– απόσπασμα από άρθρο μου που δημοσιεύθηκε στο ForeignAffairs.gr (08/04/2104)

Στη χάραξη εθνικής εξωτερικής πολιτικής, πρέπει να διασφαλισθεί θεσμικά η γνώση του χθες, η εκτίμηση του σήμερα και η προετοιμασία και πρόβλεψη του αύριο. Συχνά ακούμε ότι λείπει η συνέπεια. Εγώ επιμένω ότι λείπει κυρίως η συνέχεια. Την απουσία γνώσης ορισμένων περιστατικών τη πληρώσαμε ήδη πρόσφατα.

Η γνώμη, η άποψη του ενός, όσο ικανός και αν είναι, όποιος και αν είναι, Υπουργός ή Διπλωμάτης, δεν μπορεί να υποκαθιστά την γνώση των πολλών. Χρειάζεται θεσμική διαδικασία και έλεγχος. Όποιος δεν γνωρίζει το ιστορικό ή διπλωματικό χθες, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το σήμερα και να προβλέψει το αύριο. Επίσης, κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι γνωρίζει τα πάντα. Όσο η πολιτική, της εξωτερικής πολιτικής περιλαμβανομένης, δεν διέπεται από αυστηρό θεσμικό πλαίσιο που θα προσδιορίζει το πώς, πότε, ποιός και γιατί, τόσο οι προσωπικές επιλογές θα υποκαθιστούν την συλλογική και αποτελεσματική δράση. Συνεπώς, δεν είναι θέμα γνώμης άλλα γνώσης.

Θεωρώ αναγκαία και επιθυμητή την αναβάθμιση και επαναπροσανατολισμό τού Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής. Θυμίζω ότι ήταν προϊόν επίπονων διαβουλεύσεων και συνεστήθη ταυτόχρονα σχεδόν με την Επιτροπή Διαχείρισης Κρίσεων του ΚΥΣΕΑ μέσα στο φορτισμένο κλίμα πολιτικών αιτιάσεων και δημοσίων αντεγκλήσεων που είχε σαν χρονική αφετηρία τον χειρισμό τής κρίσης των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996.Το ΕΣΕΠ ,τελικά, συνεστήθη με το Νόμο 3122/ 9.4.2003 , κατ’ εφαρμογήν τής σχετικής πρόνοιας της παραγράφου 4 του Άρθρου 82 του Συντάγματος.

Παρά τις όποιες αδυναμίες, που θα μπορούσαν να είχαν αντιμετωπισθεί στην πορεία, το Ε.Σ.Ε.Π. λειτούργησε σωστά (για τα ελληνικά δεδομένα) σαν όργανο ανάλυσης, ενημέρωσης και ανταλλαγής απόψεων. Συγκαλείται από τον εκάστοτε Υπουργό Εξωτερικών με την συμμετοχή των εκπροσώπων των πολιτικών αρχηγών, χωρίς δυστυχώς την συμμετοχή εκπροσώπου τού ΚΚΕ, πολλοί εκ των οποίων πρώην ή μέλλοντες υπουργοί Εξωτερικών. Επίσης, με την συμμετοχή ανωτάτων στελεχών τής διπλωματικής υπηρεσίας. Δεν λειτούργησε, όμως, σαν υπερκομματικό, διακυβερνητικό Όργανο Σχεδιασμού.

Επίσης, γεγονός αξιοσημείωτο και αξιομνημόνευτο για τα ελληνικά δεδομένα, δεν είχαμε μέχρι σήμερα περιπτώσεις διαρροών ή δημοσιοποίησης κειμένων. Άρα, όταν η ευθύνη τής γνώσης των χειρισμών και της ανάλυσης διαχέεται, δημιουργεί αντανακλαστικά υπευθυνότητας.

Ήλθε, όμως, η στιγμή να μετατραπεί σε Μόνιμο Όργανο Πρόβλεψης, Σχεδιασμού και Πολιτικής. Αν μη τι άλλο, τούτο επιβάλλουν δυο νέες παράμετροι:

Πρώτον, οι άνευ ιστορικού προηγούμενου εξελίξεις και ανατροπές στην ευρύτερη περιοχή τής Εγγύς και Μέσης Ανατολής μέχρι τον Περσικό Κόλπο -που επηρεάζουν και την θέση και την πολιτική τής Τουρκίας στη περιοχή- και δεύτερον, η βεβαιότητα ότι έχει παρέλθει η εποχή των μονοκομματικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα. Τα διάφορα όργανα και θεσμοί που έχουμε, μεταξύ των οποίων και το ΕΣΕΠ, είναι προϊόντα μιας άλλης εποχής, μιας άλλης πολιτικής ισορροπίας και διαφορετικών πραγματικών συνθηκών.

Προτείνω να μετεξελιχθεί σε Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας. Να υπάγεται και να συγκαλείται υπό τον εκάστοτε πρωθυπουργό σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών. Όποιος αρχηγός δεν επιθυμεί να συμμετέχει θα φέρει το βάρος τής αιτιολόγησης της «πολιτικής τής άδειας καρέκλας».

Έχω συζητήσει την πρότασή μου με αρκετούς πολιτικούς, οι ενστάσεις συνοψίζονται σε δυο ταυτόσημου περιεχομένου φράσεις.

Από τη κυβέρνηση: δεν μπορεί η κυβέρνηση να φέρει το πολιτικό κόστος των αποφάσεων στην εξωτερική πολιτική και η αντιπολίτευση να επικρίνει τους χειρισμούς. Η κυβέρνηση έχει εκλεγεί για να εφαρμόσει την πολιτική της και όχι να την εξαρτά από την αντιπολίτευση.
Από τη αντιπολίτευση: δεν μπορεί η αντιπολίτευση να μοιράζεται το κόστος για κυβερνητικές αποφάσεις με τις όποιες διαφωνεί. Δεν μπορεί να παρέχει πολιτική κάλυψη στη κυβέρνηση και να είναι «συνυπεύθυνη».

Και οι δυο προφάσεις αποτελούν χαρακτηριστικά συμπτώματα του πολιτικού συστήματος που θα άρμοζε ίσως σε μια άλλη Ελλάδα. Σήμερα όμως;