Πάντα με ένα μπαστούνι στο χέρι.
Από τότε που τον θυμάμαι είχε το πόδι πάντα ακίνητο. Αλύγιστο. Κατεστραμμένο από όλμο.
Έδειχνε πάντα με ανάμεικτα αισθήματα φωτογραφίες από το μέτωπο. Έφτασε μέχρι το Τεπελένι. Τραυματίστηκε. Μεταφέρθηκε στη Μονή Βέλλας ( υπάρχει ακόμη σήμερα) κοντά στο Καλπάκι. Εκεί έγινε το πρώτο χειρουργείο. Ακολούθησαν ,πολλά ,το ένα μετά το άλλο.
Στη συνέχεια τον μετέφεραν μαζί με άλλους στο Αρεταίειο. Η ανάρρωση κράτησε χρόνια. Δεκαετίες μετά είχε ακόμη θραύσματα στο πόδι του. Περπατούσε χάρις στο ”μηχάνημα”. Ένας νάρθηκας από δέρμα και σιδερικά που κρατούσε σφιχτά ,ολόσφιχτα , μέσα όλο το ”πόδι”.
Πήρε μέρος στην εκδήλωση των αναπήρων – τραυματιών στο νοσοκομείο . Μέσα στην κατοχή. Γεμάτο Ελληνικές σημαίες . Φορούσε στο πέτο του ένα μεταλλικό σήμα . Δάφνη γύρω και στη μέση μια ρομφαία. Ανάπηρος Πολέμου .
Μόλις μπόρεσε να σταθεί όρθιος του δόθηκε από την Πρόνοια ένα τρίτροχο αναπηρικό καροτσάκι. Μια θέση μπροστά ,μια θέση πίσω. Τα θυμάμαι στις παρελάσεις για χρόνια. Τώρα καταργήθηκαν και αυτά. Ήταν και αυτά πολύτιμα ενθυμήματα μιας άλλης εποχής. Σίγουρα μιας άλλης Ελλάδας.
Όταν έφτιαχνε ο καιρός ,το καλοκαίρι, ολόκληρη η τετραμελής οικογένεια του πήγαινε στη θάλασσα με το αμαξάκι. Από το Χαλάνδρι στη Λούτσα ή στη Ραφήνα. Μπρος ο ανάπηρος πολέμου με τον ένα υιό, πίσω η γυναίκα του με τον άλλο.
Κάπου μέσα στο σπίτι του είχε -την φύλαγε σαν απαραίτητο ενθύμιο- μια τεράστια ,ασήκωτη ξύλινη αναπηρική καρέκλα . Δεν την αποχωριζόταν.
Τέτοια μέρα ,τον θυμάμαι έντονα και φορτισμένα.
Θυμάμαι όμως τη μεγάλη μου συγκίνηση όταν τον Οκτώβρη του 1999, Πρέσβης στην Αλβανία τότε, τελέσαμε την πρώτη δέηση -δοξολογία για την 28η Οκτωβρίου στο Νεκροταφείο των πεσόντων στους Βουλιαράτες ,κοντά στο Αργυρόκαστρο. Εκεί απέναντι στις βουνοκορφές είχε φτάσει. Λίγο πιο πάνω στο Τεπελένι είχε χτυπηθεί.
Ο ανάπηρος πολέμου ήταν ο πατέρας μου.