Συνέντευξη στην ιστοσελίδα Liberal με τον Παναγιώτη Η. Μίχο, 16/10/2018

-Στις 2 Οκτωβρίου παρουσιάσατε το νέο σας βιβλίο για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Πως βλέπετε τη βιωσιμότητα της Συμφωνίας μετά και το δημοψήφισμα στη πΓΔΜ αλλά και τις συνέπειές της στην Ελλάδα;

Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία: Η Αυτοψία της Δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών». Ίσως εκ πρώτης όψεως να προκαλεί απορία. Πολλοί με ρωτούν γιατί θεωρώ δεδομένο το «Βόρεια Μακεδονία». Απαντώ ότι ο τίτλος πρέπει να διαβαστεί συνολικά, καθώς η βεβαιότητα που απορρέει από τον τίτλο, συμπληρώνεται από τον υπότιτλο «Η αυτοψία της Δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών». Επίσης, γιατί αυτοψία; Διότι η αυτοψία γίνεται μόλις τελειώσει ένα οικοδόμημα , ένα έργο.

Αυτό μάλιστα επιβάλλει και ο νόμος. Άρα, η πολεοδομία θα πρέπει να κάνει την αυτοψία και να ελέγξει εάν το οικοδόμημα ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές. Κυρίως όμως, αφορά στις στατικές αντοχές του έργου ,εν προκειμένω της Συμφωνίας. Δηλαδή, εάν έχει τις αντοχές να σταθεί στη δοκιμασία του χρόνου, κυρίως όμως στις πολιτικές δοκιμασίες οι οποίες είναι υπαρκτές και στις δύο χώρες.Επέλεξα λοιπόν τη λέξη αυτοψία γιατί είναι κάτι που θέλω να ελέγξω μόνος μου εάν μπορεί να σταθεί. Πιστεύω ότι η Συμφωνία των Πρεσπών έχει πρόβλημα στατικότητας και αντοχής.

Όταν έγραφα το βιβλίο, θεωρούσα ότι το πρόβλημα θα προέλθει κυρίως στην Ελλάδα λόγω της σύγκρουσης που επεδίωξε η κυβέρνηση με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με αφορμή και το Μακεδονικό∙ ένα καίριο, σημαντικό, εθνικό θέμα.Φοβούμαι ότι οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν τον όρο «δύσκολη», διότι αποδεικνύεται ότι ένα πολύ μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης και στη γειτονική χώρα και σε εμάς, όπως επίσης ένα πολύ σημαντικό τμήμα των πολιτικών δυνάμεων και στις δύο χώρες, θεωρούν ότι η Συμφωνία δεν ισορροπημένη.

Ξεκίνησαν στη γειτονική χώρα οι διεργασίες ενώπιον της Βουλής για την αναθεώρηση του συντάγματος. Αυτό δεν είναι μια πρωτοβουλία του κου Ζόραν Ζάεφ, αλλά ένα προαπαιτούμενο, ένας όρος, ο οποίος προβλέπεται από τη Συμφωνία των Πρεσπών. Σημειώνω, ότι η αναθεώρηση δεν αφορά μόνο για την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας του γειτονικού μας κράτους, αλλά και για την αλλαγή αναθεώρηση σημαντικών, αλυτρωτικού περιεχομένου άρθρων του κακού Συντάγματος του 1991. Αρκεί να σας πω ότι το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας από το 1991 έως το 2005 αναθεωρήθηκε 30 φορές. Να γιατί δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός του ως κακού. Η διαδικασία αναθεώρησής του, όπως έχω πει και στο παρελθόν, θα είναι συνεχής και δεν θα λήξει με την αναθεώρηση που προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών. Θα είναι μια ατέρμων διαδικασία αναθεώρησης προκειμένου να διαφυλαχθεί ο ενιαίος πολιτειακός χαρακτήρας της γειτονικής μας χώρας.

-Πόσο πιθανό είναι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης στη πΓΔΜ;

Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, οι πιθανότητες να βρεθούν τα 2/3 των βουλευτών στη γειτονική βουλή είναι ίσες με τις πιθανότητες να μη βρεθούν. Στις διεργασίες εξεύρεσης των 11 βουλευτών που λείπουν από τον Πρωθυπουργό κύριο Ζόραν Ζάεφ, έχουν εμπλακεί και πρεσβείες δυτικών χωρών, με αποτέλεσμα το κλίμα να γίνει βαρύτερο και μια μετάγγιση ψήφων δυσκολότερη. Όλα είναι ανοιχτά και οποιαδήποτε εξέλιξη είναι πιθανή.

-Στο βιβλίο σας εστιάζεται σε ορισμένα σημεία της Συμφωνίας που θεωρείτε δυσλειτουργικά. Είναι εφικτό πλέον να διορθωθούν κάπως, δεδομένου ότι η ίδια η Συμφωνία προβλέπει ρητώς την αδυναμία αναθεώρησής της;

Υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Από την επομένη της υπογραφής της έχουμε δημόσια διατυπωμένη θεμελιώδη διαφορά ως προς την ερμηνεία βασικών άρθρων της που αφορούν στα λεγόμενα ζητήματα ταυτότητας. Αυτό δεν αφορά στον εσωτερικό διάλογο στην Ελλάδα, αλλά στη διαφορετική ερμηνεία μεταξύ των κυβερνήσεων που την υπέγραψαν. Η κυβέρνηση και το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων στη πΓΔΜ επιμένει ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα αναγνώρισε μακεδονικό έθνος και μακεδονική γλώσσα. Η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται ,εάν το αντιλαμβάνομαι σωστά, ότι τούτο δεν ισχύει. Διερωτώμαι, συνεπώς, πως θα έλθει προς κύρωση στη Βουλή των Ελλήνων από την ίδια την κυβέρνησή μας μια συμφωνία που πριν στεγνώσει το μελάνι ερμηνεύεται διαφορετικά από τις χώρες που την υπέγραψαν. Αλήθεια δεν υπάρχει πρόβλημα;

Συνεπώς, πριν έλθει αυτή η Συμφωνία των Πρεσπών στη Βουλή η κυβέρνηση θα πρέπει να εξασφαλίσει με πρόσθετο πρωτόκολλο ή ανταλλαγή επιστολών ότι υπάρχει μια και μοναδική ερμηνεία των επίμαχων άρθρων. Με την εγγύηση μάλιστα και του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Δεν είναι δυνατόν να έλθει προς κύρωση Συμφωνία που εκ των προτέρων ερμηνεύεται διαφορετικά από τις δύο Κυβερνήσεις. Ποια από τις θα δεχθεί ή θα απορρίψει η Βουλή; Την ερμηνεία της Ελλάδος, την ερμηνεία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ή θα δεχθεί και τις δύο . …Να γνωρίζουν όλοι ότι η ερμηνεία των Σκοπίων είναι ήδη επίσημη, είναι μόνιμη και δεν υπαγορεύεται από εκλογικούς ή άλλους σκοπούς.
Ας γίνουν αυτά και μετά βλέπουμε.

-Σε περίπτωση που η γειτονική βουλή εκπληρώσει όσα της αναλογούν, έρχεται η σειρά της Ελλάδας. Θεωρείτε εφικτό υπό τους υφιστάμενους πολιτικούς συσχετισμούς να κυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών στην ελληνική Βουλή; Είναι πιθανό να προκληθούν εκλογές στη χώρα από ενδεχόμενη μη κύρωση της συμφωνίας;

Προσωπικά έχω μία δυσκολία να αντιληφθώ πως ακριβώς ορίζονται και ποιοί κανόνες επιβάλλουν ή αντίθετα υπονομεύουν αυτό που ονομάζετε πολιτικούς συσχετισμούς. Όπως γράφω και στο βιβλίο, όταν αποφασίζεις να λύσεις ένα τόσο δύσκολο πρόβλημα , πρώτη σου επιδίωξη, πριν καν χτίσεις γέφυρα με τη γειτονική χώρα, είναι να χτίσεις γέφυρες με τη κοινωνία, με τη κοινή γνώμη. Στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία αυτό γίνεται μόνο με τη συνεννόηση μεταξύ των κοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων. Αυτό δεν έγινε όχι λόγω κάποιας συμπτωματικής αδυναμίας αλλά διότι αυτή ήταν μια σταθερά. Δυστυχώς. Η σύγκρουση με την αντιπολίτευση με όχημα και το Μακεδονικό ήταν επιδίωξη της κυβέρνησής μας. Άρα ο διχασμός τη στιγμή που υπάρχει με αφορμή και το Μακεδονικό είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένης πολιτικής. Δεν μου αρέσει αυτό που ζω, που ξαναζώ μάλλον , αλλά δυστυχώς αυτή είναι μία πραγματικότητα.

Ελληνοαμερικανικές σχέσεις, βάσεις και ανταλλάγματα

-Τις τελευταίες μέρες συζητήθηκαν εντόνως τα όσα είπε ο Έλληνας υπουργός Άμυνας στη συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του στις ΗΠΑ, για δημιουργία νέων αμερικανικών βάσεων στη χώρα μας. Καθόσον γνωρίζετε πολύ καλά τα ελληνοαμερικανικά τεκταινόμενα, πείτε μας, πέραν της Σούδας, υπάρχουν άλλες αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα ήδη;

Η Ελλάδα όπως επανειλημμένα υποστηρίζω – γνωρίζω ότι δεν είμαι ο μόνος- έχει μια μοναδική ιστορική ευκαιρία να αξιοποιήσει τη συγκυρία που δε ξέρουμε πόσο ακόμη θα κρατήσει των προβληματικών σχέσεων μεταξύ του Προέδρου της Τουρκίας κ.Ερντογάν και των ΗΠΑ. Λέγω του κου Ερντογάν, διότι η Τουρκία εξακολουθεί να παραμένει καίριας στρατηγικής σημασίας χώρα, εταίρος και σύμμαχος για τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Όμως, υπάρχει ζωηρός προβληματισμός στην Ουάσιγκτον, στο επίπεδο κυρίως του Πενταγώνου και CΕΝΤCOM,για την αδυναμία πρόγνωσης της Τουρκίας σε σχέση με τις αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Νοτιανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Εκτιμώ ότι η Ουάσιγκτον θα εξαντλήσει όλα τα περιθώρια προκειμένου να μη ρίξει την Τουρκία ολοκληρωτικά στην αγκαλιά της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ χωρίς τυμπανοκρουσίες μεν, σταθερά δε, αναζητούν εναλλακτικές λύσεις σε προσωρινή αλλά και σε μονιμότερη βάση. Σε αυτό συντείνουν οι ανακατατάξεις και οι συγκρούσεις σε όλη την περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Η εκ των πραγμάτων και εξελίξεων αναβάθμιση του γεωπολιτικού χώρου της Ελλάδος εξηγεί και το ανανεωμένο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για επέκταση της αμυντικής παρουσίας της στην ελληνική επικράτεια, πέραν των βάσεων -με συγχωρείτε των διευκολύνσεων- που παρέχουμε γενναιόδωρα στη Σούδα. Επιπλέον, θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη, εάν δεν συνέδεα το ανανεωμένο και ζωηρό ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την Ελλάδα με την Ρωσική πολιτική στην ευρύτερη περιοχή. Ήδη από το 2012 και σε πιο συγκεκριμένο πλαίσιο τα τελευταία χρόνια, Αθήνα και Ουάσιγκτον στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο έχουν κατ’ αρχήν συγκλίνουσες απόψεις ως προς τη σκοπιμότητα αυτή. Προσωπικά, εδώ και χρόνια επιμένω ότι η σχέση αυτή για να μην είναι ετεροβαρής θα πρέπει να αποκτήσει τα εξής χαρακτηριστικά:

Πρώτον, υποστηρίζω την αντικατάσταση των επιμέρους συμφωνιών της Σούδας συμπεριλαμβανομένης, με μία μακροχρόνια Συνεργασία Στρατηγικού χαρακτήρα μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ. Γνωρίζω το ζητούμενο από τις ΗΠΑ, θα ήταν χρήσιμο να πληροφορηθούμε και το επιδιωκόμενο από την Ελλάδα. Για μένα, αναπόσπαστο τμήμα της Συμφωνίας θα πρέπει να αποτελούν υπό τη μορφή δεσμευτικών άρθρων και όχι λόγων, εγγυήσεις ασφαλείας της Ουάσιγκτον έναντι της Ελλάδας. Έχουν δοθεί στο παρελθόν υπό τη μορφή επιστολών. Ήρθε η στιγμή να αποτυπωθούν σε συμβατικό διμερές πλαίσιο. Υπενθυμίζω ότι με αφορμή το Μακεδονικό, ο πρόεδρος Τζώρτζ Μπους ο πρεσβύτερος, με επιστολή του στον αείμνηστο πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή είχε παράσχει τον Μάιο του 1976 την εξής γραπτή διαβεβαίωση : «…Ως παλαιό φίλο και σύμμαχο, η δέσμευσή μας για την ασφάλεια της Ελλάδος, την εδαφική της ακεραιότητα και το απαραβίαστο των συνόρων της, παραμένει ισχυρή».
Δεν αποκλείω εντός του 2018 να αρχίσουν οι συνομιλίες προς την κατεύθυνση της Συμφωνίας αυτής.. Βολιδοσκοπήσεις, κρούσεις και προτάσεις έχουν ήδη γίνει επίσημα.
Δεύτερον, Η Συμφωνία επιτέλους θα πρέπει να υπογραφεί στο υψηλότερο δυνατό πολιτικό επίπεδο και
Τρίτον, να έλθει προς συζήτηση και να κυρωθεί από τη Βουλή των Ελλήνων και βεβαίως από το Αμερικανικό Κογκρέσο. Παρότι είναι αυτονόητο, εντούτοις καλό θα είναι να υπενθυμίσουμε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώξει τα μέγιστα γεωπολιτικά και οικονομικά ανταλλάγματα. Όχι απλώς ανταλλακτικά. Τα όσα ελέχθησαν πρόσφατα για την επέκταση της αμερικανικής παρουσίας στην Ελλάδα δεν αποτελούν είδηση. Είναι εδώ καιρό γνωστά στους παροικούντες την Αθηναϊκήν Ιερουσαλήμ. Συνεπώς δεν δικαιολογούν έκπληξη ή απορία. Άλλωστε η υλοποίηση τους έχει ήδη ξεκινήσει. Ερωτώ ποια είναι τα ανταλλάγματα και βάσει ποιας δεσμευτικού συμβατικού κειμένου δίδονται, εάν δίδονται. Χρειάζεται γραπτή Συμφωνία σε πολιτικό επίπεδο. Όχι μόνο έπαινοι και άδεια λόγια .
Η ανάλυση των διεθνών εξελίξεων χρειάζεται ωμό ρεαλισμό, κυνικό θα τολμούσα να ισχυριστώ και όχι, ρομαντισμό και ιδεολογικές διόπτρες.