Α. Οι πολιτιστικές άξιες, οικουμενική κληρονομιά, η πρωτιά της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας σε παγκόσμια κλίμακα και η ελληνική Ομογένεια συνιστούν διαρκές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ελλάδος.
Τα συμφέροντα της χώρας μας επιβάλλουν την πλέον ουσιαστική και ενεργητική συμμετοχή μας σε όλες τις διεργασίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρωτίστως, καθώς και στο ΝΑΤΟ.
Ως κύρια προτεραιότητα στις εξωτερικές μας σχέσεις πρέπει να τοποθετούμε την αύξηση των εξαγωγών και βεβαία την ενίσχυση των επιχειρηματικών και εμπορικών μας δραστηριοτήτων και εκτός συνόρων.
Η οικονομία είναι το υπαρξιακό στοίχημα για την Ελλάδα. Η εξωστρέφεια είναι συνθήκη αναγκαία.
Στην εξωτερική πολιτική δεν υπάρχει αυτόματος πιλότος. Η προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων, ως συνιστώσα της Ευρωπαϊκής Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, συνιστά σημαντικό πυλώνα της πολιτικής μας. Η πολιτική του ”παθητικού παρατηρητή” δεν ενισχύει τη θέση μας.
Δεν επιτυγχάνεται, όμως, με ικεσίες και με προσωπικές πολιτικές.
Ανάλογη κινητικότητα χρειάζεται στο πλαίσιο του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών, του ΟΑΣΕ και των περιφερειακών οργανισμών, στους οποίους μετέχουμε. Επίσης, με τις χώρες με τις οποίες μας συνδέουν δεσμοί συμμαχικοί, φίλιας, γειτονιάς (Βαλκάνια και Μέση Ανατολή) και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το στοίχημα για την Ελλάδα είναι η ποιοτική αναβάθμιση της συμμετοχής μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είμαστε χώρα Ευρωπαϊκή. Έχουμε ευθύνη και υποχρεώσεις για την αλλαγή κατεύθυνσης της Ε.Ε. κι ενίσχυσης του εκδημοκρατισμού και αξιοπιστίας των θεσμικών της Οργάνων.
Η όποια ανάλυση της θέσης της Ελλάδας στο περιφερειακό, ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον θα ήταν ατελής, αν δεν λάβει υπόψη και την κρίση πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, ταυτότητας και αξιών στη χώρα μας.
Β. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μιλώντας στην Βουλή στις 10 Οκτωβρίου 1911, τόνιζε με νόημα ότι ”’… Τα έθνη εκείνα, τα οποία ζητούσι δι’ επαιτείας να προαγαγώσι τα συμφέροντά των, δεν εμπνέουσιν εις πάντα αμερόληπτον κριτήν παρά μόνον περιφρόνησιν…”.
Δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε με την εικόνα της χωρίς κύρος και κυρίως χωρίς αξιοπρέπεια Ελλάδας, αδύναμη στην φυσική της οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Απούσας από τις κρίσιμες εξελίξεις και διεργασίες στις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Ρωσία, στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή, ακόμη και στα Βαλκάνια.
Η δύναμη κι η αξιοπιστία μιας χώρας δεν μετριέται μόνο με την ποιότητα της Διπλωματικής της Υπηρεσίας και το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων της. Συναρτάται και με τον τρόπο που μας υπολογίζουν ή δεν μας υπολογίζουν οι άλλοι. Γείτονες, εταίροι και σύμμαχοι.
Είναι φανερό ότι η επιδείνωση της διεθνούς εικόνας της Ελλάδος έχει αρνητικά επιδράσει στις δυνατότητες της για διαμόρφωση ευνοϊκών, κατάλληλων συνθηκών για τη προώθηση των συμφερόντων μας. Χαρακτηριστικός και ο αποκλεισμός της Ελληνικής Προεδρίας από τις ουσιαστικές διεργασίες για την Ουκρανία. Η Συνθήκη της Λισσαβόνας είναι το πρόσχημα. Η πραγματικότητα είναι ότι άπλα αποκλειστήκαμε. Ουδείς μας έλαβε υπόψη.
Γ. Όπως ακριβώς και στην εσωτερική, ως επιδιωκόμενο στόχο στην Εξωτερική Πολίτικη, προτάσσουμε την διεκδίκηση των αυτονόητων:
Δηλαδή, την αποκατάσταση του κύρους της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην ευρύτερη περιφέρεια της Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης και στη Μέση Ανατολή. Τα εθνικά ζητήματα δεν είναι επιτρεπτό ν’ αποτελούν αντικείμενο προσωπικών, κομματικών και μικροπολιτικών επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων.
1. Τουρκία.
Διεκδικούμε το σεβασμό των διμερών Συνθηκών με κορυφαία της Συνθήκης της Λωζάννης, των διεθνών συμβάσεων και του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών στις σχέσεις μας με την Τουρκία. Όταν οι δυο λαοί θέλουν να ζήσουν ειρηνικά σαν γείτονες, σαν σύμμαχοι και σαν φίλοι, οι κυβερνήτες τής Άγκυρας δεν μπορούν να επιδεικνύουν καθημερινά στο Αιγαίο την στρατιωτική απειλή και το ”casus belli”.
Η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, την οποία η Ελλάδα σταθερά στηρίζει, εξαρτάται από τη βούληση της Τουρκίας ν’ αποδεχθεί στη πράξη και άνευ εκπτώσεων το σύνολο των δεσμεύσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός κώδικα συμπεριφοράς, που έχει οικειοθελώς αναλάβει από τον Οκτώβριο του 2005 και εντεύθεν.
Η Τουρκία οφείλει να αναγνωρίσει την Οικουμενικότητα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και να σεβασθεί στην πράξη τα δικαιώματά του.
2. Κυπριακό.
Το Κυπριακό βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή μετά το 2004, στην αναζήτηση μιας λύσης. Λύση, η οποία πρέπει, όμως, να είναι δίκαιη, βιώσιμη, συμβατή με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Κεκτημένο και να στηρίζεται στις Αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών. Το δημοψήφισμα είναι ασφαλής δικλείδα ασφαλείας.
Η Ελλάδα στέκεται στο πλευρό της Κύπρου, αν και δεν έχει τη στιγμή αυτή ανεξάντλητο απόθεμα πολιτικό-διπλωματικού κεφαλαίου. Η οικονομία, το κύρος και η αξιοπιστία είναι ουσιώδεις παράμετροι προσδιορισμού της ”διαπραγματευτικής ισχύος”. Εν τούτοις, η ρευστότητα και η αβεβαιότητα στη ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής ενισχύουν τη γεωπολιτική κι ενεργειακή σημασία της Κύπρου και της Ελλάδας.
Η λύση του Κυπριακού είναι αδιανόητο ν’ αποτελέσει δοκιμαστικό πεδίο εκτροπής από τις αξίες και θεμελιώδεις αρχές και ελευθερίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας.
3. Βαλκάνια.
Η διαδικασία ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θεμελιώθηκε επί Ελληνικής Προεδρίας στην Συνάντηση Κορυφής της Θεσσαλονίκης το 2003, προσφέρει μια εναλλακτική πορεία. Η πόρτα της Ε.Ε. είναι ανοικτή σε όσα κράτη πληρούν τις προϋποθέσεις, τα κριτήρια και τις προδιαγραφές της. Δυστυχώς, υπάρχουν ακόμη ηγεσίες που συμπεριφέρονται αναχρονιστικά και εθνικιστικά.
α. πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Ο Πρωθυπουργός κ.Γκρούεφσκι στα Σκόπια και το πολιτικό του καθεστώς είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Θεωρώ ότι η εθνικιστική πολιτική που ακολουθεί είναι επικίνδυνη, όχι μόνο για τα Βαλκάνια, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, πρέπει να ρίξουμε γέφυρες προς τη νέα γενιά της γειτονικής χώρας. Να την φέρουμε πιο κοντά μας.
Η θέση μου για το ζήτημα της ονομασίας είναι ταυτόσημη με τη θέση, που για πρώτη φορά δημόσια κι επίσημα περιέγραψε η κυβέρνηση Καραμανλή το Σεπτέμβριο του 2007 κι έχουν έκτοτε ακολουθήσει όλες οι κυβερνήσεις: Μια ονομασία που θα διακρίνει τη γειτονική μας χώρα, από την Ελληνική Μακεδονία, σύνθετη με γεωγραφικό προσδιορισμό που θα ισχύει για όλες τις χρήσεις ”erga omnes”. Επιδίωξη μας είναι στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων να λυθούν οριστικά και τελεσίδικα το ζήτημα της γλώσσας και του προσδιορισμού της εθνότητας, των εμπορικών σημάτων κλπ. Αν αυτό δεν αντιμετωπισθεί, η ”λύση” του σήμερα θα είναι το πρόβλημα του αύριο.
Στην Ελλάδα επικράτησε διγλωσσία. Άλλο ήταν το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων -περιλαμβάνοντας κατά κανόνα τη σύνθετη ονομασία – πριν και μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας -κι άλλη η δημόσια πληροφόρηση. Στη πράξη, ήδη από το 1993, η Ελλάδα είχε γραπτώς ενημερώσει τα Ηνωμένα Έθνη και την άλλη πλευρά, για αποδοχή συγκεκριμένης σύνθετης ονομασίας.
β. Αλβανικός Παράγοντας.
Πρέπει να δώσουμε ειδικό βάρος στη συγκρότηση μιας συνολικής πολιτικής απέναντι στον αλβανικό παράγοντα στα Βαλκάνια. Αυτό μπορεί να γίνει με συνδυασμένα βήματα, βάσει σχεδίου προς την Πρίστινα και τα Τίρανα. Χρειάζονται ανταποδοτικές κινήσεις από τα Τίρανα και λύση συγκεκριμένων ζητημάτων που αφορούν στη Συμφωνία για τις Θαλάσσιες ζώνες και στην Ελληνική Εθνική Μειονότητα.
Οι δυο γειτονικές χώρες οφείλουν να κοιτάζουν μπροστά, στο μέλλον κι όχι στο παρελθόν. Οι εθνικιστικές κραυγές δεν μπορούν ν’ αποτελούν σημείο αναφοράς υπεύθυνων πολιτικών ηγεσιών. Δεν συμμερίζομαι την επίσημη αισιοδοξία για επιλύσιμη των εκκρεμοτήτων στη διαδικασία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Οι αυταπάτες και οι προσωπικές επιλογές δεν συνιστούν ασφαλή πυξίδα.
4. Μέση Ανατολή – Βόρεια Αφρική.
Η στάση της Ε.Ε. στην συνεχιζόμενη αστάθεια και διαδικασία ανατροπών στον Αραβικό κόσμο φανερώνει έλλειμμα πραγματικής ηγεσίας. Δείχνει πόσο είμαστε μακριά από την κοινή και ενιαία εξωτερική πολιτική. Λιβύη, Αίγυπτος, Συριά, κλπ., φανερώνουν ότι η στάση των κρατών-μελών της Ε.Ε. είναι τριχοτομημένη ή διχοτομημένη, ακόμη και στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών.
Αν δεν υπάρχει κοινή εξωτερική πολιτική, πώς άραγε μπορεί να ενισχυθεί ο πυλώνας της στρατιωτικής συνεργασίας; Τα συμφέροντα της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούν καλύτερα να εξυπηρετηθούν με την κοινή κι ενιαία εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, η οποία θα προστατεύει και τα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε.
Μέσα στην επόμενη εικοσαετία, η Ευρώπη θα δεχθεί μια άνευ ιστορικού προηγούμενου πληθυσμιακή πίεση από τις χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Κοινή εξωτερική πολίτικη και χρηματοδοτικοί πόροι πρέπει να στραφούν άμεσα προς την κατεύθυνση αυτή.
Επιβάλλεται να αξιοποιήσουμε τη προστιθέμενη αξία, την υπεραξία που έχει σήμερα ολόκληρη η Ελλάδα και ειδικότερα η Κρήτη. Χάρη στην πολιτικό-γεωγραφική μας θέση, είμαστε το προχωρημένο παρατηρητήριο-βάση του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Ν.Α. Μεσόγειο. Όσο εντείνεται η ρευστότητα και η αβεβαιότητα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής είναι ορατοί οι κίνδυνοι, λόγω της αστάθειας. Ταυτόχρονα, όμως, ενισχύεται η γεωπολιτική αξία και η σημασία του Ελλαδικού χώρου.
Δ. Θεσμική Ανασυγκρότηση
Στη χάραξη εθνικής εξωτερικής πολιτικής, πρέπει να διασφαλισθεί θεσμικά η γνώση. Διαθέτουμε εξαίρετη Διπλωματική Υπηρεσία.
Όμως,συχνά ακούμε ότι λείπει η συνέπεια. Κυρίως λείπει η συνεχεία λόγω βραχυπρόθεσμων πολιτικών επιλόγων.
Όσο η εξωτερική πολιτική και η Άμυνα δεν διέπονται από αυστηρό θεσμικό πλαίσιο που θα προσδιορίζει το γιατί, πώς και πότε, τόσο οι κομματικές και προσωπικές πολιτικές επιλογές θα υποκαθιστούν τη συλλογική γνώση.
Επιπλέον, το Υπουργείο Εξωτερικών είναι Υπουργείο πλήρους κι όχι ευκαιριακής απασχόλησης. Ο πολιτικός του προϊστάμενος πρέπει να αφοσιώνεται αποκλειστικά σ’ αυτό.
1. Αναβάθμιση και μετατροπή του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής σε Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας.
Το προτεινόμενο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας ( Ε.Σ.Ε.Α. ) θα υπάγεται και να συγκαλείται υπό τον εκάστοτε Πρωθυπουργό σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών. Θα μετέχουν, επίσης, επιτελείς του Υπεξ,του ΓΕΕΘΑ και της ΕΥΠ.
Το Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού του Υπεξ, σε συνεργασία με τις αντίστοιχες Διευθύνσεις του ΓΕΕΘΑ και την ΕΥΠ, θα μετατραπεί σε μόνιμο βραχίονα μελέτης, τεκμηρίωσης σχεδιασμού και προτάσεων προς το Ε.Σ.Ε.Α.
2. Σύσταση θέσης Μόνιμου Υπηρεσιακού Υφυπουργού Εξωτερικών.
Η επιλογή του θα γίνεται με ανοικτό διαγωνισμό, κατά προτίμηση από την κορυφή της ιεραρχίας της Διπλωματικής Υπηρεσίας. Αποκλείονται, οι διορισμένοι από την πολιτική ηγεσία πρέσβεις εκ προσωπικοτήτων. Η Διαρκής Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής θα έχει βαρύνουσα γνώμη. Ο τελικός υποψήφιος θα επιλέγεται μετά από ψηφοφορία με αυξημένη πλειοψηφία στην Ολομέλεια.