διπλωματίας. Πετύχαμε για πρώτη φορά, μια χώρα που δεν ήταν μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, να πείσει τα υπόλοιπα μέλη να εναχθεί η γειτονική χώρα με ένα προσωρινό όνομα, που ισχύει μέχρι σήμερα, το Former Yugoslav Republic of Macedonia – FYROM. Από το 1991 μέχρι σήμερα υπάρχουν συγκεκριμένες ημερομηνίες-σταθμοί. Είναι το λεγόμενο πακέτο Πινέιρο, το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών στην Ελλάδα το 1992 που προκάλεσε ένα ισχυρό ρήγμα, η ένταξη στον ΟΗΕ με το όνομα FYROM το 1993, η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, η Συνάντηση Κορυφής της ΕΕ στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 2003, η αμερικανική αναγνώριση της γειτονικής χώρας ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» το 2004 και τέλος η ελληνική στάση στο Βουκουρέστι, το 2008.

Πώς χαρακτηρίζετε τη στάση των ελληνικών κομμάτων τους τελευταίους μήνες;
Η κυβέρνηση καταβάλλει τις τελευταίες μέρες μια μεγάλη προσπάθεια ενημέρωσης της κοινής γνώμης για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Καταλαβαίνετε πόσο θα ήταν προς όφελος της ίδιας να είχε ξεκινήσει ένα δημόσιος διάλογος ή ακόμη και κλειστές συναντήσεις με πρόσωπα της αντιπολίτευσης, που είχαν χειριστεί το θέμα. Όλοι έχουν πατριωτικά κίνητρα, δεν το αμφισβητώ. Όμως, αυτό δεν έγινε συνειδητά. Πολλοί, μεταξύ των οποίων -επιτρέψτε μου να σας πω- κι εγώ, τονίσαμε την ανάγκη συνεννόησης. Διότι, υπάρχει άμεση σχέση αιτίου και αποτελέσματος και το βλέπουμε σήμερα στην κοινή γνώμη και στη στάση των πολιτικών κομμάτων.

Ποια είναι η άποψή σας για τα συλλαλητήρια;
Το 1992-93 ήμουν ο πρώτος σύμβουλος στην ελληνική αντιπροσωπεία στον ΟΗΕ, τότε που δόθηκε μεγάλος αγώνας για να αποτραπεί η είσοδος της γειτονικής χώρας με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Τα συλλαλητήρια της εποχής ήταν ένα πολύ χρήσιμο διπλωματικό όπλο στη δική μας φαρέτρα επιχειρημάτων. Όταν φροντίζεις να έχεις τον κόσμο να σε στηρίζει, ενισχύεται η διπλωματική σου θέση. Η σημερινή κυβέρνηση ανάγκασε το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης να στραφεί απέναντί της, της στέρησε την επιλογή. Όταν η κοινή γνώμη νιώθει ότι δεν μπορεί να εκφράσει τη γνώμη της, ούτε καν μέσα στη Βουλή, τότε δεν έχει πολλές επιλογές. Ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι δεν ενημερώθηκε. Προστέθηκε οργή σε έναν κόσμο που έχει συσσωρευμένη απογοήτευση και θυμό εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.

Πρακτικά, τι θα συμβεί από αύριο το πρωί;
Εφόσον η συμφωνία ψηφιστεί στη Βουλή, τότε οι δύο χώρες ή η κάθε μία χωριστά θα ενημερώσουμε τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ ότι βρήκαμε λύση στο ζήτημα για το οποίο διαπραγματευόμαστε από το 1993 και θα ζητήσουμε να μεριμνήσει για την εφαρμογή της. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Η Ελλάδα και η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας έχουν προεξοφλήσει ότι ο Γ.Γ. του ΟΗΕ θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη γενική, πλήρη και οριστική εφαρμογή της ονομασίας. Πρέπει να σας πω ότι αυτό δεν είναι τόσο εύκολο όσο το θεωρούν οι συντάκτες της Συμφωνίας. Επιπλέον, η κυβέρνηση Ζάεφ έχει επισήμως ενημερώσει ότι θα θέσει σε ισχύ την ονομασία στο εσωτερικό της χώρας και όλες τις συνταγματικές αλλαγές, μόνο εφόσον η Ελλάδα κυρώσει τη Συμφωνία και υπογράψει το πρωτόκολλο ένταξης στο ΝΑΤΟ. Αυτό δεν περιλαμβανόταν στη Συμφωνία, όμως η Ελλάδα μέχρι στιγμής το αποδέχεται άνευ αντιρρήσεων.

Πιστεύετε ότι υπάρχει κίνδυνος η Συμφωνία των Πρεσπών να μην είναι βιώσιμη; Θα ζήσουμε «εν ειρήνη»;
Εν ειρήνη ζούσαμε. Οι σχέσεις των δύο χωρών άνοιξαν ήδη από το 1995 με την Ενδιάμεση Συμφωνία. Ως το 2000, η Ελλάδα είχε γίνει ο πρώτος επενδυτής και εμπορικός εταίρος της γειτονικής χώρας. Η σύγχυση που προκαλούν οι όροι «μακεδονική ταυτότητα» και «μακεδονική γλώσσα» επιτρέπουν να αμφισβητήσουμε τη δυνατότητα της Συμφωνίας να μακροημερεύσει. Σίγουρα, θα ισχύσει για λίγα χρόνια, ίσως για μία δεκαετία, όμως εκτιμώ ότι μετά την ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ και κυρίως την ΕΕ, θα έχουμε ισχυρές αναθεωρητικές τάσεις της Συμφωνίας στα Σκόπια.