Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Άμυνα και Διπλωματία”, τεύχος Ιούνιος 2015

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, το μοναδικό παγκόσμιο σύστημα συλλογικής ασφάλειας, δυσλειτουργεί λόγω της ελλιπούς και ατελούς συνεργασίας των Μόνιμων Μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΗΠΑ, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ρωσική Ομοσπονδία και Λ.Δ. Κίνας).

Ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση δεν έχει ιδεολογικά κίνητρα. Έχει κυρίως οικονομικά ή, όπως τα αποκαλούν όσοι θέλουν να εντυπωσιάσουν, γεωοικονομικά.

Ας δεχθούμε οτι το ιδεολογικό/πολιτικό χάσμα μεταξύ των δυο κόσμων και η ανάγκη επέκτασης ή διατήρησης των σφαιρών επιρροής ήταν η «αξιακή» αιτία των συγκρούσεων και των θερμών και ψυχρών πολέμων. Από την υπογραφή του Χάρτη του Αγίου Φραγκίσκου μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου.

Θα κινδυνεύαμε να χαρακτηρισθούμε ως επικίνδυνα αφελείς και ονειροπόλοι αν προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε σήμερα το ίδιο σκεπτικό. Στο πλαίσιο του ΟΗΕ, θεωρητικά, θα έπρεπε να επικρατεί το διεθνές δίκαιο και η νομιμότητα και όχι η ισχύς και το συμφέρον. Στην πραγματικότητα, πάντοτε ίσχυσε μια δοσολογία δικαίου και συμφέροντος, με την προσφυγή στις καταξιωμένες αρχές του Δικαίου να έχουν φθίνουσα πορεία. Η Κριστίν Λαγκάρντ συνόψισε με τον καλύτερο τρόπο, αν θέλετε, το παγκόσμιο δόγμα λέγοντας οτι «δεν μας ενδιαφέρει η ιδεολογία των κυβερνήσεων, αλλά η οικονομία».

Σε παγκόσμιο επίπεδο, θα έλεγα ότι αυτό που, σήμερα, προέχει δεν είναι οι ιδεολογίες, αλλά, κυρίως, οι πρώτες ύλες και οι αγορές, στις οποίες αναμφίβολα περιλαμβάνονται οι ενεργειακοί πόροι και η εκμετάλλευση τους.

Θα έκανα όμως ένα ακόμη βήμα παραπέρα, αποτολμώντας τον ισχυρισμό οτι η οικονομία και η αγορά, σε μεγάλο βαθμό, καθορίζουν και τη στάση των «5», Μόνιμων Μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, των νικητών δηλαδή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Γι’ αυτό η σύνθεσή του δεν ανταποκρίνεται, πλήρως, στη σημερινή ισορροπία δυνάμεων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ηγεμονική πολιτική και οικονομική δύναμη στην Ευρώπη, μεγάλη οικονομική δύναμη στο κόσμο, δεν έχει τη πολιτική θέση που της αναλογεί στο Παγκόσμιο Συλλογικό Σύστημα Ασφάλειας. Επιπλέον, τόσο η Γαλλία όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο είχαν εξαρχής αποκλείσει τη θεσμική υπαγωγή, στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική της Ε.Ε., της συμπεριφοράς, της στάσης και της ψήφου τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Με άλλα λόγια, η στάση τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας, θεσμικά, δεν υπαγορεύεται απο την ΚΕΠΠΑ.

Η πλέον χαρακτηριστική πρόσφατη πολιτική διάσπαση/σύγκρουση των χωρών- πυλώνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν κατά την ψηφοφορία για την υιοθέτηση της Απόφασης του Σ.Α. 1973 (11 Μαρτίου 2011), για την εξουσιοδότηση χρήσης στρατιωτικής βίας στη Λιβύη. Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο υπερψήφισαν, ενώ η Γερμανία ψήφισε αποχή. Αλήθεια, έχει κανείς αναλογισθεί την πολιτική σημασία των επιπτώσεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής;

Συμπέρασμα πρώτο: το Συμβούλιο Ασφαλείας, ως θεμελιώδης θεσμός του οικουμενικού συστήματος ασφαλείας, πρέπει να προσαρμοσθεί στις σημερινές συνθήκες.

Οι συζητήσεις για την αναθεώρηση του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών διεξάγονται εδώ και δεκαετίες. Δεν αισιοδοξώ ότι θα καταλήξουν, σύντομα, σε συμφωνημένη αναθεώρηση του Χάρτου που θα περιλαμβάνει και αναδιάταξη της σύνθεσης του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ενόσω αυτό συμβαίνει, οι θέσεις και οι επιδιώξεις των ισχυρών, των ισχυρότερων και εκείνων που φιλοδοξούν να συμπεριφέρονται ως ισχυροί, θα προωθούνται και θα εξυπηρετούνται απο θεσμούς όπως το G-8 (7), G-20, BRICS, Σύμφωνο Σαγκάης κ.λπ. Δηλαδή, εκτός πλαισίου ΟΗΕ με αποκλειστική, συνεπώς, βάση το πολιτικό και οικονομικό συμφέρον.

Ασυμμετρία απειλών και απαντήσεων

Η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής παράγει σήμερα ανασφάλεια και συγκρούσεις που δεν προέρχονται απο κρατικές δομές, αλλά, ακριβώς, από την έλλειψη ισχυρών κρατικών δομών. Έχουμε διαδοχικές στρατιωτικές επεμβάσεις. Κατά χρονολογική σειρά:

– πρώτον, τη στρατιωτική εισβολή στο Ιράκ το 2003 από τις ΗΠΑ και τη «Συμμαχία των Προθύμων», μεταξύ των οποίων οι Ευρωπαίοι εταίροι μας της Διακήρυξης του Βίλνιους,

– δεύτερον, στη Λιβύη το 2011 -το χορό, θυμίζω, έσυραν, κυρίως, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιταλία. Εδώ και τέσσερα χρόνια όμως έχουμε, ακόμη και την στιγμή αυτή, μια ασταθή, ευμετάβλητη και ασυνεπή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΝΑΤΟ, του ΟΗΕ και των ΗΠΑ στη Συρία χωρίς καθαρό στρατηγικό στόχο. Δεν έχουμε ακόμη δει το τέλος.

Τα αποτελέσματα είναι ορατά. Οι συνέπειες οδυνηρές. Μια άνευ προηγουμένου διασπορά των λεγόμενων ασύμμετρων απειλών. Στην πραγματικότητα, νοσταλγούμε σήμερα τις απειλές που προήρχοντο από τα «κράτη-παρίες».Οι απειλές έχουν ένα κοινό παρονομαστή: αντιστοιχία αντιδυτικών λόγων και πράξεων, αιματοχυσία, ευτελισμός της ανθρώπινης ζωής, τρομοκρατία και απάνθρωπη συμπεριφορά.

Η λεγομένη «Αραβική Άνοιξη» δεν είναι μια ακόμη χαμένη ευκαιρία για τους Άραβες. Είναι, κυρίως, μια ιστορική ευκαιρία που χάθηκε για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ξεκίνησε σαν μια αμφισβήτηση των αραβικών δικτατοριών και καθεστώτων από τους ίδιους τους Άραβες. Στην πραγματικότητα, ήταν η πρώτη φορά, μετά τη δημιουργία του «αραβικού εθνικισμού» στη δεκαετία του 1950, που στόχος των εξεγέρσεων και επαναστάσεων δεν ήταν η Ευρώπη, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ . Η συνέχεια είναι γνωστή.

Δεν είμαι διόλου βέβαιος ότι έχουμε τη διάθεση και τη δύναμη να αντλήσουμε μαθήματα από τα παθήματα. Οι, άνευ προηγουμένου, μαζικές ροές πληθυσμών -προσφυγών και μεταναστών- προς την ευρωπαϊκή ακτογραμμή δεν είναι η αφορμή. Είναι η συνέπεια. Είναι και αποτέλεσμα της ανεπάρκειας της ευρωπαϊκής πολιτικής.

Η μία πολιτική των Βρυξελλών, μέσω των υπουργών Εξωτερικών, προωθεί στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων «πολιτικούς στόχους» και η άλλη, ετεροχρονισμένα, διερωτάται, σκέπτεται και συσκέπτεται, στο Συμβούλιο των υπουργών Μετανάστευσης και Εσωτερικών, για τη διαχείριση των «παράπλευρων συνεπειών».
Ανεπάρκεια στη διάγνωση των κινδύνων και των απειλών, ανεπάρκεια στην κατάλληλη επιλογή, ανεπάρκεια των μέσων. Στην πραγματικότητα, έχουμε ανεπάρκεια πολιτικής και μετακινούμενους στόχους.

Υπογραμμίζω τη δραματική απουσία κοινής και ενιαίας εξωτερικής πολιτικής που να διαμορφώνεται σε ψηλό κοινό παρονομαστή. Όσο αυτή η ανεπάρκεια διατηρείται, τόσο η πολιτική εμβέλεια και η εμβέλεια της πολιτικής συγκεκριμένων χωρών-μελών της Ε.Ε. θα υπερέχει της πολιτικής του συνόλου.

Συμπέρασμα Δεύτερο: στην κάθε απόφαση για επιλογή στρατιωτικής παρέμβασης, τουλάχιστον στο πλαίσιο της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, θα πρέπει να υπάρχουν:

– Καθαρός πολιτικός στόχος, τι είναι δηλαδή το ζητούμενο. Τι θα ονομάσουμε επιτυχία.

– Διάκριση μεταξύ του επιθυμητού και του εφικτού

– Αντιστοιχία των μέσων με τους επιδιωκόμενους στόχους

– Η διασφάλιση, αντί ευχολογίου, του πλαισίου διαχείρισης της «επόμενης ημέρας».

– Θεσμική συνέχεια στην εξωτερική πολιτική

Δεν μου ταιριάζει η θέση του ουδέτερου σχολιαστή. Ευθύνη για το σήμερα έχουμε και όσοι διαχειριστήκαμε ή χειριστήκαμε κρατικές υποθέσεις απο τις τιμητικές θέσεις ευθύνης που μας έδωσε απλόχερα η Πατρίδα μας.

Αυτό αφορά, ειδικότερα, και στα λεγόμενα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Δεν λείπουν ούτε η γνώση ούτε τα μέσα ούτε οι ικανότητες ούτε ο πατριωτισμός. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό που, κυρίως, λείπει είναι το έλλειμμα θεσμικής μνήμης, η συνέχεια της γνώσης.

Οι στόχοι πρέπει να είναι σταθεροί και να μην μετακινούνται μπροστά η πίσω, δεξιά ή αριστερά, για να μας διευκολύνουν στην επιτυχή στόχευση. Γιατί, σπάνια μα πολύ σπάνια, θα επέλεγε κάποια κυβέρνηση, ένας υπουργός ή ένας πρέσβης να τους μετακινήσει προκειμένου να μην τους πετύχει.

Είναι κατάλληλη η στιγμή να ωριμάσει και στο πολιτικό μας σύστημα η ανάγκη της διάχυσης της γνώσης και της ευθύνης. Σταθερή επιδίωξη, επιθυμητή και εφικτή, πρέπει να είναι η διασφάλιση της θεσμικής γνώσης.

Η επισήμανση των διαφωνιών στις επιλογές που αφορούν στην εξωτερική μας πολιτική και στις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας γίνεται στο πλαίσιο του Κοινοβουλίου. Είναι όμως χρήσιμο και σκόπιμο να έχει συμφωνηθεί, κεκλεισμένων των θυρών, το πλαίσιο διαχείρισής τους σε επίπεδο υπευθύνων πολιτικών αρχηγών.

Συμπέρασμα Τρίτο: προτείνω στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης, οψέποτε γίνει, να περιληφθεί και η σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας που θα συγκαλείται, απο τον εκάστοτε Πρωθυπουργό, με τη συμμετοχή των πολιτικών αρχηγών.

Το συμφέρον της Ελλάδας, η ανάγκη μακροχρόνιου σχεδιασμού και συνέχειας και της εξασφάλισης αντιστοιχίας στόχων και μέσων επιβάλλουν, σήμερα, τη συγκρότηση του περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν. Ειδικά, όταν γύρω μας έχουμε ένα περιβάλλον ανατροπών, συγκρούσεων και απειλών το οποίο συνεχώς διευρύνεται, γεωγραφικά, και θα διαρκέσει επί δεκαετίες.

Η αντιμετώπιση των απειλών και προκλήσεων απαιτεί περισσότερο χρόνο του κοινοβουλευτικού βίου οποιασδήποτε κυβέρνησης και επιβάλλει τον εκσυγχρονισμό της θεσμικής θωράκισης της εξωτερικής πολιτικής.