Άρθρο στην ιστοσελίδα ΕΘΝΟΣ.gr, 05/04/2017

Το Ηνωμένο Βασίλειο, νικήτρια δύναμη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, συγκαταλέγεται μεταξύ των Πέντε Μόνιμων Μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Θυμίζω ότι τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Γαλλία είχαν εξ αρχής φροντίσει να κατοχυρώσουν στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες ότι η ψήφος τους ως Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν προσδιορίζεται από την ιδιότητά τους ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή, η ιδιότητα και η ψήφος του Ηνωμένου Βασιλείου στο Σ.Α. κατισχύει της ιδιότητας και συμπεριφοράς του ως Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εν τούτοις, τόσο η Γαλλία όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο, ειδικά μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, προσπάθησαν να συνδυάσουν τις δυο ιδιότητες. Όχι όμως πάντοτε με επιτυχία. Ενίοτε είχαν μετωπική σύγκρουση. Όπως ακριβώς συνέβη τον Μάρτιο 2003 στο Συμβούλιο Ασφαλείας, κατά την κρίσιμη συνεδρίαση για την στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ και της‘’ Συμμαχίας των πρόθυμων ‘’ χωρών της προσφυώς αποκληθείσας τότε Νέας Ευρώπης στο Ιράκ.

Ας λάβουμε σοβαρά υπόψη και αυτή την διάσταση. Ως υπόθεση εργασίας, τη στιγμή αυτή βλέπω μόνο μια δυνατότητα. Η αποχώρηση του Λονδίνου από την Ένωση ενδέχεται να το οδηγήσει σε μια «απελευθερωμένη» από την ευρωπαϊκή πολιτική –όπου και εφόσον υπάρχει– οικουμενική των πραγμάτων θεώρηση. Όπως την υπαγορεύουν αποκλειστικά και μόνον τα βρετανικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, λόγος γίνεται την εποχή αυτή για τη σημασία που θα είχε για το Ηνωμένο Βασίλειο ένας στρατηγικός επαναπροσδιορισμός των σημαντικών ήδη σχέσεών του με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Επίσης, δεν αποκλείω να δούμε ενίσχυση των τάσεων ανεξαρτησίας του και σε θέματα που αφορούν στη ναυτιλία, στους υδρογονάνθρακες και στο Δίκαιο της Θάλασσας.

Να μην λησμονούμε επίσης ότι η Γηραιά Αλβιών είναι, μαζί με τη Γαλλία, η μόνη ευρωπαϊκή πυρηνική δύναμη του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πυρηνική αποτροπή είναι ένα βασικό στοιχείο ισχύος σε οικουμενικό επίπεδο.

Το Λονδίνο έχει μια καθαρή παράδοση και σαφή τάση συμμετοχής, αν δεν ηγείται, σε στρατιωτικές επεμβάσεις και επιχειρήσεις. Θα επιχειρηματολογούσα ότι δεν υπάρχει στρατιωτική εμπλοκή σε εστίες κρίσης και σύγκρουσης χωρίς συμμετοχή βρετανικών στρατευμάτων.

Άλλωστε, η Ουάσινγκτον γνωρίζει ότι στην Ευρώπη η Μεγάλη Βρετανία ήταν ανέκαθεν ο πυλώνας σχηματισμού «συμμαχίας των προθύμων» για κάθε στρατιωτική επέμβαση. Η σημασία του πολιτικο-στρατωτικού αυτοματισμού της Μεγάλης Βρετανίας –όπως έχει επιβεβαιωθεί στη σύγχρονη ιστορία– είναι στρατηγικής σημασίας και θεμελιώδης άξονας της επεμβατικής πολιτικής διαδοχικών Αμερικανών προέδρων.

Το δημοψήφισμα για αποχώρηση της 24ης Ιουνίου 2016, συνέπεσε χρονικά με τις εξαγγελίες της οιονεί Υπουργού Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Φεντερίκα Μογκερίνι για την νέα πολιτική ασφάλειας. Η αίσθηση μου είναι ότι δεν έλαβε υπόψη τις σοβαρές συνέπειες για την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας λόγω της απόφασης του Ηνωμένου Βασιλείου.

Επιπλέον, παρά την ριζική αναθεώρηση στόχων, δόγματος και δυνατοτήτων που χρειάζεται, η αποστολή του ΝΑΤΟ ως βασικού και εν πολλοίς αποκλειστικού περιφερειακού συστήματος ασφαλείας του διατλαντικού χώρου ενισχύεται μάλλον και δεν αποδυναμώνεται από το BREXIT. Η υλοποίηση της Βρετανικής εξόδου θα ενισχύσει περισσότερο την πολιτική και στρατηγική αξία της σημασίας του ΝΑΤΟ, ως αναντικατάστατου πυλώνα ασφάλειας και συλλογικής άμυνας σε χώρες όπως η Πολωνία και οι βαλτικές δημοκρατίες.

Αν θέλουμε να εξετάσουμε την σχέση αιτίου και αιτιατού, δηλαδή την σχέση μεταξύ των αιτιών και των αποτελεσμάτων τους, τότε δεν έχουμε παρά να αναλύσουμε αντίστοιχα και κατ’ αναλογίαν τις επιπτώσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση αφενός και στο ΝΑΤΟ αφετέρου της Ρωσικής εισβολής, κατοχής και προσάρτησης της Κριμαίας. Σήμερα το ΝΑΤΟ αποτελεί τον αναμφισβήτητο και μοναδικό πυλώνα ασφάλειας της Ευρώπης.Τούτο αναγνωρίζουν και αποδέχονται ακόμη και χώρες όπως η Γαλλία, που τηρούσαν ανέκαθεν επαμφοτερίζουσα θέση και θεώρηση.

H διαπίστωση αυτή συνδυάζεται άλλωστε και με την έλλειψη βούλησης των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποκτήσουν κοινή εξωτερική πολιτική στον υψηλότερο κοινό παρονομαστή.