Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Άμυνα & Διπλωματία“, τεύχος Δεκέμβριος 2018

  1. Η Ελλάδα αντιμετωπίζεται από την Αλβανία με βαθιά ριζωμένη καχυποψία ως μία «οιονεί εχθρική χώρα». Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, μπορούμε να προσθέσουμε ότι και η Αλβανία αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα με υπεροψία, αλλά και φόβο. Τα όσα συνέβησαν στους Βουλιαράτες στις 28 Οκτωβρίου 2018, το φονικό του  Έλληνα  υπηκόου  έξω από το χωριό, -κυρίως όμως η εξευμενιστική στάση του νότιου γείτονα της Αλβανίας- επιβεβαίωσαν για μια φορά ακόμη  την ορθότητα της πολιτικής  που εφαρμόζει  σταθερά σε σχέση με την Ελλάδα το αλβανικό κράτος. Συνοψίζεται στη φράση «Στις ελληνοαλβανικές σχέσεις η Αλβανία  πρέπει πάντοτε να  δείχνει ότι είναι ο ισχυρός παίκτης». Τούτο δε ανεξαρτήτως καθεστώτος, κυβερνήσεων και πρωθυπουργών. Κάποιες εξαιρέσεις από τον  κανόνα υπήρξαν τα τελευταία 30 χρόνια. Δεν είναι όμως δυνατόν να τον ανατρέψουν.

Την πολιτική αυτή της Αλβανίας υπηρετεί και προωθεί, με αξιοθαύμαστη ομολογουμένως αποτελεσματικότητα, επιτυχία και συνέπεια ο πρωθυπουργός της κύριος Έντι Ράμα. Όπως μάλιστα κατέδειξαν και οι εμφανείς δημόσιες -κυρίως όμως οι υπόγειες-  συνεννοήσεις  και αντιδράσεις μπορεί πάντοτε να υπολογίζει και στην εκούσια -ή λόγω αφελείας- χείρα βοηθείας δομών της Πολιτείας μας σε συνδυασμό με την έλλειψη πολιτικής συνεννόησης και συνοχής. Επίσης, την  ιδεολογική-κομματική ταυτότητα και φόρτιση που προσδιορίζουν την πολιτική μας  θέση, δράση και αντίδραση.

Διαφωνώ ριζικά, κατά συνέπεια, με όσους σπεύδουν συχνά να ερμηνεύσουν τις ενέργειες και αντιδράσεις του Αλβανού πρωθυπουργού με προσωπογραφικά ή ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά. Ας λάβουμε υπόψη ότι η δημοτικότητά του Σοσιαλιστικού Κόμματος  είναι στα ύψη  ακόμη και στα μέρη που ζει σημαντικό τμήμα της Ελληνικής Μειονότητας, δηλαδή στη Δρόπολη και στους Αγίους Σαράντα. Έναντι της Ελλάδος,  ο πρωθυπουργός κ. Έντι Ράμα δείχνει διαχρονικά  σταθερότητα, αυτοπεποίθηση μέχρι βαθμού αλαζονείας, πυγμή, αποφασιστικότητα και συνέπεια.  Χαρακτηριστικά που  μοιάζουν  -διαχρονικά και σταθερά- να λείπουν από την, έναντι της Αλβανίας, πολιτική της Ελλάδος. Απουσιάζουν η πολιτική αποφασιστικότητα, η συνέπεια και η συνέχεια. Στην έκφραση της πολιτικής αυτής των Τιράνων, ο πρωθυπουργός της Αλβανίας κάθε άλλο παρά μόνος του είναι. Παρά τις αδυναμίες τους, η πολιτική των Αλβανών  γειτόνων μας δεν εξαρτάται από την κομματική  ταυτότητα ή το όνομα των Πρωθυπουργών. Έχει συνέχεια. Και στηρίζεται σε καθαρές θέσεις έναντι της Ελλάδος. Αυτό είναι ένα καθαρό συμπέρασμα  στο οποίο έχω καταλήξει εδώ και δεκαετίες.

Ας μην αιφνιδιαστούμε και απορήσουμε, διότι -ανεξαρτήτως της διαφοράς ισχύος, πολιτικής, οικονομικής και αμυντικής- τα, κατά τεκμήριο ή θεωρία, «αδύναμα» Τίρανα έχουν κατορθώσει να επιβάλλουν στην «ισχυρή Ελλάδα» τη δική τους γραμμή, θέση και πολιτική. Ακόμη δε και το δικό τους χρονοδιάγραμμα στην εξέλιξη και διαμόρφωση των σχέσεων. Το υπογράμμισε  άλλωστε ο κ. Έντι Ράμα με επανειλημμένες δηλώσεις του την τελευταία διετία. Η Ελλάδα, ώριμος και «Ευρωπαίος» γείτονας που αρέσκεται να κοιτάζει συχνά αφ’ υψηλού  τους Αλβανούς και τα Τίρανα,  άνοιξε την θύρα εισόδου της  Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Καυχιέται μάλιστα ότι κατόρθωσε να παρακάμψει τις αντιστάσεις και επιφυλάξεις πολλών εταίρων. Το 2018, δυστυχώς, έχει πολλά κοινά σημεία με το 2014 , το 2013 και με το 2010. Δίδουμε, χωρίς να λαμβάνουμε. Η ιστορία, δυστυχώς, επαναλαμβάνεται. Η ιστορία της συνέχειας των εσφαλμένων χειρισμών  των Αθηνών, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, κυβερνητών και κομμάτων, έχει μία αξιοθαύμαστη συνέπεια και συνέχεια… Παραμένει η μόνη σταθερά στις ευμετάβλητες και εύθραυστες σχέσεις μας.

  1. Πιστεύω στην κεντρική σημασία και βαρύτητα των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Γνωρίζω ότι η θέση αυτή δεν είναι δημοφιλής στην Ελλάδα. Προφανώς, ούτε στην Αλβανία! Όσο μάλιστα περνά ο καιρός και οι δράσεις και αντιδράσεις των κυβερνητών των Τιράνων ξεπερνούν το όριο της  ανοχής και καρτερίας, τόσο -αντίστοιχα- μειώνεται η εμβέλεια και η πειστικότητα των φωνών των λίγων πλέον που σταθερά προωθούμε, εδώ και χρόνια, την ανάγκη να κλείσουμε τα ανοικτά  κεφάλαια  του παρελθόντος  και να κοιτάξουμε στο μέλλον. Ειδικά με την Αλβανία. Παρά τις αντιστάσεις που υπάρχουν εδώ, οι στενότερες σχέσεις της Ελλάδος με την Αλβανία και τον αλβανικό παράγοντα   αποτελούν  εν τούτοις  θεμελιώδη όρο για την ενίσχυση της θέσης της χώρας μας στα Βαλκάνια. Αλλιώς θα παραμένουμε μετέωροι. Θα σταθώ σε δύο επισημάνσεις :

– α) Στη σημασία που έχουν για την Ελλάδα οι σχέσεις μας με την γειτονική Αλβανία και με τον αλβανικό παράγοντα στα Βαλκάνια. Δηλαδή με τους Αλβανούς της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας  και με τη Δημοκρατία του Κοσόβου. Πάντοτε όμως υπό δύο αυτονόητες μεν, αλλά καλόν είναι να τις επαναλάβουμε προϋποθέσεις: πρώτον, πρέπει να ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της Ελλάδος και όχι τρίτων και, δεύτερον, πρέπει να αναδειχθεί  -κυρίως δε να γίνει αντιληπτή- η ειδική βαρύτητα  και η  σημασία που έχει η Ελλάδα για την Αλβανία και για τον αλβανικό παράγοντα στα Βαλκάνια. Αυτό αφορά, κυρίως, στους στόχους, στην πειθώ και στις δυνατότητες της Ελλάδος.

Θα ευχόμουν η -απομακρυσμένη σήμερα- ημερομηνία διευθέτησης των συμβατικών σχέσεων μας με την Αλβανία να  μπορούσε να σηματοδοτήσει και την -εξίσου απομακρυσμένη  σήμερα- αναθεώρηση της πολιτικής μας έναντι της Δημοκρατίας του Κοσόβου. Ένα ανεξάρτητο κράτος το οποίο η Ελλάδα δεν έχει μέχρι τώρα αναγνωρίσει. Σημειωτέον ότι, σήμερα, το ανεξάρτητο Κόσοβο και η Σερβία, από την οποία αποσχίσθηκε, έχουν το καλύτερο επίπεδο σχέσεων τουλάχιστον  σε επίπεδο ηγεσίας (πρόεδροι Χασίμ Θάτσι και Αλεξάνταρ  Βούτσιτς). Μεταξύ τους,  όπως άλλωστε συμβαίνει και με τις προσωπικές σχέσεις των κυρίων  Έντι Ράμα και Αλεξάνταρ Βούτσιτς, υπάρχει απόλυτη εμπιστοσύνη και κοινό συμφέρον. Προσβλέπουν μάλιστα σε μία βαρύνουσας σημασίας Συμφωνία περί ανταλλαγής εδαφών και αλλαγής των διεθνών συνόρων.  Η Σερβία έχει άλλωστε αντιληφθεί ότι  η αναπροσαρμογή των ζωνών επιρροής της SHQIPERIA ΚOMBETAR («Εθνική Αλβανία») δεν σημαίνει υποχρεωτικά και αλλαγή συνόρων. Απλά, όπως πολλοί Αλβανο-Κοσοβάροι και όλοι οι Αλβανοί επιθυμούν, το χρώμα της  μεθοριακής γραμμής  Αλβανίας -Κοσόβου, προϊόντος του χρόνου, θα είναι εντελώς  δυσδιάκριτο, θα σβήσει…

  • β) Στην υπογράμμιση της  ευθύνης  συγκεκριμένων πολιτικών της Αλβανίας για την  άσχημη τροπή των σχέσεων μας τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, μετά την πολιτική μεθόδευση, τον Ιούλιο του 2009, της δικαστικής ακύρωσης της Συμφωνίας  για τις Θαλάσσιες Ζώνες και την Α.Ο.Ζ. Οι πραγματικοί λόγοι ακύρωσής της  έχουν  αποκαλυφθεί στην Αλβανική Βουλή. Η αρνητική παρεμβολή της Τουρκίας στις ελληνοαλβανικές σχέσεις είναι εμφανής. Η  κυβέρνηση των Τιράνων, σε όλα τα στάδια  των διμερών μας διαπραγματεύσεων από το Φεβρουάριο του 2016, τηρούσε αναλυτικά ενήμερη σε υψηλό πολιτικό επίπεδο την Τουρκία. Επιπλέον, η  Τουρκία προσφέρει τεχνική και νομική υποστήριξη στην Αλβανία. Ειδικώς, σε σχέση με την νέα Συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες σε σύγκριση με την υποδειγματική Συμφωνία που υπογράψαμε το 2009. Εναπόκειται τώρα να ξεκαθαρίσουν, αν επιθυμούν να  τους αντιμετωπίζει η Ελλάδα σαν την γειτονική Αλβανία ή σαν το μακρύ χέρι μίας νευρικής, επιθετικής και αναθεωρητικής  Τουρκίας, η οποία ολοένα και περισσότερο απομακρύνεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Να προσθέσω ότι πρέπει και εμείς να κάνουμε την αυτοκριτική  μας, καθόσον η Συμφωνία του 2009  ουδέποτε  ήλθε  τότε προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων από δύο διαδοχικές κυβερνήσεις μας. Γιατί;

Ευθύνη για την τροπή των σχέσεων όμως έχει και η Ελλάδα. Αφήσαμε ορισμένα θέματα να  χρονίσουν και να επιβαρύνουν  την ατμόσφαιρα. Επωφελήθηκαν τρίτοι (Τουρκία), οι οποίοι προωθούν τα δικά τους συμφέροντα. Έχω επανειλημμένα  επισημάνει τις ερμηνείες που δίδονται από την Αλβανία, για παράδειγμα λόγω  της έλλειψης σαφήνειας ειδικά ως προς τον νομικό χαρακτήρα της ισχύος της άρσης του λεγομένου «Εμπολέμου». Επίσης, για την άρνησή μας, στα 20 χρόνια  ισχύος του διμερούς Συμφώνου του 1996, να υπογράψουμε από κοινού -στο ίδιο δηλαδή πρωτόκολλο- τα πρακτικά συντήρησης των σημαδιών  οριοθέτησης (των λεγομένων πυραμίδων) της κοινής μας μεθορίου. Τροφοδοτούμε έτσι και ενισχύουμε την, ούτως ή άλλως υπαρκτή, εχθρότητα και καχυποψία.

  1. Κεντρική σημασία για την Ελλάδα θα έπρεπε να έχει η Ελληνική Εθνική Μειονότητα στην Αλβανία. Είναι σήμερα η μόνη συμπαγής Ελληνική Μειονότητα σε όμορη χώρα. Με ερωτούν συχνά: είναι δυνατόν οι σχέσεις μας με την Αλβανία να εξαρτώνται από το καθεστώς της Μειονότητας; Η απάντησή μου είναι, ναι. Δεν είναι συμπτωματικές οι συστηματικές προσπάθειες των Τιράνων να αποδομήσουν την Ελληνική Εθνική Μειονότητα στην Χειμάρρα. Το καθεστώς και το νομικό πλαίσιο  του Ενβέρ Χότζα  για  αυθαίρετο περιορισμό της Ε.Ε.Μ. σε ορισμένες «γεωγραφικές ζώνες» αποκλειστικά (αποκλείονται η Χειμάρρα και η Κορυτσά)  διέπει ακόμη και  σήμερα το καθεστώς της στη  σύμμαχο στο ΝΑΤΟ και υποψήφια για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την ολόθυμη στήριξη της Ελλάδος, Αλβανία.

Ταυτόχρονα όμως  περίεργη και ανεξήγητη, με πολιτικούς όρους, και αμφιλεγόμενη θα χαρακτήριζα και την αρνητική στάση  κάποιων πολιτικών  ενοίκων του υπουργείου  Εξωτερικών στην  Αθήνα που αρέσκονται να  αντιμετωπίζουν «αφ’ υψηλού» ή να αγνοούν επιδεικτικά  το Κόμμα της Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το μόνο Κόμμα στην Αλβανική Βουλή που, παρά τα προβλήματα και την κρίση, είναι σε θέση και εκφράζει αυθεντικά τα προβλήματα και τις προσδοκίες της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας.  Σφάλλουν  σήμερα, όπως έσφαλλαν και κάποιοι προκάτοχοί τους στο παρελθόν.

Τα σφάλματα είναι το μόνο πεδίο στο οποίο υπάρχει συνέχεια και συνέπεια στην άσκηση της έναντι της Αλβανίας πολιτικής  στην Αθήνα…

  1. Στις 28 Αυγούστου 2018, συμπληρώθηκαν 31 χρόνια από την άρση της εμπόλεμης κατάστασης (το «Εμπόλεμο») με την Αλβανία. Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου με πρόταση του ιστορικού πρωτεργάτη των ελληνοαλβανικών σχέσεων Κάρολου Παπούλια  προέβη στην ενέργεια αυτή με Κυβερνητική Απόφαση. Η Απόφαση αυτή δεν έλαβε εν τούτοις  τον τύπον του Νόμου. Κύρια παρενέργεια ήταν να παραμείνουν σε ισχύ συγκεκριμένοι νόμοι  που αφορούν κυρίως στην απόδοση στους νόμιμους δικαιούχους  (Αλβανούς πολίτες) των λεγομένων  «Περιουσιών που ετέθησαν υπό τη Μεσεγγύηση  του Ελληνικού Δημοσίου» ήδη από τον Οκτώβριο του 1940. Οι περιουσίες αυτές δεν ανήκουν ούτε αφορούν στους Τσάμηδες.

Το Μάϊο του 1996, υπεγράφη  το Σύμφωνο Φιλίας ,Συνεργασίας και Καλής Γειτονίας  της Ελλάδος  με την  Αλβανία από τους υπουργούς Εξωτερικών Θόδωρο Πάγκαλο και Μπεσνίκ Μουσταφάϊ επί πρωθυπουργών Κώστα Σημίτη και  Σάλι Μπερίσα. Προ μηνών, ήμαστε κοντά στην ολοκλήρωση  ενός  νέου αναθεωρημένου Συμφώνου που θα επιχειρήσει να άρει τις παρερμηνείες, να δώσει απαντήσεις και λύσεις, όπου τούτο είναι εφικτό, και να αποτελέσει τον οδηγό και την βάση αναφοράς  για το μέλλον και βέβαια το παρόν στις δύο γειτονικές χώρες. Αυτός είναι ο στόχος.

  1. Η βούληση για την επίλυση των πραγματικών προβλημάτων με την Αλβανία δεν είναι σημερινή. Ήταν η πολιτική πολλών ελληνικών κυβερνήσεων, τα τελευταία 20 χρόνια. Είναι αλήθεια ότι, το 2016, άρχισε μια προσπάθεια επίλυσης των εκκρεμοτήτων μέσω ενός «πακέτου». Θεωρώ ότι αυτή η προσπάθεια, τουλάχιστον στο επίπεδο του σχεδιασμού, ήταν σωστή. Ωστόσο, στην πορεία της, είδαμε να κάνουμε μονομερείς παραχωρήσεις -παροχές τις λέω εγώ- στην Αλβανία, χωρίς αντίστοιχα ανταλλάγματα. Η σημαντικότερη ήταν η συναίνεσή μας για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας με την Ε.Ε., η οποία αποτελεί μια κακή επιλογή, καθώς έγινε χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Δεν θέλω να πιστέψω τα όσα μου είπε το πλέον αρμόδιο στέλεχος της αλβανικής κυβέρνησης: ότι η Αθήνα, ως αντάλλαγμα, ζήτησε την στήριξη των Αλβανών της πΓΔΜ στην Συμφωνία των Πρεσπών. Δυστυχώς, έχουμε μια συνέχεια κακών επιλογών, διότι το 2014, επί Ελληνικής Προεδρίας της Ε.Ε., συναινέσαμε άνευ όρων και προϋποθέσεων στην επιλογή της Αλβανίας ως  υποψήφιας προς ένταξη χώρας. Προφανώς είμαι υπέρ των διπλωματικών/πολιτικών «παροχών», αλλά με  ανάλογα ανταλλάγματα τα οποία θα είναι συμφωνημένα, γραπτά και εγκεκριμένα από την αλβανική Βουλή, ειδάλλως  η εμπειρία μας δείχνει ότι η Αλβανία θα  βρει  τρόπους υπαναχωρήσει. Εξηγώ γιατί.

Η Αλβανία δείχνει να μην ανταποκρίνεται  στις ενέργειες και πρωτοβουλίες της Ελλάδας, ακριβώς επειδή θεωρεί ότι η Ελλάδα, όταν προσφέρει κάτι χωρίς να ζητά αντάλλαγμα, το κάνει επειδή είναι σε θέση αδυναμίας ή έστω αφελούς μεγαλοθυμίας. Δεν έχει σημασία τι πιστεύουμε εμείς, αλλά τι συμπεριφορά δείχνουμε. Στις σχέσεις μας με την Αλβανία, διαχρονικά, συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε σε θέση αδυναμίας, προφανώς όχι στρατιωτικής ή αμυντικής. Εννοώ ότι για κάποιους λόγους, που  μπορώ να εξηγήσω,  η Ελλάδα δείχνει διαρκώς ότι είναι σε θέση πολιτικής και διαπραγματευτικής αδυναμίας.

Απέναντι στην Αλβανία έχουμε δύο αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα αυτό της απόλυτης υπεροχής, της αλαζονικής συμπεριφοράς που συνοψίζεται στην φράση «είναι Αλβανός»  και, ταυτόχρονα, της ανασφάλειας και του  φόβου.

Η καχυποψία είναι υπαρκτή και στις δύο χώρες. Ωστόσο στην Αλβανία είναι η κυρίαρχη παράμετρος, η οποία άλλωστε επηρεάζει καταλυτικά τις διμερείς σχέσεις. Ξεκινά από το πολιτικό κατεστημένο της Αλβανίας, ειδικά δε στις κυβερνήσεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος, παλαιά  στελέχη και θέσεις του οποίου  αποτελούν την προέκταση  της νοοτροπίας  του Εργατικού Κόμματος του  Ενβέρ Χότζα. Θα μπορούσα να πω ότι οι σχέσεις μας είναι πιο προβλέψιμες, όταν κυβερνά το Δημοκρατικό Κόμμα στην Αλβανία, αλλά αυτό θα πρέπει να το βάλουμε μέσα στη ζυγαριά πολλών παραμέτρων. Στις τελευταίες εθνικές εκλογές το Σοσιαλιστικό Κόμμα του πρωθυπουργού  κ. Έντι  Ράμα πήρε ποσοστό άνω του 50% στις περιοχές που ζει η ελληνική μειονότητα στην Δρόπολη .

  1. Έτοιμο προς υπογραφή βρισκόταν εδώ και καιρό το αναθεωρημένο, εκσυγχρονισμένο και μεταλλαγμένο Σύμφωνο Φιλίας που θα επιχειρήσει να άρει την καχυποψία και τις εκατέρωθεν ερμηνείες και παρερμηνείες, αποτελώντας συνάμα τον θεμελιώδη χάρτη των σχέσεων των δύο γειτονικών χωρών.

 

Εδώ και μήνες, ήδη από τον  Απρίλιο  του 2018, είχα δημόσια επισημάνει την ανάγκη να μετριάσουμε  την αισιοδοξία που εξέπεμπαν επίσημα χείλη. Δεν γνωρίζω τους λόγους. Επιπολαιότητα, ματαιοδοξία ή σκοπιμότητα; Επίσης, προεξοφλώ ότι  το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με την Αλβανία  θα προσκρούσει στην εντελώς αρνητική διάθεση της κοινής γνώμης στην Ελλάδα. Ειδικά, τη στιγμή αυτή. Επιπλέον, για λόγους που αφορούν στην έλλειψη έγκαιρης και πλήρους ενημέρωσης των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, της αξιωματικής αντιπολίτευσης συμπεριλαμβανομένης, και του διχαστικού πολιτικού κλίματος που επέβαλαν συγκεκριμένες  κυβερνητικές πρωτοβουλίες . Θα ήταν δύσκολο να πιστεύει κανείς ότι η διαμόρφωση της πολυπόθητης εθνικής συνεννόησης είναι εφικτή στις σημερινές συνθήκες . Η πολιτική συνεννόηση δεν είναι περιστασιακή και αποσπασματική. Με δεδομένη τη μετωπική  σύγκρουση της κυβέρνησης με την αντιπολίτευση και την κατηγορηματική αντίθεση της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης  στην Συμφωνία των Πρεσπών, μπορούμε να προδικάσουμε ότι ακριβώς ανάλογη τύχη θα έχει και το προϊόν/αποτέλεσμα των, εν εξελίξει, διαπραγματεύσεων με τα Τίρανα.

 

Συμπερασματικά, υπό τις σημερινές συνθήκες, η σύντομη ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθηνών και Τιράνων εκτιμώ ότι δεν είναι εφικτή. Ο μελλοντικός βηματισμός της Αθήνας θα πρέπει να συγχρονισθεί με την ολοκλήρωση των  τριών σταδίων που κατά κανόνα απαιτούνται  σε σχέση με την Αλβανία: υπογραφή, κύρωση, εφαρμογή. Επιπλέον, ας μην απορήσουμε, αν και η νέα Συμφωνία για την Α.Ο.Ζ., όταν και εφόσον υπογραφεί, παραπεμφθεί και αυτή στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας. Σήμερα, το Δικαστήριο έχει παραλύσει λόγω της  άρνησης του Προέδρου της Αλβανίας κ. Ιλίρ Μέτα να ορίσει τους δικαστές. Έχουμε, δηλαδή, την επανάληψη με διαφορετικούς παίκτες – πιθανώς όμως με τα ίδια κίνητρα- του θεσμικού σκηνικού που  προκάλεσε την ακύρωση της Συμφωνία του 2009 για την Α.Ο.Ζ.

 

Στο, πλαίσιο αυτό, ας  τονίσουμε, υπό τη μορφή γενικής παραίνεσης, ότι  η πλήρης και άνευ προϋποθέσεων εφαρμογή των Συμφωνιών που έχουμε την πρόθεση να υπογράψουμε με την γειτονική μας Αλβανία σκόπιμο είναι να ενσωματωθεί στις προϋποθέσεις  προόδου των ενταξιακών σχέσεών της με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόσφατη εμπειρία δείχνει ότι το «δούναι και λαβείν» με την Αλβανία διαπιστώνεται στην εφαρμογή και όχι κατά την υπογραφή των Συμφωνιών.

  1. Εν τούτοις, παρά τα προβλήματα και τις αντιστάσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν και θα υπάρχουν ανεξαρτήτως των συμβατικών κειμένων που υπογράφονται, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Αλβανία, οφείλουμε να κοιτάξουμε μπροστά, έχοντας όμως σταθερή πορεία. Να ακολουθήσουμε σταθερή πολιτική, χωρίς περιττούς ενθουσιασμούς, μεγάλες προσδοκίες και εξίσου μεγάλες απογοητεύσεις. Διότι η επιστροφή στο παρελθόν και η οπισθοδρόμηση, που συχνά συνοδεύονται με συνθήματα περί εδαφικών διεκδικήσεων στην Αλβανία κυρίως, αλλά και από κάποιους στην Ελλάδα ειδικά όταν οι σχέσεις μας διέρχονται στάδια υπερθέρμανσης, δεν συνιστά λογική επιλογή. Ούτε λύση. Μόνο προβλήματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το παρελθόν στα Βαλκάνια βαραίνει. Βαραίνει  όμως  περισσότερο, όταν αποφασίζουμε να δώσουμε προτεραιότητα στο μέλλον. Αυτό ακριβώς σήμερα συμβαίνει στις περίπλοκες και επιβαρυμένες σχέσεις μας, ειδικά μετά το φονικό στους Βουλιαράτες, με την Αλβανία.

Η τακτοποίηση  των εκκρεμοτήτων μας με τη γειτονική Αλβανία αποτελεί συνθήκη αναγκαία προκειμένου  οι συμβατικές μας σχέσεις να ανταποκρίνονται στις  απαιτήσεις, στις ανάγκες και στις προκλήσεις του 21ου αιώνα. Καμία όμως Συνθήκη και Συμφωνία δεν πρόκειται αφ’ εαυτής να καλύψει το κενό, την απόσταση θα έλεγα ορθότερα, που η έλλειψη εμπιστοσύνης  χωρίζει τις δύο γειτονικές χώρες. Κυρίως δε τις πολιτικές ηγεσίες, τις γνωστές δομές και τα  «εύφλεκτα» μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Ας μη θεωρήσουμε ως περιστασιακή ή συναισθηματική την ενορχηστρωμένη, από την σοσιαλιστική κυβέρνηση της Αλβανίας, γενικευμένη επίθεση κατά της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας και συλλήβδην των Ελλήνων με αφορμή τους Βουλιαράτες. Μάλιστα ακούσαμε τώρα και τον πρωτοφανή χαρακτηρισμό «ψευδο-Ελληνες» από τον σοσιαλιστή πρώην Πρωθυπουργό  και υπουργό Άμυνας της γειτονικής μας χώρας.  Η  συγκεκριμένη δράση και αντίδραση των Τιράνων αποτελεί πράξη βαθιά πολιτική. Δεν είναι περιστασιακή. Θα επαναληφθεί σε πρώτη ευκαιρία. Είτε στην Δρόπολη είτε στη Χειμάρρα. Ενισχυμένη και με περισσή αυτοπεποίθηση  μάλιστα  από την αδράνεια και την κατευναστική στάση των Αθηνών μετά το φονικό στους Βουλιαράτες.

  1. Συγκεκριμένοι πολιτικοί ηγέτες  των Τιράνων επέλεξαν συστηματικά,  την τελευταία εικοσαετία, να προκαλέσουν  οξύτητα στη Χειμάρρα. Επεδίωξαν τη ρήξη και την πόλωση. Προκάλεσαν κάποια αντίδραση της Ελλάδος και το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόνο όσοι δεν έχουν ζήσει ή επισκεφθεί έστω την ιστορική αυτή πόλη  αδυνατούν να καταλάβουν τη θεμελιώδη της σημασία και τον καταλυτικό της ρόλο στο πλέγμα των σχέσεων μεταξύ της Ελλάδος και της Αλβανίας.

Η οικονομική  της σημασία είναι σημαντική. Όλες οι επιχειρήσεις στην παραλιακή ζώνη, πάνω από 200, ανήκουν σε μέλη της Μειονότητας και, το καλοκαίρι ιδίως, εξασφαλίζουν πάνω από 3.000  θέσεις εργασίας σε πολίτες της Αλβανίας.

 

Η  Αλβανία, πιστή  στο δόγμα του Ενβέρ Χότζα, δεν αναγνωρίζει τον Ελληνισμό της Χειμάρρας ως Εθνική Μειονότητα. Ο νέος Νόμος περί Μειονοτήτων (εθνικών κοινοτήτων) απαιτεί περίπλοκη διαδικασία και έκδοση διοικητικής πράξης  -σχεδόν  συμβολαιογραφικής- για τον  αυτοπροσδιορισμό των μελών μια  εθνικής μειονότητας. Κάθε άλλο παρά τυχαίες είναι οι συστηματικές προσπάθειες διαδοχικών  κυβερνήσεων  των Τιράνων-με ορισμένες εξαιρέσεις- να γκρεμίσουν μέσω των επιλεκτικών κατεδαφίσεων των περιουσιών  την Ελληνική Μειονότητα στη Χειμάρρα.

 

Ευθύνη όμως διαχρονικά, με ορισμένες  εξαιρέσεις, έχουν και κυβερνήσεις των Αθηνών, πολιτικά κόμματα, πολιτικοί και, βέβαια, συγκεκριμένες δομές. Η οδυνηρή πολιτική  διάσπαση της Μειονότητας  με την προ ετών δημιουργία ενός  νέου κόμματος με στόχο τη μείωση της δύναμης του ιστορικού ΚΕΑΔ (Κόμμα Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) και της ίδιας της ΟΜΟΝΟΙΑΣ έχει πολιτικούς, κομματικούς και διπλωματικούς  αναδόχους  και στην Αθήνα. Όταν η κυβέρνησή μας επισήμως ενημερώνει τα Τίρανα -όπως δυστυχώς έγινε- ότι αποστασιοποιείται από τις επιλογές της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και του ΚΕΑΔ στη Χειμάρρα, τότε ποια συμφέροντα εξυπηρετεί;

 

Έρχομαι τώρα στο ζήτημα της λεγόμενης «ανάπλασης» της παραλιακής ζώνης της Χειμάρρας που, κατά τα Τίρανα, «επιβάλλει» και τις κατεδαφίσεις ιδιοκτησιών  που ανήκουν σε επώνυμα στελέχη της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας. Η αυθαιρεσία δεν είναι αποδεκτή. Η αντιμετώπιση και, πιθανώς, μία ρεαλιστική λύση  που προϋποθέτει  την συναίνεση των δικαιούχων  δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στο  ακόλουθο συνεκτικό και  συγκροτημένο τρίπτυχο:

 

– α) Απόδοση των τίτλων των περιουσιακών στοιχείων (τίτλοι ιδιοκτησίας) στους δικαιούχους. Ο γηγενής ελληνισμός της Χειμάρρας έχει ιδιόκτητη ακίνητη περιουσία  που αποκτήθηκε, πριν ακόμη από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία (έγινε στην Αυλώνα τον Νοέμβριο του 1912 και αναγνωρίσθηκε από τις  Μεγάλες Δυνάμεις τον Ιούλιο 1913).

 

– β) Συμμετοχή των δικαιούχων-τιτλούχων μελών της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στο επιχειρησιακό και επιχειρηματικό σχέδιο (business plan) της λεγομένης «ανάπλασης», ώστε να αισθανθούν ότι είναι συνιδιοκτήτες και συμμέτοχοι του Σχεδίου και όχι αποκλεισμένοι.

 

  • γ) Η αποζημίωση για τις  ενδεχόμενες αναγκαστικές απαλλοτριώσεις  της ακίνητης περιουσίας των μελών της Ελληνικής Μειονότητας θα πρέπει να γίνει με βάση τις τρέχουσες τιμές της αγοράς ακινήτων στην Χειμάρρα . Όχι με αυθαίρετο καθορισμό δήθεν  αντικειμενικών αξιών που καμία σχέση δεν έχουν -υπολείπονται σαφώς-με τις πραγματικές τιμές στην τοπική  και περιφερειακή αγορά των ακινήτων.

Η Ελληνική Εθνική Μειονότητα στην Αλβανία, ειδικά δε στη Χειμάρρα, θα έπρεπε να αποτελεί το κύριο μέλημα της Ελλάδος στο πλέγμα των διμερών μας σχέσεων. Είναι έτσι; Πότε είναι η τελευταία φορά που ο υπουργός Εξωτερικών της «ισχυρής» Ελλάδος επισκέφθηκε τη Χειμάρρα; Εδώ λοιπόν, ακριβώς, ήλθα στο παρελθόν αντιμέτωπος, στην Ελλάδα, με εκείνους που καλόπιστα θέτουν το ερώτημα  «μα είναι δυνατόν οι σχέσεις μας με την Αλβανία να εξαρτώνται από το καθεστώς της Μειονότητας στην Χειμάρρα»; Η απάντησή μου τότε ήταν ΝΑΙ. Σήμερα, 19 χρόνια αργότερα, είναι πάλι ΝΑΙ. Ειδικά στην Χειμάρρα.

  1. Σε μερικούς μήνες, έχουμε κρίσιμες για την πολιτική έκφραση της Εθνικής Μειονότητας εκλογές στην Αλβανία. Θεμελιώδης πολιτική προσέγγιση θα έπρεπε να ήταν η, εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης και των πολιτικών κομμάτων, στήριξη προς το Κόμμα της Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΚΕΑΔ). Προφανώς, Βορειοηπειρώτες βουλευτές ψηφίζονται  και στα υπόλοιπα κόμματα της Αλβανίας (Δημοκρατικό, Σοσιαλιστικό κ.λπ.),  αλλά το κόμμα που εκπροσωπεί αυθεντικά  τη Μειονότητα είναι μόνο το ΚΕΑΔ. Δεν έχουμε παρά να αναδείξουμε τον τρόπο που ψηφίζουν οι ομογενείς βουλευτές σε όλα τα ζητήματα που είτε αφορούν στην Μειονότητα είτε στις σχέσεις της Αλβανίας με την Ελλάδα. Η τελευταία φορά που υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας συναντήθηκε με τον  πρόεδρο του κόμματος   ήταν πριν από δύο χρόνια. Δηλαδή, έχουν μεσολαβήσει εθνικές εκλογές, ενώ έρχονται δημοτικές και περιφερειακές εκλογές,  το Μάϊο του 2019, οι οποίες θα είναι καθοριστικές για το μέλλον των  υποψηφίων  ομογενών στην Δρόπολη, στους Αγίους Σαράντα και στη Χειμάρρα. Όταν η  Αθήνα, προφανώς για να ικανοποιήσει τα Τίρανα, δεν συνεννοείται με το ΚΕΑΔ  και δεν στηρίζει τις επιλογές του, κυρίως στη Χειμάρρα, τότε υπονομεύει τα διαπραγματευτικά πλεονεκτήματά της στο πλέγμα των διμερών σχέσεων. Εύχομαι, ειδικά τη στιγμή αυτή,  η δυσάρεστη αυτή παρένθεση να κλείσει.
  2. Μερικές σκέψεις τώρα για το φονικό στους Βουλιαράτες.  Δεν ήμουν παρών και δεν υπάρχουν άλλοι αυτόπτες μάρτυρες, πέραν των ειδικών δυνάμεων της αλβανικής αστυνομίας που ήλθαν, ειδικά, από τα Τίρανα. Συνεπώς, δεν θα ήθελα να μπω στη λογική του να αναζητήσουμε τι ακριβώς συνέβη. Όμως, το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε έναν Έλληνα νεκρό, την ημέρα που στο κοιμητήριο στους Βουλιαράτες, Έλληνες και Αλβανοί επίσημοι μαζί, τίμησαν του Έλληνες νεκρούς που έπεσαν το 1940-1941 στον αγώνα κατά του φασισμού και του ολοκληρωτισμού. Θυμίζω, δε ότι, εκείνη την περίοδο του πολέμου, ο ελληνικός στρατός χαιρετίστηκε απ’ όπου κι αν πέρασε στην Αλβανία. Στους Βουλιαράτες είχαμε δύο συμβάντα τα οποία, παρότι απέχουν περίπου 78 χρόνια, έχουν πολλά κοινά σημεία: το 1940-41 η Αλβανία ήταν εχθρική προς την Ελλάδα χώρα. Χρειάστηκαν 77 χρόνια για να επιτρέψει η –εταίρος και σύμμαχος στο ΝΑΤΟ- σημερινή Αλβανία την αναζήτηση και τον ενταφιασμό των οστών των Ελλήνων πεσόντων. Επίσης, χρειάστηκαν δέκα μέρες, για να δοθεί η σορός του φονευθέντος ομογενή στην οικογένειά του. Θα έλεγα ότι η Αλβανία ακόμα και σήμερα δείχνει να φοβάται τους νεκρούς μας. Επειδή είναι Έλληνες και όχι «ψευδο-Έλληνες».

Ταυτόχρονα όμως πρέπει να υπογραμμίσω ότι μου έκανε αρνητική  εντύπωση το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν υπήρξε ομόθυμη καταδίκη του φονικού, ανεξαρτήτως  τού  πορίσματος  της δικαστικής έρευνας για το περιεχόμενο του οποίου  δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες. Αντιθέτως, στην Αλβανία οι πάντες, με πρώτο τον πρωθυπουργό Έντι Ράμα, έσπευσαν να δείξουν δυσάρεστα  αισθήματα απέναντι σε ένα νεκρό. Προφανώς, επειδή ήταν Έλληνας.

  1. Για μία ακόμη φορά, ολόκληρη η Αλβανία, πολιτικός κόσμος, Μ.Μ.Ε. και απλοί πολίτες, επικρότησαν ομόθυμα την πολιτική έκφραση του φονικού, όπως διατυπώθηκε γραπτώς από τον Πρωθυπουργό κύριο Έντι Ράμα στις 28 Οκτωβρίου 2018. Η εικόνα της Ελλάδος ήταν απογοητευτική μεν, αντιπροσωπευτική δε της σημερινής μας κατάστασης. Τα Τίρανα αδυνατούν να αντιληφθούν ότι πολλοί  στην Ελλάδα δεν συντάχθηκαν καν με την ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών της 28ης Οκτωβρίου, αλλά προτίμησαν να λάβουν θέση με βάση την ιδεολογία, την ιδεοληψία και την κομματική ταυτότητα. Για πολλούς στην Ελλάδα  το πρώτο στοιχείο που αναδείχθηκε, μέσα από τις αντιδράσεις τους, ήταν η διαφωνία τους με τη διαφορετική ιδεολογία, νοοτροπία  και  ίσως τον παράτολμο χαρακτήρα του νεκρού. Η στάση αυτή, που στην Ελλάδα προφανώς κάποιοι την θεωρούν ως « ένδειξη ανωτερότητας»,  στην Αλβανία ερμηνεύεται ως αδυναμία.

Σε περίπτωση που -ό μη γένοιτο- είχαμε ένα ανάλογο φονικό στην Ελλάδα, με θύμα Αλβανό πολίτη, καμιά  κυβέρνηση της Αλβανίας και κανένας πολιτικός της γειτονικής μας χώρας δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να κρίνει το θύμα, προτάσσοντας την ιδεολογία και την κομματική ταυτότητα. Για την Αλβανία  είναι μόνο Αλβανός. Ανεξάρτητα τυχόν εγκληματικών ενεργειών του στην Ελλάδα θα είχε από την Αλβανία διαφορετική μεταχείριση. Αυτή είναι μία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών. Η διαφορά αυτή αντιδράσεων αντανακλά,  όσο και αν φαίνεται περίεργο, την περί ισχύος πεποίθηση των γειτόνων μας και τη διαφορά αποφασιστικότητας.

  1. Κλείνω με μία οδυνηρή διαπίστωση. Δεν συμμερίζομαι τις οξύτατες λεκτικές συναισθηματικές και συνθηματικές αντιδράσεις στην Ελλάδα που, κατά κανόνα, κρατούν μερικές ώρες ή  έστω ημέρες. Αποστρέφομαι, επίσης, τις ανεδαφικές και επιπόλαιες συνθηματικές κραυγές -δυστυχώς ακούστηκαν και τέτοιες- για «δυναμική» αντίδραση. Ακριβώς, διότι αντιλαμβάνομαι τι εννοούν. Μόνο δειλοί και ανεύθυνοι προτάσσουν τα συνθήματα και τις ανεξέλεγκτες κραυγές  μέσα στα ασφαλή «χαρακώματα» της Αθήνας . Το αντίτιμο  της δικής  τους ανευθυνότητας  καταβάλλουν πάντοτε κάποιοι στην Μειονότητα και στις δομές της. Οι ωσεί παρόντες είναι οι μόνιμοι απόντες. Εκείνο που λείπει είναι η σταθερότητα πολιτικής, η αποφασιστικότητα και η συνέπεια. Αντίθετα, περισσεύουν οι κραυγές, τα συνθήματα και τα πυροτεχνήματα. Ανάβουν, λάμπουν  για  λίγο  και μετά σβήνουν. Μένει το σκοτάδι. Τίποτε άλλο.

Η Αλβανία, μια χώρα που βγήκε  από το σκοταδιστικό καθεστώς του Χότζα πριν  από τρείς δεκαετίες περίπου και αυτοκαταστράφηκε εκ νέου το 1997, μπορεί να αντλήσει θετικά συμπεράσματα μία ακόμη φορά για τη διαχείριση, εκ μέρους των κυβερνητών της, μίας  κρίσης με την Ελλάδα που είχε θύμα ένα Έλληνα. Ανεξαρτήτως της δικής του πράξης.

Η Ελλάδα έδειξε πάλι ότι στερείται όχι μόνο θεσμικού μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων, αλλά και της προς τούτο βούλησης. Για το λόγο αυτό, ακριβώς, η συμπεριφορά μας αυτή θα έχει τα αντίστροφα του επιδιωκομένου αποτελέσματα ειδικά στις σχέσεις μας με τη γειτονική Αλβανία. Αυτό θα φανεί  πάλι σε πρώτη ευκαιρία, η οποία εκτιμώ ότι δεν θα καθυστερήσει.