Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Άμυνα και Διπλωματία”, τεύχος Νοεμβρίου 2015

Ήταν –ομολογώ- δύσκολη η επιλογή να διαλέξω έναν κατάλληλο τίτλο για το άρθρο αυτό  που θα πρέπει να διαβασθεί σε συνάρτηση και με το άρθρο (στις επόμενες σελίδες) του Δρα Παντελή Οικονόμου, εκ των πλέον ειδικών στο ζήτημα των πυρηνικών λόγω και της μακράς θητείας του με την ιδιότητα του Επιθεωρητού στην Διεθνή Οργάνωση Ατομικής Ενέργειας (International Atomic Energy Agency). Θυμίζω  ότι η ΔΟΑΕ ανήκει στο σύστημα των εξειδικευμένων οργανισμών των Ηνωμένων Εθνών και εδρεύει στην Βιέννη.

Παρότι είναι δύο χωριστά άρθρα, σκεφθήκαμε να συνδυάσουμε την ταυτόχρονη παρουσίαση τους προκειμένου, στο μέτρο του εφικτού, να γίνει αντιληπτό ότι οι πόλεμοι και οι ανατροπές σε ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής δεν αποτελούν ένα παροδικό φαινόμενο. Θα έχουν βάθος χρόνου. Ήδη, το Δεκέμβριο συμπληρώνεται μια πενταετία από τα γεγονότα της Τυνησίας (αυτοπυρπόληση ενός μικροπωλητού) που αποτέλεσε την θρυαλλίδα αυτού που κατά συνθήκη αποκαλούμε, χωρίς πλέον να πιστεύουμε, «Αραβική Άνοιξη».

Για κάποιον, όπως ο υπογράφων, που από τα φοιτητικά του χρόνια  στα χρόνια της δικτατορίας απέκτησε ευρωπαϊκή πολιτική συνείδηση, με αρκετή δόση ρομαντισμού, η  πολιτική (ή, μάλλον, η απουσία πολιτικής, όπως προκύπτει και από τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της ακολούθησαν και παρακολούθησαν τις εξελίξεις) είναι επιεικώς απογοητευτική.

– Η Τυνησία

Τι να πρωτοθυμηθώ; Όταν ξέσπασαν τα γεγονότα στη Τύνιδα, έγινε αντιληπτό ότι οι  πρωτεύουσες της Γηραιάς Ηπείρου αιφνιδιάστηκαν. Ακόμη και η Γαλλία, που  κανονικά θα έπρεπε να έχει ανεπτυγμένες  και ευαίσθητες κεραίες στην εγγύτερη πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά μεταξύ των πρώην αποικιών της Τυνησίας, όχι μόνο κατελήφθη εξ απήνης, αλλά έσπευσε άμεσα να  στοιχηματίσει σε  «λάθος άλογο», δηλαδή το καθεστώς του προέδρου Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι. Οι δηλώσεις στήριξης προς τον Μπεν Άλι ήσαν καθαρές, άνευ επιφυλάξεων.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Όταν τα πράγματα εξελίχθηκαν, όπως εξελίχθηκαν, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της έσπευσαν να τα ακολουθήσουν και να  προσαρμόσουν την πολιτική τους. Από έγκυρες πληροφορίες Πρέσβεως που παρακολούθησε από κοντά τις εξελίξεις τότε στην Τύνιδα, αντιλαμβάνομαι ότι, αν μη τι άλλο, η Ουάσιγκτον δεν αιφνιδιάστηκε. Ή, αν θέλετε, σε σύγκριση με τις παλινωδίες των ευρωπαϊκών πρωτευουσών και των Βρυξελλών, ήταν καλύτερα προετοιμασμένη  και, όπως είναι φυσικό, στη συνέχεια σε μεγάλο βαθμό επεδίωξε να κεφαλαιοποιήσει την πορεία προς την δημοκρατία.

Άλλωστε, είχε προηγηθεί, ήδη από την εποχή της Administration Μπους-Τσένεϊ,  η «ατζέντα εκδημοκρατισμού της Μέσης Ανατολής», με πενιχρά όμως, κατά  την εκδήλωσή της, αποτελέσματα και ισχυρές, από τις κυβερνήσεις και καθεστώτα της περιοχής, αντιδράσεις. Έχω υπόψη μου την αντίδραση της Τουρκίας, της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας στην περιοδεία της ειδικής απεσταλμένης του προέδρου Μπους, Κάρεν Χιούτζ.

Γιατί στέκομαι ιδιαίτερα στην περίπτωση της Τυνησίας; Απλά γιατί αποτελεί, ίσως, την πλέον χαρακτηριστική περίπτωση αποτυχίας πρόβλεψης, έγκαιρης διάγνωσης και έλλειψης κατάλληλων αντανακλαστικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών- μελών της. Η αποτυχία αυτή ήταν, εν τούτοις, το πλέον αρμόζον και κατάλληλο πρελούδιο στη διαχείριση της εξέγερσης της Πλατείας Ταχρίρ στο Κάϊρο και της παταγώδους αποτυχίας των επεμβάσεων στην Λιβύη με χαρακτηριστικό την πλήρη αναντιστοιχία  μεταξύ των αποτελεσμάτων-συνεπειών και  των αρχικών στόχων.

– Η Λιβύη και η απόφαση 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας

Στην Λιβύη, είδαμε το ΝΑΤΟ διχασμένο ταυτόχρονα με εσωτερικές διαφωνίες στην Ε.Ε., η οποία κάποια στιγμή ήταν τριχοτομημένη, παλινωδίες του Ρετζέπ Ερντογάν στην Άγκυρα και πολυφωνία στο Κρεμλίνο. Η διαχείριση όμως της λιβυκής κρίσης προκάλεσε την, κατά τη γνώμη μου, μεγαλύτερη ζημιά στην εικόνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διαχείριση της  «Αραβικής Άνοιξης» με τη διάσπαση  της στάσης και της ψήφου των δύο πυλώνων της, Γαλλίας και Γερμανίας, κατά την ψήφιση-υιοθέτηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας της Απόφασης 1973 (17 Μαρτίου 2011). Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο υπερψήφισαν, όπως και οι ΗΠΑ. Η  Γερμανία όμως ψήφισε αποχή. Όπως άλλωστε και η Ρωσία.

Αλήθεια έχει αναλογισθεί κανείς την εντύπωση που προκάλεσε αυτή η διάσπαση των κρατών-μελών της Ε.Ε. στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών; Ποία αξιοπιστία μπορούν να έχουν οι Αποφάσεις και τα Κείμενα που υιοθετούνται στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια, όταν, στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας, μπροστά στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, Γαλλία και Γερμανία ψηφίζουν διαφορετικά;

– Η τραγωδία της Συρίας

Είναι δύσκολο πια να γράψει κάποιος κάτι νέο για τη Συρία. Για το λόγο αυτό, ξεκινώ με ένα απόσπασμα από τον Θουκυδίδη. Πρόκειται για την κρίσιμη δημηγορία των πρέσβεων της Αθήνας στην Σπάρτη λίγο πριν οι Λακεδαιμόνιοι πάρουν την απόφαση  για τον πόλεμο (Ιστορίας Α77-78) : «σκεφθείτε, επίσης, προτού τον αναλάβετε πόσο απρόβλεπτες  είναι οι εξελίξεις του πολέμου. Όσο γίνεται μακρύτερος, τόσο η έκβαση του καταντάει να εξαρτάται από κάποια τυχαία περιστατικά, μπροστά στα οποία και σεις κι εμείς βρισκόμαστε σε ίση μοίρα. Είναι περιπέτεια από την οποία κανείς δεν ξέρει  πως θα βγει. Όταν οι άνθρωποι ριχτούν στον πόλεμο, αρχίζουν από εκείνο με το οποίο θα έπρεπε να τελειώσουν. Δηλαδή αρχίζουν από τη δράση και μόνο άμα κακοπάθουν αρχίζουν τις διαπραγματεύσεις».

Τη στιγμή αυτή, κυριολεκτικά, ξεκινούν οι συνομιλίες στην Βιέννη για την αναζήτηση πολιτικής λύσης στο Συριακό. Πριν από δύο χρόνια, σε ένα άρθρο μου στο αμερικανικό HUFFINGTON POST με τίτλο “The Syrian Tragedy: Deus ex machina?” σημείωνα την προσδοκία λήψης κάποιας «τιμωρητικής δράσης» κατά του Μπασάρ Ελ Άσαντ. Ταυτόχρονα, όπως τότε έτσι και τώρα, εξακολουθώ να θέτω πέντε θεμελιώδεις πολιτικο-στρατιωτικούς όρους και να διερωτώμαι πώς είναι δυνατόν κάθε φορά να τους ξεχνάμε ή να τους αγνοούμε. Κάθε άλλο παρά επαναστατικοί μπορούν να θεωρηθούν. Άλλωστε, δεν έχω αμφιβολία ότι περιέχονται στο αλφαβητάριο των στρατιωτικών σχολών:

– Πρώτον, τον καθορισμό ενός καθαρού πολιτικού στόχου. Με άλλα λόγια, την απάντηση στο ερώτημα «γιατί»;

– Δεύτερον, σε σχέση με το πρώτο, τον ακριβή ορισμό-προσδιορισμό της επιτυχίας. Δηλαδή πότε και κάτω από ποίες προϋποθέσεις θα έχουμε επιτύχει τον πολιτικό στόχο που έχουμε θέσει. Η απάντηση στο «γιατί», δεν μπορεί να είναι μια νέα ερώτηση του τύπου «Επιτυχία-Γιατί όχι»; Έχουμε εθισθεί στην ανακήρυξη των αποτυχημένων επεμβάσεων σε επιτυχείς! Χαρακτηριστικά αναφέρω το μνημειώδες “Mission Accomplished” του Προέδρου Μπους το 2003, λίγο μετά την κατάληψη της Βαγδάτης από τα αμερικανικά στρατεύματα. Επίσης, ανάλογη δήλωση αξιωματούχων του ΝΑΤΟ μετά την λήξη των επιχειρήσεων στην Λιβύη το 2011. Κανείς μας άλλωστε, λόγω της κοινής γνώμης, δεν θα τολμούσε να ισχυρισθεί ότι η επιχείρηση απέτυχε.

– Τρίτον, ο σχεδιασμός της «πολιτικής της απεμπλοκής» είναι η αναγκαία συνθήκη  που πρέπει να συνοδεύει κάθε πολιτικο-στρατιωτικό σχεδιασμό, πριν ληφθεί η περί εμπλοκής απόφαση. Ο εξαρχής ορισμός και προσδιορισμός των παραμέτρων και των προϋποθέσεων της «στρατηγικής εξόδου» σχετίζεται άμεσα με τους δύο προαναφερθέντες. Άρα η λογική αλληλουχία είναι «στόχος-επίτευξη και έξοδος(απεμπλοκή)».

– Τέταρτον, η στρατιωτική δύναμη, που χρησιμοποιείται, πρέπει να είναι ανάλογη, να ανταποκρίνεται, δηλαδή, στο σχεδιασμό. Το 2002-2003, κατά το σχεδιασμό των επιχειρήσεων στο Ιράκ, ο τότε πανίσχυρος υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Ντόναλντ Ράμσφελντ όχι μόνο αγνόησε την αριθμητική οροφή που θεωρούσαν οι επιτελείς του Πενταγώνου, και συγκεκριμένα ο στρατηγός Eric Shinseki, αναγκαία και απαραίτητη, αλλά για λόγους που σχέση είχαν, κυρίως, με την πολιτική επικοινωνία ή με την επικοινωνία της πολιτικής επέβαλε ο ίδιος τη χαμηλότερη δυνατή οροφή. Ταυτόχρονα, αντικατάστησε τον στρατηγό! Για την ιστορία, αναφέρω ότι ο πρόεδρος Ομπάμα, κατά την πρώτη θητεία του, τίμησε τον στρατηγό Shinseki, διορίζοντας τον ως υπουργό για τους Βετεράνους. Έτσι, δυστυχώς, γράφεται η ιστορία. Ποίοι και πόσοι από τις βασικές αυτές προϋποθέσεις τηρήθηκαν στην Συρία; Καμία, ισχυρίζομαι.

– Η σκοτεινή πλευρά της Ευρώπης

Σήμερα, αυτή η ίδια η ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και οι ίδιες οι Συνθήκες απειλούνται  από την  προσφυγική έκρηξη. Από το προσφυγικό δράμα. Όλες αυτές οι δραματικές  σκηνές που, καθημερινά, βλέπουμε να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας στο Αιγαίο είναι για μας πρωτόγνωρες. Δεν είναι όμως για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ή, μάλλον, δεν θα έπρεπε να είναι.

Εδώ και πολλά χρόνια, συνηθίσαμε -έστω και αν δεν θέλουμε να το παραδεχθούμε- καθισμένοι μπροστά στην τηλεόραση να βλέπουμε ανάλογες σκηνές. Τώρα, οι δικές μας Λέσβος και Χίος αντικατέστησαν την Λαμπεντούσα. Η δε σκληρή πραγματικότητα είναι ότι, αν δεν είχε ανακαλυφθεί εκείνο το φορτηγό με τους νεκρούς πρόσφυγες μέσα στον κεντρο-ευρωπαϊκό αυτοκινητόδρομο, κάπου μεταξύ Γερμανίας και Αυστρίας, η «δική μας Ευρώπη» δεν θα είχε ξυπνήσει.

Ο τρόπος που (δεν) ενήργησε η Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στο προσφυγικό δράμα αποτελεί «τη σκοτεινή πλευρά της Ευρώπης». Το λέγω με πόνο και βαθιά πικρία, γιατί η δική μου γενιά πάντα πίστεψε στο όραμα της άλλης, της «δικής μας  Ευρώπης». Το πρόβλημα έκριναν ότι ήταν ιταλικό, αρχικά, και ελληνικό στη  συνέχεια. Πού ακριβώς είμαστε σήμερα; Aς μιλήσουν οι αριθμοί. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών (Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες), μόνο στη Συρία  έχουμε κατά την τελευταία πενταετία: 250.000 νεκρούς περίπου, εκ των οποίων 10.000 νεκρά παιδιά, 4.100.000 περίπου πρόσφυγες, που έχουν εγκαταλείψει την χώρα, με τον αριθμό τους να προβλέπεται να φθάσει τους 4.300.000 μέχρι το τέλος του έτους. Επίσης, στη Συρία παραμένουν 7.000.000 περίπου εσωτερικοί πρόσφυγες (displaced persons), που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.

Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά καταλήγω στην ίδια διαπίστωση. Η ανθρώπινη ζωή, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, δεν έχουν παντού την ίδια αξία. Στο παγκόσμιο χρηματιστήριο αξιών, η ζωή κάθε ανθρώπου αποτιμάται διαφορετικά. Επιπλέον, διαφορετικά αποτιμάται ή μετριέται όταν είναι στο Χαλέπι (Αλέπο), στα στρατόπεδα της Τουρκίας, στο Αιγαίο ή στη Γερμανία.

Ο κίνδυνος για την Ευρώπη και για την Ελλάδα  είναι υπαρκτός. Ενόσω στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει κοινή και ενιαία εξωτερική πολιτική, που θέτει πολιτικούς στόχους και τους υπηρετεί  με όλα τα μέσα που έχει στην διάθεσή της, τόσο η Ένωση όσο και τα Κράτη-Μέλη θα υφίστανται, κατά τρόπο ασύμμετρο όμως, τις συνέπειες των επιλεγμένων δράσεών τους,  της Συρίας συμπεριλαμβανομένης, που στερούνται ενός βασικού, αλλά αναγκαίου σχεδιασμού με αρχή, μέση και τέλος.

Αντί της επίτευξης της ανατροπής του Άσαντ στη Συρία, ζούμε σήμερα τον κλονισμό των αξιών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και τον κίνδυνο ανατροπής με δημοκρατικές διαδικασίες ευρωπαϊκών κυβερνήσεων από αντι-ευρωπαϊκές ή ευρω-φοβικές πολιτικές δυνάμεις.

– Ο σχεδιασμός της επόμενης ημέρας

Ένα πολιτικό σχέδιο για την Συρία θα μπορούσε να περιέχει τα ακόλουθα βήματα και μέτρα:

Πρώτον, σχεδιασμό «ανθρωπιστικών  διαδρομών» (humanitarian corridors)  από τις εστίες των ενόπλων συγκρούσεων μέχρι τις γειτονικές χώρες πρώτης υποδοχής .

Δεύτερον, ορισμό περιοχών, εντός της Συρίας, ως «ασφαλών καταφυγίων» (safe heavens) και ταυτόχρονη επιβολή της απαγόρευσης πτήσεων (no fly zones) με εξαίρεση όσες  επιτρέπονται από τον ΟΗΕ.

Τρίτον, από  κοινού δράση και συναπόφαση των πέντε μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας για την επόμενη ημέρα. Η διαδικασία, που δρομολογείται στη Βιέννη υπό την συμπροεδρία των ΗΠΑ και της Ρωσίας, θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα μόνο εφόσον πεισθούν ή πειθαναγκασθούν η Σαουδική Αραβία κυρίως, αλλά, επίσης, το Κατάρ κα η Τουρκία να παύσουν τη, μέσω παρένθετων (proxies) εμπόλεμων ομάδων και οργανώσεων, δράση στην Συρία.

Επιπλέον, διερωτώμαι αν υπάρχει προηγούμενο τρία από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΗΠΑ, Γαλλία και Ρωσική Ομοσπονδία) να βομβαρδίζουν,  ανταγωνιστικά και κατά βούληση, από αέρος στόχους διαφορετικούς (;) όπως συμβαίνει τώρα στη Συρία.

 – Το Ιράν και η Σαουδική Αραβία

Το Ιράν έχει δείξει, τον τελευταίο καιρό, ότι -παράλληλα με την αποκατάσταση   λειτουργικών σχέσεων με την Ουάσιγκτον που βαίνουν πέραν της Συμφωνίας «5+1» για τον έλεγχο των πυρηνικών του εγκαταστάσεων– μετατρέπεται, σταδιακά, σε ενεργό  εταίρο.

Στην πραγματικότητα, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, είναι η μόνη χώρα που έχει επίσημα -με τη συναίνεση της Ουάσιγκτον στο Ιράκ- αποστείλει στρατιωτικές δυνάμεις (ground forces) που μάχονται  κατά του  ISIS. Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου ανατροπή του σκηνικού και των ισορροπιών στην Μεσοποταμία που επηρεάζει, ασφαλώς, και το ισοζύγιο δυνάμεων και πολιτικής επιρροής από τον Περσικό Κόλπο μέχρι τα σύνορα των θαλασσίων ζωνών μας, τη Μεσόγειο.

Κάνω μια πρόβλεψη. Παρότι θα πράξει ό,τι είναι δυνατόν  για να αποφύγει να είναι (ή έστω να εμφανισθεί ως) υπόλογο στο λεγόμενο blame game, το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας θα αποδειχθεί πολύ δύσκολος εταίρος στην αναζήτηση μιας πολιτικής λύσης για τη Συρία. Για το Ριάντ, το ζήτημα είναι ζωτικής σημασίας και η πρώτη προτεραιότητα διότι αφορά στον ανταγωνισμό-σύγκρουση μεταξύ αφενός Σιϊτών και των εν δυνάμει συμμάχων και εταίρων τους (βλ. Αλλαουίτες) και αφετέρου των Σουνιτών.

Κλείνω με μια εκτίμηση. Η ανατροπή των ισορροπιών στην ευρύτερη Μέση Ανατολή  και η επανάκαμψη του πολιτικού  Ιράν, ως βασικού παίκτη και εταίρου των δυτικών παραγόντων και παικτών στην περιοχή, θα προκαλέσει εμφανώς και ολιγότερο εμφανώς τη στροφή προς τα πυρηνικά σειράς χωρών. Ειδικότερα της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας -που ήδη αναζητεί να τεθεί υπό την πυρηνική ομπρέλα του Πακιστάν- και της Αιγύπτου.

Το άρθρο του Δρα Παντελή Οικονόμου, που ακολουθεί αυτή την σελίδα, επιχειρεί να εξηγήσει τα στοιχεία που συνθέτουν, ακριβώς, αυτό το προοίμιο δυσάρεστων  «πυρηνικών εξελίξεων»  στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.