Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΣΤΙΑ“, 18/03/2019

Καθημερινά το διαπιστώνουμε. Δεν αρκούν ούτε οι συναντήσεις κορυφής, ούτε οι συναντήσεις των υπουργών εξωτερικών και άμυνας για  κατευνασμό  της γειτονικής  και «συμμάχου» στο ΝΑΤΟ  Τουρκίας .

Οι διαδοχικές κυβερνήσεις μας παρά τις ουσιαστικές ενίοτε διαφοροποιήσεις έχουν ακολουθήσει  την  πολιτική των ανοικτών διαύλων  με την Άγκυρα. Σταθερή πολιτική δηλαδή συνεννόησης,  συνεργασίας και διαλόγου -στην βάση του διεθνούς δικαίου και του Ευρωπαϊκού κεκτημένου –  με την Τουρκία. Η Ελλάδα προτάσσει το διεθνές δίκαιο. Η Τουρκία συστηματικά  προκρίνει  την στρατιωτική ισχύ ,την απειλή πολέμου και καθημερινές στρατιωτικές αεροναυτικές επιχειρήσεις. Στοχεύει να μας πείσει ότι είμαστε ο «αδύναμος και φοβισμένος γείτονας».   Ως  αναπόφευκτη σχεδόν επιλογή μας , εφαρμόζουμε  ως «δόγμα»   την  πολιτική της «υπομονής και επιμονής». Κάποιοι  την  ονομάζουν «στρατηγική  υπομονή και ψυχραιμία».  

Τρεις παρατηρήσεις:

Πρώτον: Η  κατάσταση απώλειας ψυχραιμίας των ηγητόρων της Τουρκίας, η έλλειψη θεσμικού αντίβαρου και δημοκρατικού αντίλογου επιβάλλει την εξάντληση όλων των υπαρκτών  διαύλων επικοινωνίας μας με την Τουρκία. Στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο.  Όμως ,κάθε συνάντηση πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένη. Να μην έχουμε δηλαδή επανάληψη της αποτυχίας του Δεκεμβρίου 2017.Κυρίως να μην δημιουργούνται   δυσάρεστα προηγούμενα , τετελεσμένα ή δεδικασμένα  σε βάρος μας.

Δεύτερον : Η  θέση μας δεν είναι  περίπλοκη. Η στρατιωτική εμπλοκή δεν ήταν και δεν είναι  της Ελλάδος. Εάν όμως καταστεί αναπόφευκτη, με  στρατιωτική πρωτοβουλία της Τουρκίας, τότε η Ελλάδα έχει την βούληση  και την επιχειρησιακή ετοιμότητα να απαντήσει. Να ανταποδώσει.

Τρίτον:    Η αναθεώρηση της  εθνικής μας πολιτικής έναντι της Τουρκίας  ταυτίσθηκε ακριβώς πριν 20 χρόνια  με την επιβεβλημένη  από τις τότε επικρατούσες συνθήκες  απόφαση  «Κοινοτικοποίησης» των Ελληνο-Τουρκικών  προβλημάτων. Δρομολογήθηκε με τις Αποφάσεις Κορυφής της Ε.Ε. στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999. Άνοιξε παράλληλα  ο δρόμος  για  την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια από τις σημαντικότερες διπλωματικές επιτυχίες. Τον Οκτώβριο του 2005 βρήκε την πληρέστερη  καταγραφή  των έναντι της Ελλάδος  και της Κύπρου δεσμεύσεων που  ανέλαβε η Τουρκία προκειμένου να ανοίξουν οι ενταξιακές  διαπραγματεύσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν  δεκαπέντε  χρόνια αργότερα κάνουμε την αποτίμηση  των δεσμεύσεων  που ανέλαβε η Άγκυρα  διαπιστώνουμε ότι δεν έχουν υλοποιηθεί. Άρα ;

Το Ευρωπαϊκό πλαίσιο  υπήρξε  περίπου για δυο δεκαετίες  το θεμέλιο της πολιτικής μας   έναντι της Άγκυρας. Σήμερα, η Ευρωπαϊκή  αυτή  διάσταση  λόγω των εξελίξεων στην Ένωση κυρίως όμως  λόγω της προβληματικής δημοκρατίας στην Τουρκία  περιορίζεται και υποχωρεί. Εμείς, ορθώς συνεχίζουμε να διακηρύσσουμε – μόνοι ξανά στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ότι  η « πλήρης και συνολική εφαρμογή από την Τουρκία των δεσμεύσεων που έχει  αναλάβει θα την  οδηγήσει σε πλήρη ένταξη».  Άλλοι δρόμοι και λύσεις δεν ήταν και δεν είναι η δίκη μας βέλτιστη επιλογή. Γνωρίζουμε – η Άγκυρα επίσης το αντιλαμβάνεται- ότι σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την εξαίρεση ίσως της Ελλάδος και της Κυπριακής  Δημοκρατίας, ουδείς συμφωνεί ή αποδέχεται ότι η  σημερινή Τουρκία δικαιούται ισότιμης θέσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μέρος της  ευθύνης  αναμφίβολα έχει και η Ευρώπη.  Με τα σοβαρά  σφάλματα και την έλλειψη πολιτικής διορατικότητας και σχεδίου για την  Επομένη Ημέρα , ακολούθησε αλλοπρόσαλλη,  αντιφατική  και εν τέλει λάθος πολική στην Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης». Ο στρατιωτικές επεμβάσεις έφεραν το χάος. Χάσμα μεταξύ  πολιτικο/στρατιωτικών  στόχων και αποτελέσματος.Οι επιπτώσεις του χάους κυρίως μέσω του «παράπλευρου» προσφυγικού/μεταναστευτικού  κλονίζουν σήμερα τον ιστό και τα θεμέλια του Ευρωπαϊκής  Ένωσης.

Πρέπει  συνεπώς να αντιληφθούμε ότι η πολιτική της Ελλάδος που χαράχθηκε έναντι της Τουρκίας από το 1999 και μετά χρήζει επανεξέτασης . Επιβάλλεται πραγματιστική  προσέγγιση  που να αντανακλά την πραγματικότητα και όχι τις δικές μας επιθυμίες ή ψευδαισθήσεις. Όπως έχουν σήμερα τα οράματα ,η ένταξη  της γειτονικής μας χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι πιθανή . Ανεξαρτήτως και ασχέτως της βούλησης της Ελλάδος και της Κύπρου. Δεν είναι αυτή η επιλογή μας. Αυτή όμως είναι η πραγματικότητα.

Άρα, για ποιό  ευρωπαϊκό πλαίσιο πολιτικής μιλάμε; Θα εξακολουθούμε να λέγουμε ότι  υποστηρίζουμε την ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση. Έχοντας όμως συνειδητοποιήσει πλέον ότι είμαστε  απελπιστικά μόνοι να το πιστεύουμε Κυρίως όμως ότι δεν πρόκειται να γίνει πραγματικότητα στο ορατό τουλάχιστον μέλλον.

Xρειάζεται συνολική  επανεξέταση της Ελληνικής πολιτικής απέναντι στην νέα Τουρκία. Αν ελλείψει εναλλακτικών λύσεων διολισθαίνουμε προς την «διμεροποίηση» του πλαισίου αναζήτησης λύσεων ,τότε η πολιτική αυτή προϋποθέτει ένα θεμελιώδη όρο. Την  αποκατάσταση της   ισορροπίας ισχύος. Δεν είναι αποκλειστικά αμυντικής ή στρατιωτικής μορφής. Έχει και πολιτικά χαρακτηριστικά. Απαιτεί την ευρύτερη  δυνατή πολιτική συνεννόηση, σχεδιασμό και συναίνεση. Αυτό είναι σήμερα το στοιχείο που κατ’ εξοχήν απουσιάζει.