Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άμυνα & Διπλωματία, τεύχος Οκτωβρίου 2014
Οι άξιες και οι κλασσικοί, οικουμενική πλέον πολιτιστική και πολιτική κληρονομιά, η πρωτιά της ελληνικών συμφερόντων (σημαία και πλοιοκτησία) εμπορικής ναυτιλίας σε παγκόσμια κλίμακα και η ελληνική Ομογένεια συνιστούν το διαρκές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ελλάδος.
Ως κύρια προτεραιότητα στις εξωτερικές μας σχέσεις πρέπει να τοποθετούμε την αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και την ενίσχυση των επιχειρηματικών και εμπορικών μας δραστηριοτήτων και εκτός συνόρων. Η οικονομία είναι, σήμερα, το υπαρξιακό στοίχημα για την Ελλάδα. Είναι το ζωτικής σημασίας εθνικό μας θέμα. Η εξωστρέφεια της οικονομίας είναι συνθήκη αναγκαία. Χωρίς οικονομία, δεν υπάρχει αξιοπιστία και κύρος ούτε και πολιτική εθνικής ασφάλειας. ”Δει δη χρημάτων”.
Στην εξωτερική πολιτική δεν υπάρχει αυτόματος πιλότος. Η προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων, ως συνιστώσα της Ευρωπαϊκής Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, συνιστά σημαντικό πυλώνα της πολιτικής μας. Η πολιτική του «παθητικού παρατηρητή» δεν ενισχύει τη θέση μας. Τα συμφέροντα της χώρας μας επιβάλλουν την πλέον ουσιαστική και ενεργητική συμμετοχή μας σε όλες τις διεργασίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρωτίστως, καθώς και στο ΝΑΤΟ. Σήμερα ειδικά. Δεν επιτυγχάνεται, όμως, με ικεσίες και με προσωπικές πολιτικές. Ανάλογη κινητικότητα χρειάζεται στο πλαίσιο του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών, του ΟΑΣΕ και των περιφερειακών οργανισμών, στους οποίους μετέχουμε. Επίσης, με τις χώρες με τις οποίες μας συνδέουν δεσμοί συμμαχικοί, φίλιας, γειτονιάς και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το στοίχημα για την Ελλάδα είναι η ποιοτική αναβάθμιση της συμμετοχής μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είμαστε χώρα ευρωπαϊκή. Έχουμε ευθύνη και υποχρεώσεις για την αλλαγή κατεύθυνσης της Ε.Ε. και ενίσχυσης του εκδημοκρατισμού και αξιοπιστίας των θεσμικών της οργάνων.
Η όποια ανάλυση της θέσης της Ελλάδας στο περιφερειακό, το ευρωπαϊκό και το διεθνές περιβάλλον θα ήταν ατελής, αν δεν ελάμβανε υπόψη και την κρίση τόσο των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, όσο και της κρίσης ταυτότητας και των αξιών στη χώρα μας.
– Ελλάδα με αξιοπρέπεια
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μιλώντας στην Βουλή στις 10 Οκτωβρίου 1911, τόνιζε με νόημα ότι «Τα έθνη εκείνα, τα οποία ζητούσι δι’ επαιτείας να προαγαγώσι τα συμφέροντά των, δεν εμπνέουσιν εις πάντα αμερόληπτον κριτήν παρά μόνον περιφρόνησιν».
Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την εικόνα της, χωρίς κύρος και, κυρίως, χωρίς αξιοπρέπεια, Ελλάδας, αδύναμης στη φυσική της οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Απούσας από τις κρίσιμες εξελίξεις και διεργασίες στις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή και, φυσικά, στα Βαλκάνια. Η δύναμη κι η αξιοπιστία μιας χώρας δεν μετριέται μόνο με την ποιότητα της Διπλωματικής Υπηρεσίας της και το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεών της. Συναρτάται και με τον τρόπο που μας υπολογίζουν ή δεν μας υπολογίζουν οι άλλοι. Γείτονες, εταίροι και σύμμαχοι. Είναι φανερό ότι η επιδείνωση της διεθνούς εικόνας της Ελλάδος έχει αρνητικά επιδράσει στις δυνατότητές της για διαμόρφωση ευνοϊκών, κατάλληλων συνθηκών για την προώθηση των συμφερόντων μας. Χαρακτηριστικός και ο αποκλεισμός της Ελληνικής Προεδρίας από τις ουσιαστικές διεργασίες για την Ουκρανία. Η Συνθήκη της Λισσαβόνας είναι το πρόσχημα. Η πραγματικότητα είναι ότι απλά αποκλειστήκαμε. Ουδείς μας έλαβε υπόψη.
– Οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής μας
Ως επιδιωκόμενο στόχο στην εξωτερική πολιτική, προτάσσω τη διεκδίκηση των αυτονόητων: δηλαδή, την αποκατάσταση του κύρους της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην ευρύτερη περιφέρεια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και στη Μέση Ανατολή. Τα εθνικά ζητήματα δεν είναι επιτρεπτό ν’ αποτελούν αντικείμενο προσωπικών, κομματικών και μικροπολιτικών επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων. Συγκεκριμένα:
- ΤΟΥΡΚΙΑ: διεκδικούμε το σεβασμό των διμερών Συνθηκών, με κορυφαία τη Συνθήκη της Λοζάννης, των διεθνών συμβάσεων και του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών στις σχέσεις μας με την Τουρκία. Όταν οι δυο λαοί θέλουν να ζήσουν ειρηνικά σαν γείτονες, σαν σύμμαχοι και σαν φίλοι, οι κυβερνήτες τής Άγκυρας δεν μπορούν να επισείουν καθημερινά στο Αιγαίο τη στρατιωτική ισχύ και το εκτρωματικό, για το Διεθνές Δίκαιο, “Casus Belli”.
Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, την οποία η Ελλάδα σταθερά στηρίζει, εξαρτάται από τη βούληση της Άγκυρας ν’ αποδεχθεί, στην πράξη και άνευ εκπτώσεων, το σύνολο των δεσμεύσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός κώδικα συμπεριφοράς, που έχει οικειοθελώς αναλάβει από τον Οκτώβριο του 2005 και εντεύθεν. Η Τουρκία οφείλει να αναγνωρίσει, επίσημα και όχι με ευκαιριακές δηλώσεις των ιθυνόντων της, την Οικουμενικότητα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και να σεβασθεί στην πράξη όλα τα δικαιώματά του.
- ΚΥΠΡΙΑΚΟ: το Κυπριακό βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή μετά το 2004, στην αναζήτηση μιας λύσης. Λύση, η οποία πρέπει, όμως, να είναι δίκαιη, βιώσιμη, συμβατή με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Κεκτημένο και να στηρίζεται στις Αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών. Το δημοψήφισμα είναι ασφαλής δικλείδα ασφαλείας.
Η Ελλάδα στέκεται στο πλευρό της Κύπρου, με όλο της το απόθεμα πολιτικο-διπλωματικού κεφαλαίου. Η οικονομία, το κύρος και η αξιοπιστία είναι ουσιώδεις παράμετροι προσδιορισμού της «διαπραγματευτικής ισχύος». Εν τούτοις, η ρευστότητα και η αβεβαιότητα στη ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής ενισχύουν τη γεωπολιτική κι ενεργειακή σημασία της Κύπρου και της Ελλάδας. Η λύση του προβλήματος της Κύπρου, ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αδιανόητο ν’ αποτελέσει δοκιμαστικό πεδίο εκτροπής από τις αξίες και θεμελιώδεις αρχές και ελευθερίες της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας.
- ΒΑΛΚΑΝΙΑ: η διαδικασία ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θεμελιώθηκε επί Ελληνικής Προεδρίας στην Συνάντηση Κορυφής της Θεσσαλονίκης το 2003, προσφέρει μια εναλλακτική πορεία. Η πόρτα της Ε.Ε. είναι ανοικτή σε όσα κράτη πληρούν τις προϋποθέσεις, τα κριτήρια και τις προδιαγραφές της. Δυστυχώς, υπάρχουν ακόμη ηγεσίες που συμπεριφέρονται αναχρονιστικά και εθνικιστικά.
Στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ο Πρωθυπουργός Ν. Γκρούεφσκι και το πολιτικό του καθεστώς είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η εθνικιστική πολιτική που ακολουθεί, για τη διατήρησή του στην εξουσία, είναι επικίνδυνη όχι μόνο για τα Βαλκάνια, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να ρίξουμε γέφυρες προς τη νέα γενιά της γειτονικής χώρας. Να την φέρουμε πιο κοντά μας.
Η ορθή θέση, για το ζήτημα της ονομασίας, είναι ταυτόσημη με τη θέση που, για πρώτη φορά δημόσια κι επίσημα, περιέγραψε η κυβέρνηση Καραμανλή το Σεπτέμβριο του 2007 κι έχουν έκτοτε ακολουθήσει όλες οι κυβερνήσεις: μια ονομασία που θα διακρίνει τη γειτονική μας χώρα από την ελληνική Μακεδονία, σύνθετη με γεωγραφικό προσδιορισμό που θα ισχύει για όλες τις χρήσεις erga omnes. Επιδίωξή μας θα πρέπει να είναι, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, να λυθούν, οριστικά και τελεσίδικα, το ζήτημα της γλώσσας και του προσδιορισμού της εθνότητας, των εμπορικών σημάτων κ.λπ. Αν αυτό δεν αντιμετωπισθεί, η «λύση» του σήμερα θα είναι το πρόβλημα του αύριο.
Στην Ελλάδα επικράτησε διγλωσσία. Άλλο ήταν το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων -περιλαμβάνοντας κατά κανόνα τη σύνθετη ονομασία -πριν και μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας – κι άλλη η δημόσια πληροφόρηση. Στην πράξη, ήδη από το 1993, η Ελλάδα είχε γραπτώς ενημερώσει τα Ηνωμένα Έθνη και την άλλη πλευρά για αποδοχή συγκεκριμένης σύνθετης ονομασίας.
Παράλληλα πρέπει να δώσουμε ειδικό βάρος στη συγκρότηση μιας συνολικής πολιτικής απέναντι στον αλβανικό παράγοντα στα Βαλκάνια. Αυτό μπορεί να γίνει με συνδυασμένα βήματα, βάσει σχεδίου, προς την Πρίστινα και τα Τίρανα. Χρειάζονται ανταποδοτικές κινήσεις από τα Τίρανα και λύση συγκεκριμένων ζητημάτων που αφορούν στη συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες και στην ελληνική εθνική μειονότητα.
Οι δύο αυτοί γείτονές μας οφείλουν να κοιτάζουν μπροστά, στο μέλλον κι όχι στο παρελθόν. Οι εθνικιστικές κραυγές δεν μπορούν ν’ αποτελούν σημείο αναφοράς υπεύθυνων πολιτικών ηγεσιών. Δεν συμμερίζομαι την επίσημη αισιοδοξία για επίλυση των εκκρεμοτήτων στη διαδικασία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Οι αυταπάτες και οι προσωπικές επιλογές που στηρίζονται σε αυταπάτες και όχι στον ρεαλισμό και στη γνώση των θεμάτων, όπως άλλωστε συνέβη πρόσφατα με προσωπική εμπλοκή στελέχους του ΥΠΕΞ , δεν συνιστούν ασφαλή πυξίδα.
- ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ-ΒΟΡΕΙΑ ΑΦΡΙΚΗ: η στάση της Ε.Ε. στη συνεχιζόμενη αστάθεια και διαδικασία ανατροπών στον Αραβικό Κόσμο φανερώνει έλλειμμα πραγματικής ηγεσίας. Δείχνει πόσο είμαστε μακριά από την κοινή και ενιαία εξωτερική πολιτική. Λιβύη, Αίγυπτος, Συρία, Ισραήλ και Παλαιστινιακό φανερώνουν ότι η στάση των κρατών-μελών της Ε.Ε. είναι διασπασμένη ακόμη και στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών.
Αν δεν υπάρχει κοινή εξωτερική πολιτική, πώς μπορεί να ενισχυθεί ο πυλώνας της στρατιωτικής συνεργασίας; Τα συμφέροντα της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούν καλύτερα να εξυπηρετηθούν με την κοινή και ενιαία εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, η οποία θα προστατεύει και τα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. Μέσα στην επόμενη εικοσαετία, η Ευρώπη θα συνεχίσει να δέχεται μια -άνευ ιστορικού προηγούμενου- πληθυσμιακή πίεση από τις χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Κοινή εξωτερική πολιτική και χρηματοδοτικοί πόροι πρέπει να στραφούν άμεσα προς την κατεύθυνση αυτή.
Επιβάλλεται να αξιοποιήσουμε την προστιθέμενη αξία, την υπεραξία που έχει σήμερα ολόκληρη η Ελλάδα και, ειδικότερα, η Κρήτη. Χάρη στην πολιτικο-γεωγραφική μας θέση, είμαστε το προχωρημένο παρατηρητήριο-βάση του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Ν.Α. Μεσόγειο. Όσο εντείνεται η ρευστότητα και η αβεβαιότητα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, είναι ορατοί οι κίνδυνοι λόγω της αστάθειας. Ταυτόχρονα, όμως, ενισχύεται η γεωπολιτική αξία και η σημασία του Ελλαδικού χώρου.
– Ώρα θεσμικής ανασυγκρότησης
Στη χάραξη εθνικής εξωτερικής πολιτικής ή -σωστότερα- Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας (Νational Security Posture) πρέπει να διασφαλισθεί, θεσμικά, η γνώση.
Διαθέτουμε πολύ ικανή Διπλωματική Υπηρεσία και ικανούς στρατιωτικούς. Όμως, συχνά, ακούμε ότι λείπει η συνέπεια. Κυρίως, λείπει η συνέχεια λόγω βραχυπρόθεσμων πολιτικών επιλόγων. Όσο η εξωτερική πολιτική και η Άμυνα δεν διέπονται από αυστηρό θεσμικό πλαίσιο που θα προσδιορίζει το γιατί, το πώς και το πότε, τόσο οι κομματικές και προσωπικές πολιτικές επιλογές θα υποκαθιστούν τη συλλογική γνώση. Αυτή την επιλογή την πληρώσαμε ήδη στη Χάγη το Δεκέμβριο του 2011.
Επιπλέον, το υπουργείο Εξωτερικών είναι υπουργείο πλήρους κι όχι ευκαιριακής απασχόλησης. Ο πολιτικός του προϊστάμενος πρέπει να αφοσιώνεται αποκλειστικά σ’ αυτό. Με βάση την εμπειρία, διερωτώμαι κατά πόσον δεν είναι προτιμότερο ο υπουργός Εξωτερικών να είναι εξωκοινοβουλευτικός, απαλλαγμένος από την αναζήτηση της εφήμερης πολιτικής αυτοδικαίωσης.
Η πραγματικότητα σήμερα και η προοπτική για αύριο πολυκομματικών κυβερνήσεων, σε συνδυασμό με τις ασύμμετρες μεταβολές και απειλές στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική, επιβάλλουν την αναθεώρηση των οργάνων συντονισμού της πολιτικής εθνικής ασφάλειας. Η «άγνωστη» στην Ελλάδα συναίνεση, ας αρχίσει από την εθνική μας ασφάλεια. Είναι τόσο δύσκολο για την πολιτική μας τάξη και αυτό;
Σε αυτό το πλαίσιο, προτείνω την αναβάθμιση και μετατροπή του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής σε Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας. Το προτεινόμενο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας ( Ε.Σ.Ε.Α. ) να υπάγεται και να συγκαλείται από τον εκάστοτε Πρωθυπουργό σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών. Θα μετέχουν, επίσης, οι υπουργοί Εξωτερικών, Άμυνας, Οικονομικών, οι επιτελείς του ΥΠΕΞ, του ΓΕΕΘΑ και της ΕΥΠ.
Από την πλευρά του, το Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού του ΥΠΕΞ, σε συνεργασία με τις αντίστοιχες Διευθύνσεις του ΓΕΕΘΑ και της ΕΥΠ, θα πρέπει να μετατραπεί σε μόνιμο βραχίονα μελέτης, τεκμηρίωσης σχεδιασμού και προτάσεων προς το Ε.Σ.Ε.Α.
Ταυτόχρονα, απαιτείται σύσταση θέσεων μόνιμων υπηρεσιακών υφυπουργών Εξωτερικών και Άμυνας. Η επιλογή τους θα πρέπει γίνεται με ανοικτό διαγωνισμό, κατά προτίμηση από την κορυφή της ιεραρχίας της Διπλωματικής Υπηρεσίας και της ιεραρχίας των ενόπλων δυνάμεων, ενώ αποκλείονται, οι διορισμένοι από την πολιτική ηγεσία πρέσβεις εκ προσωπικοτήτων. Η Διαρκής Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής, ενώπιον της οποίας θα κληθούν για ακρόαση οι υποψήφιοι, θα έχει βαρύνουσα γνώμη. Οι επιλεγέντες υποψήφιοι θα αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους μόνο μετά από ψηφοφορία με αυξημένη πλειοψηφία στην Ολομέλεια της Βουλής. Δεν αποκλείω να υπάρχουν και άλλες προτάσεις προς τη κατεύθυνση αυτή. Να τις ακούσουμε και να προωθηθεί η βέλτιστη.