Δημοσιεύθηκε στην kathimerini.gr, 24/10/2021

«US-Greek defense deal dispels any notion of Washington’s so-called neutrality» (Η ελληνοαμερικανική συμφωνία εξαφανίζει κάθε έννοια δήθεν ουδετερότητας της Ουάσιγκτον) ο τίτλος άρθρου στη Yeni Safak (Νέα Αυγή). Περιττό πλέον να χαρακτηρίζουμε μια τουρκική εφημερίδα φιλοκυβερνητική. Στη νέα Τουρκία ευδοκιμεί μόνον η αυταρχική ολιγαρχία των αρεστών. Η κριτική απέναντί της μάχεται για να επιβιώσει. Εντός και εκτός φυλακών και κρατητηρίων. Oπως και οι χιλιάδες φυλακισμένοι θεωρούμενοι ως αντιφρονούντες, αντικαθεστωτικοί, αντί, αντί… και βέβαια δημοσιογράφοι.

Αποτελεί σύμπτωση άραγε το γεγονός ότι οι αυστηρότερες για την κατάσταση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Τουρκία εκθέσεις προέρχονται από ευρωπαϊκούς θεσμούς, οργανώσεις και από τις ΗΠΑ; Κόλαφος οι ετήσιες εκθέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Μην ξεχνάμε ότι αφορούν μια χώρα που θεωρεί ότι μπορεί να συνεχίσει να είναι μέλος του ΝΑΤΟ και (θεωρητικά) υποψήφια για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο νεποτισμός και η αυταρχική αντίληψη της ιδιοκτησιακής των κρατικών δομών, της οικονομίας, της δικαιοσύνης, της πολιτικής και των μέσων ενημέρωσης έχουν θέσει τη γειτονική Τουρκία εκτός του κύκλου των δημοκρατιών. Τον κύκλο που ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν όρισε ως προνομιακό πεδίο πολιτικής και συνεργειών των ΗΠΑ.

Πλησιάζοντας προς την 100ή επέτειο της Συνθήκης της Λωζάννης, το κεμαλικό δόγμα «ειρήνη στη χώρα, ειρήνη στον κόσμο (Yurtta sulh, cihanda sulh)» ανατρέπεται από την καθημερινή πραγματικότητα: «Κατάσταση πολιορκίας στη χώρα, σύγκρουση με όλους τους γείτονες». Η καθημερινή σημειολογική ανάλυση των λόγων συνοδεύεται από πράξεις της τουρκικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο, και αναδεικνύει το αυθεντικά επιθετικό και αναθεωρητικό στρατιωτικοποιημένο δόγμα της Τουρκίας του προέδρου Ερντογάν.

Σε περίπτωση εκδήλωσης στρατιωτικής επίθεσης, ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών προβλέπει –άρα επιβάλλει– το δικαίωμα εθνικής και συλλογικής αυτοάμυνας μέχρις ότου το Συμβούλιο Ασφαλείας λάβει «τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση και διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας». Η ιστορία της Ελλάδος, παλιότερη και σύγχρονη (28 Οκτωβρίου 1940 και 6 Απριλίου 1941) υπενθυμίζει ότι δεν περιμέναμε κάποιο άρθρο 51 του Χάρτη για να «αμυνθούμε του πατρίου εδάφους». Το μέγεθος των στρατιωτικών δυνάμεων και η πληθυσμιακή υπεροχή του επιτιθέμενου και επίδοξου εισβολέα ουδέποτε αποτέλεσε το κρίσιμο για την αποφασιστικότητα των Ελλήνων μέγεθος. Από την εποχή των Μηδικών.

Πώς ενεργεί ο ΟΗΕ σε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης; Υπό την προϋπόθεση συμφωνίας των πέντε μονίμων μελών, η οποία δεν πρέπει να προεξοφλείται, μια πρώτη απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας συνήθως περιέχει τέσσερα στοιχεία-προτάσεις: κατάπαυση του πυρός και εκεχειρία, αποχώρηση στρατιωτικών δυνάμεων, επιστροφή στη status quo ante κατάσταση, πρόσκληση για διάλογο. Η εμπειρία δείχνει ότι εδάφη που κατακτώνται στρατιωτικά πολύ δύσκολα επιστρέφονται ως μέρισμα της ειρήνης. Χρωματίζονται διαφορετικά ακόμη και στη περίπτωση ανάπτυξης (παρένθεσης) ειρηνευτικής δύναμης τρίτων. Η επιστροφή καταληφθέντων εδαφών προϋποθέτει το «εδαφικό ισοδύναμο» κατ’ αντιστοιχία της γεωπολιτικής αξίας των κατειλημμένων και όχι της έκτασής τους. Στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του Γιομ Κιπούρ τον Οκτώβριο 1973, το εδαφικό προγεφύρωμα των ισραηλινών στρατευμάτων στη δυτική όχθη του Νείλου αποτέλεσε τον καταλύτη για την κατάπαυση του πυρός και τη συμφωνία αποχώρησης της Αιγύπτου από τη Χερσόνησο του Σινά.

Η απειλή πολέμου (casus belli) κατά της Ελλάδος προϋπήρχε μεν, αποτελεί δε σήμερα την αυθεντική και σταθερή έκφραση της πολιτικής της Τουρκίας του προέδρου Ερντογάν. Απουσιάζουν σταθερά από το λεξιλόγιο των εκφραστών της η ειρήνη, το διεθνές δίκαιο και η δέσμευση για ειρηνική επίλυση της διμερούς διαφοράς μας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Παράλληλα, εντελώς ξεχασμένες από τους «αρμόδιους» των Βρυξελλών –προσωπικότητες κατώτερες των διεθνών εξελίξεων και απαιτήσεων– και οι δεσμεύσεις που αυτοβούλως ανέλαβε έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης η Τουρκία τον Οκτώβριο 2005 ενόψει των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Η Ελλάδα ενισχύεται, ετοιμάζεται και μεθοδικά προετοιμάζεται. Μεθοδικότερα ίσως απ’ ό,τι κάποιοι εντός των τειχών πιστεύουν. Η υβριδική επίθεση στα χερσαία σύνορά μας στον Εβρο και οι επιχειρήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Κύπρο απέκλεισαν οριστικά τον εφησυχασμό. Θα συνεχίσουμε να αιφνιδιάζουμε αναλαμβάνοντας διπλωματικές πρωτοβουλίες. Επενδύουμε στις ένοπλες δυνάμεις μας, που εκσυγχρονίζονται μετά σχεδόν μια δεκαετία. Αποκαθίσταται σταδιακά η ισορροπία, εάν δεχθούμε ότι είχε κλονισθεί.

Παρότι θέλω να πιστεύω ότι στην πράξη υπάρχει, απορία εν τούτοις προκαλεί η απουσία ομοψυχίας για τη στήριξη της προσπάθειας αυτής από του βήματος της Βουλής. Το διαπιστώσαμε κατά την κυρωτική της ελληνογαλλικής συμφωνίας συζήτηση. Θα επαναληφθεί άραγε και κατά την κύρωση της ελληνοαμερικανικής και των συνοδευτικών αυτής κειμένων; Πολύ θα βοηθούσε την προβολή ισχύος αν ο πολιτικο-κομματικός συμψηφισμός αλληλοκατηγοριών και ευθυνών –ουδείς αλάνθαστος άλλωστε– θελήσει να εξαιρέσει την άμυνα και την πολιτική εθνικής ασφάλειας.

Η «τέλεια συμφωνία» βρίσκεται μόνο στο πεδίο της ουτοπίας. Θα μπορούσαμε να την υπογράφαμε μόνοι μας χωρίς άλλον συμβαλλόμενο. Ομως, οι διαδοχικές συμφωνίες-ασπίδες που υπογράψαμε με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ είναι οι καλύτερες δυνατές στον συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και υπό τις δεδομένες περιστάσεις. Ευχής έργο θα ήταν οι δεσμεύσεις ασφαλείας –σαφείς και ολοκληρωμένες– που περιλαμβάνονται στην επιστολή του υπουργού Εξωτερικών Τόνι Μπλίνκεν και στο έγγραφο της κοινής δήλωσης Δένδια – Μπλίνκεν για τον τρίτο ελληνοαμερικανικό στρατηγικό διάλογο να περιληφθούν ως παραρτήματα της προς κύρωση συμφωνίας.

Ενισχύοντας την ασπίδα μας, ενισχύουμε την ειρήνη. Επένδυση στην ειρήνη είναι η σωστή, αποτρεπτική και αποτελεσματική προετοιμασία απόκρουσης κάθε απειλής. Το δίκαιο της ισχύος εφαρμόζεται μεταξύ ισχυρού και αδύναμου. Η ισχύς, όμως, του δικαίου υπάρχει μεταξύ ισοδύναμων.

Πολύ θα βοηθούσε την προβολή ισχύος αν ο πολιτικο-κομματικός συμψηφισμός αλληλοκατηγοριών και ευθυνών θελήσει να εξαι- ρέσει την άμυνα και την πολιτική εθνικής ασφάλειας.

Προσπαθούμε ταυτόχρονα να πείσουμε ότι οι συμφωνίες στρατηγικής συνεργασίας που υπογράφουμε με τη Γαλλία και με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν στρέφονται εναντίον κανενός τρίτου. Εις μάτην εν τούτοις, εφόσον η ίδια η Τουρκία σπεύδει να τις αναλύσει εκτιμώντας ότι άμεσα την αφορούν. Το διαλαλεί με οργή, με λυμένα τα φρένα κυριολεκτικά. Οπως άλλωστε θεωρεί ότι την αφορούν, ερμηνεύοντας ότι την απειλούν:

  • Η ενδυνάμωση του ισχύος, κύρους και της αξιοπιστίας της Ελλάδος.
  • Η ενίσχυση της ελληνικής άμυνας απέναντι στην πολεμική απειλή της Τουρκίας.
  • Η άρνησή μας να διευκολύνουμε τα δημοσιευμένα άλλωστε επιθετικά σχέδιά της και να αυτο-αφοπλισθούμε αρχίζοντας από τα νησιά μας (αποστρατιωτικοποίηση).
  • Η «αδελφική», κατά δηλώσεις των ηγετών τους, συνεργασία Αιγύπτου – Κύπρου – Ελλάδος και, βέβαια, η καταλυτική σύμπραξη Ισραήλ – Ελλάδος – Κύπρου με τη συμμετοχή και στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.
  • Η στενή αμυντική συνεργασία της Ελλάδος με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Η ρήτρα «διμερούς αμυντικής συνδρομής» στη σημαντική συμφωνία με τα Εμιράτα ήταν ο προάγγελος σειράς αναλόγων που ακολούθησαν.
  • Τα υπό διεργασία νέα σχήματα πολυγωνικών συνεργασιών που δρομολογούνται.

Η ελληνική διαδοχικών επιστρώσεων ασπίδα παίρνει μορφή. Θυμίζει την ασπίδα του ομηρικού Αίαντα: Το «φταβόδινο, χάλκινο σκουτάρι (ασπίδα) σαν πύργος φάνταζε στα χέρια του» «…σάκος ηΰτε πύργον χάλκεον επταβόειον…» (Ιλιάδα, Η, 220). Οχι εντελώς άδικα. Κοντά στην ομηρική Τροία (Ιλιον), στην Κίο (Γκιουλτσούκ) και στο Τσανάκαλε (Δαρδανέλλια) είναι οι σημαντικοί σταθμοί εκκίνησης του τουρκικού στόλου που στοχεύει στο Αιγαίο.

Υπήρχε το ερώτημα ως προς τις προθέσεις της Ουάσιγκτον και την πιθανότητα ενεργού αποτρεπτικής παρέμβασής της προκειμένου να αποφευχθεί πολεμική σύγκρουση μεταξύ δύο παραδοσιακών συμμάχων της στο ΝΑΤΟ. Δεν γνωρίζω αν σήμερα έχει παύσει να τίθεται στην Ελλάδα. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι μετά τη συμφωνία-σταθμό με τη Γαλλία και τη συμφωνία στρατηγικής συνέργειας με τις ΗΠΑ –η οποία επεκτείνεται πολύ πέραν των θεμάτων στρατιωτικής ασφάλειας– το μεγάλο και κρίσιμο ερώτημα μεταφέρθηκε εφεξής στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Γνωρίζουμε την απάντηση. Δεν αρκεί;